Ήταν στημένος απέναντί μου αρκετή ώρα. Φίλος κολλητός χρόνια. Τον κοίταζα, με κοίταζε, του μιλούσα και μ’ άκουγε. Κουβέντα δεν έλεγε. Πέντε χρόνια, από τότε που κόλλησαν τη φωτογραφία του στο μαρμάρινο κατάρτι, ακόμα ηλιοκαμένος ήταν και κρατούσε γερά το τιμόνι του ιστιοφόρου του. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το βλέμμα του πίσω από τα μαύρα γυαλιά, αλλά έδειχνε πως με άκουγε με προσοχή.
«Κρίμα να χάνονται τόσο νέοι οι άνθρωποι» είπε μια γυναικεία φωνή πίσω μου.
Αναρίγησα. Σκέφτηκα κι εγώ το κρίμα κι έσφιξα τα μάτια μου.
«Άμα το θέλει η τύχη σου και βουνίσιος να είσαι στη θάλασσα χάνεσαι» είπε μια άλλη γυναικεία φωνή.
Τα ξανάνοιξα. Η σκιά του καταρτιού πέρασε πάνω απ’ το γείσο του λευκού τζόκεϊ και χάθηκε μέσα στα σκούρα γυαλιά. Δίπλα μου οι δύο κυρίες συλλάβιζαν τα χαραγμένα στο μάρμαρο ονόματα.
«Σ’ εκείνο το ναυάγιο χάθηκαν. Ήταν τόσο νέοι και οι δύο» είπε η κοντή.
«Φαίνονται στη φωτογραφία» είπε η ψηλή.
«Εδώ, κάτι δεν πάει καλά» σκέφτηκα εγώ.
Κοίταξα καλύτερα τις φωτογραφίες. Η επιτομή της αντίθεσης. Τα πεθερικά σε νεαρότατη ηλικία χαμογελούσαν στον πρόωρα χαμένο γαμπρό τους. Στα παιχνίδια της τύχης πρόσθεσα και του μυαλού κι αναρωτήθηκα τι να εννοούσαν αυτές οι δύο. Γνώριζα πρόσωπα και πράγματα. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της ιστορίας ήταν εκτός πραγματικότητας.
«Ποιο ζευγάρι χάθηκε σε ναυάγιο;» ρώτησα.
«Αυτό εκεί, για δες νεότατοι, κρίμα οι άνθρωποι.»
«Τους γνωρίζατε;» ξαναπροσπάθησα.
«Όχι, αλλά έχω ακούσει γι αυτούς.»
Κοίταξα το ιστιοφόρο που έσκιζε τα κύματα. «Υπεράσπισέ με» παρακάλεσα τον φίλο στην φωτογραφία.
«Εσείς τους γνωρίζατε;» με ρώτησε η κοντή.
«Πολύ καλά, τόσο καλά που παραπάνω δεν παίρνει, γίνεσαι οικογένεια» είπα.
«Μεγάλο κακό αυτό που βρήκε τους ανθρώπους» είπε η ψηλή.
«Προσέξτε, δεν γράφετε εσείς τις ιστορίες. Αυτή εδώ είναι δική μου, όχι δική σας» είπα προσπαθώντας να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.
Οι κόρες των ματιών τους είχαν διασταλεί παραπάνω από το κανονικό. Η ψηλή κυρία έγειρε το κεφάλι της προς τ’ αριστερά και κοίταξε την κοντή.
«Χμ, απ’ ότι βλέπω δεν με καταλαβαίνετε. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος» είπα.
Η ψηλή κυρία κοίταζε μια εμένα μια τις φωτογραφίες. Γύρισα στην κοντή κι εκείνη σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. «Ωραία, αφού δεν βρίσκω άκρη θα βγάλω λόγο» σκέφτηκα.
«Πάμε από την αρχή. Να συστηθώ. Είμαι φίλος της οικογένειας. Το ζευγάρι είναι τα πεθερικά, που μας αποχαιρέτισαν στεριανά. Πλήρεις ημερών και οι δύο» είπα.
«Ώρα τους καλή» είπε η κοντή.
«Ο γαμπρός χάθηκε νέος. Τον πήρε αρρώστια ξαφνική και όχι η θάλασσα» συνέχισα.
«Και ποιόν πήρε η θάλασσα;» ρώτησε η ψηλή.
«Και το καράβι;» συμπλήρωσε η κοντή.
«Το καράβι είναι από άλλη ιστορία. Έγινα σαφής;»
«Όμως, υπάρχει στη φωτογραφία. Πως το δικαιολογείτε;» είπε η ψηλή.
«Τι δεν καταλαβαίνετε;»
«Το καράβι στη φωτογραφία.»
«Μα ο άνθρωπος ήταν ιστιοπλόος. Φαίνεται άλλωστε από το χρώμα του» είπα.
«Ά, δεν ήταν μαύρος» είπε η κοντή κι αναστέναξε κοφτά.
«Όχι και μαύρος. Λίγο μελαμψός ήταν ο άνθρωπος, ηλιοκαμένος όπως όλοι οι ιστιοπλόοι. Βλέπετε, ήταν αθλητικός τύπος από γεννησιμιού του, δεν άφηνε θάλασσα για θάλασσα.»
Αγνόησα τις κυριούλες και κάθισα στο μάρμαρο, πλάι στη φωτογραφία.
«Παρεξηγημένος μέχρι και τον τελευταίο ναύλο, φίλε μου» μουρμούρισα. Εκείνος πάλι δεν απάντησε. Το μυαλό μου έτρεξε στην ταινία της ζωής του. Οι δυο κυρίες σχολίαζαν ακόμα τη φωτογραφία. Λάθος ναυάγια αναλύαμε. Εκείνες ενός πλοίου κι εγώ μιας ζωής. Τα νεκροταφεία μού προκαλούσαν σύγχυση. Με αποσυντόνιζαν. Ακούμπησα το μαρμάρινο κατάρτι και νόμισα ότι έπιανα το χέρι του ιστιοπλόου.
«Χάρηκα για τη γνωριμία» είπα κι εξαφανίστηκα.
«Να δεις που είναι συγγενής» άκουσα την κοντή να λέει πίσω μου.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου