Κάθε χρόνος που περνά, είναι μια νίκη/ κάθε χρόνος που περνά, είναι μια ήττα…
Αυτοί οι στίχοι του Ποιητή Κώστα Δ. Υφαντή μάς παρηγορούν και ταυτόχρονα μας κάνουν να αμφισβητούμε τον εαυτό μας. Παρά τις αγωνίες, είναι στο βάθος ο ποιητικός του λόγος επίμονος. Αναζητά την αλήθεια στην ποίηση, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Η ποιητική συνείδηση αναζητάει τις αδυναμίες, την υποκρισία, τη δειλία, τις αυταπάτες, όπως η γλώσσα ελέγχει τα δόντια για να βρει τις τρύπες. Ανιχνεύει τις παραλείψεις, τις ανεπάρκειες, τους συμβιβασμούς μέσα από ήττες και νίκες. Ο ποιητής Κώστας Δ. Υφαντής, όταν εκπέμπει, προσλαμβάνει, αλλά, όταν προσλαμβάνει, μαθαίνει να αποκαλύπτει, αφήνοντας να ακουστούν οι λέξεις χρόνος, νίκη και ήττα. Έρωτας και θάνατος, νίκη και ήττα, είναι απαραίτητο για να καταλάβουμε το νόημα της αναπόφευκτης φθοράς! Ένας καλός χειριστής, που μπορεί να αφομοιώνει ταυτόχρονα λέξεις, φράσεις, συνήθειες. Κάθε λέξη αντιπροσωπεύεται από σχήματα, αφού: «και τρώει το είναι μας/ μια λυσσασμένη πυρκαγιά/ μία ετυμηγορία ότι όλα πήγανε στραβά/ και όλα κατάρρευσαν/ όμως τώρα στου έρωτα το τέλος/ στου κουρασμένου ψυχισμού τον πόνο/ μένει πίσω ένα φως αδιόρατο/ μένει ακόμη πίσω μία μικρή φωτιά/ να σιγοκαίει…». Σε μια ήττα ή εξαγνιζόμαστε ή εξαχρειωνόμαστε.
Η ποίηση μας εξευμενίζει. Αφού το εγώ κτίζεται κάποτε από εμάς τους ίδιους και από τα υλικά τού άλλου – ποιητικού λόγου. Τότε η ποίηση φαίνεται ως η ορκωμοσία της ψυχής μας. Η ποίηση, όπως έλεγε ο αείμνηστος φίλος μου ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, είναι να γίνουμε εμείς οι λέξεις.
«Η ποίηση βοηθάει όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σε ένα έρημο, καταργημένο ξωκκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Ωφελεί τη γλώσσα. Τέλος, ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα η ποίηση, σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο». (Κική Δημουλά)
Μας κάνει να αισθανόμαστε τι σημαίνει να είσαι σε εγρήγορση, να ζεις σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα, για να θυμηθούμε τον ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ και την «Έρημη Χώρα». Αυτή η ποιητική του Κώστα Δ. Υφαντή με χαμηλούς τόνους και χωρίς να έχει το σύνδρομο της διαρκούς παρουσίας κάτω από ένα δικό του φωτισμό, εκμαιεύει σκέψεις, εικόνες, και λόγω της ιδιότητας του ψυχιάτρου. Ένα σκαμπανέβασμα. Αποδρά από τη λήθη όχι πάντα με τη λογική, αλλά με το αυτί, όπως μαθαίνει ένα γυφτόπουλο να παίζει το βιολί, χωρίς να γνωρίζει τις νότες. Τόσες αφηγήσεις έχει ακούσει στις συνεδρίες των ανθρώπων τόσα χρόνια, για τα πάθη και τους έρωτες. Καταγράφει όλα τα πράγματα και ταυτόχρονα τα αντιπολιτεύεται/. Γράφει για το άδοξο τέλος για εραστές»/, με τους έρωτες του σύμπαντος κόσμου, με τις ανατάσεις, τα πένθη και τις μελαγχολίες/, όταν ξεσπούν οι έρωτες και οι πλημμύρες του ωραίου και του υψηλού…
Ο Κώστας Δ. Υφαντής ιχνηλατεί κόσμους και η ματιά του έχει τόσο ανθρωπολογική διάσταση όσο και βαθιά προσωπική ενδοσκοπική. Αναζητεί πλατείς ορίζοντες για να μιλήσει για το μύχιο, εκείνον τον κραδασμό τον ανεπαίσθητα ηχηρό. Που επιτρέπει στο βλέμμα να οργανώσει τους μεγάλους χάρτες μιας εσωτερικής αφετηρίας, όταν τρίζουν σαν φύλλα τα εσώτατά μας: Ο έρωτας μαγικός μάς διαμέλισε/ ρουφήξαμε γοργά τελειωτικά την ύπαρξη/ κομμάτια ξάφνου οι νύχτες/ στάχτες τα φιλιά μας/ κάνει κρύο σκοτεινό/ έξω ένα δέντρο κάρβουνο χτυπημένο/ από κεραυνό/ στην άσφαλτο τ’ αμάξι μας παρατημένο/ χαλασμένο απ’ τον καιρό/ στο σκοτεινό μας δρόμο/ αλυσοδέσαν την ελπίδα/ στη θέση της καρδιάς σου/ μια σβησμένη οθόνη/ στη θέση της καρδιάς μου ένας καμένος/ προορισμός/ παγωμένο το συσσίτιο/ παγωμένη η νύχτα/ Καληνύχτα.
Ο αείμνηστος ποιητής Νίκος Καρούζος περίπου γράφει ότι η ελπίδα βρίσκεται στην απελπισία, που αφήνει την παγωμένη νύχτα, στην «Έρημη Χώρα» του καθενός μας, δίχως νερό και ελπίδα για κάποια έξοδο. Όμως, η ποίηση όσο κι αν έχει ακόμα και έρεβος μας σώζει… Όσο πηγάζουν από τα μύχια του ποιητή τα βαθιά ψυχικά κοιτάσματα. Γνωρίζει τις διαδρομές και τις φλέβες του υπεδάφους των συναισθημάτων. Το «σώμα είναι η ψυχή μας» έλεγε ο Μποντλέρ. Η ποίηση αναζητεί τη σκοτεινή περιστέρα του λυρισμού της γλώσσας – του ρυθμού, της καταβύθισης του κόσμου.
Ο Homme-automate του άνθρωπος και μηχανή ταυτόχρονα, βρίσκουν τη λυρική αντιστοιχία, στους «σκωπτικούς στίχους για παρτιτούρα», σ’ ένα νερό. Αναζωογονεί όλα τα αισθητικά κύτταρα, με κινητήρια δύναμη, του ιδεώδους «επαγωγικού ερευνητή». Σκυμμένος πάνω στους δοκιμαστικούς σωλήνες της ποίησής του, για να μαζέψει μία χούφτα νερό, αναζητώντας την ομορφιά.
Η ποίηση είναι πιο κοντά στην αλήθεια, έλεγε ο Πλάτωνας, όπως το φως δεν έχει πουθενά αλλού τόσο ανεκτίμητη και τόσο συμβολική αξία, όσο στο βασίλειο της πολικής νύχτας του ανθρώπινου μυαλού.
Η ποίηση δεν διαβάζεται – αναγιγνώσκεται, και αναγνωρίζεται. Λειτουργεί με τη φωνή και την ακοή, οι οποίες απαιτούν την ηρεμία. Αυτό το στοιχείο της ρητορικής τέχνης το οποίο συμμετέχει σε όλες τις τέχνες του λόγου και του θεάματος-ακροάματος, προκειμένου να πείθεται αισθητικά το «εκκλησίασμα». Το ποίημα γίνεται τραγούδι –ελεγειακός θρήνος– και ψαλμωδία κάποτε. Απαγγέλλεται και τραγουδιέται ως έπος. Ηχεί – τονίζεται η ποίηση, ερεθίζει τα αυτιά μας. Πρέπει να έχει αρμονία.
Αλλά στα ποιήματα του Κώστα Δ. Υφαντή είναι αποστάγματα μιας απόλυτης απροσπέλαστης και μη λυτρωτικής μοναξιάς –ενίοτε:
Λάμπει χορεύει το νερό/ η πικροδάφνη γνέφει στο βυθό/ από τον ίσκιο της συκιάς/ μια στάμνα σπάει τον Αύγουστο/ κι’ η κόρη ένα αερικό/ ένα κρίνο στο άσπρο κύμα/ περήφανη βασίλισσα των ρόδων/ με το χρυσόβουλο της παντοδυναμίας/ στο φουστάνι/ έχει καθρέφτη τα νερά/ το ουράνιο τόξο στα μαλλιά/ αρχόντισσα του δρόμου στο σεργιάνι/ έχει σκλάβο κάθε αλάνι/ την ομορφιά της ποιος θ’ αδράξει/ ποιος γητευτής θα την αρπάξει.
Ένας ποιητικός κόκκος άλατος είναι αρκετός για να δράσει ως καταλύτης, σε μια ζωή γεμάτη εκθέτες και ασύμμετρες απειλές και σκαλοπάτια. Η ομορφιά μάς σώζει, όπως/ αναφέρει και ο Ντοστογιέφσκι… σε μια μουσική όπου εικονογραφείται η εικόνα μας, με τους αγγέλους πάντα να στέκονται δεξιά.
Σ’ όλα τα ποιήματά του καταγράφεται η τεχνική του υπονοούμενου, του υπαινιγμού, της πλάγιας αναφοράς. Ανάμεσά τους, στέκονται ο «θεραπευτής γιατρός» με τη μάσκα του, ο μοναχός στο ψαλτήρι, ο ψυχίατρος στο ρόλο τού πατέρα. Ο καθένας «υποδύεται» έναν ρόλο. Το ίδιο και ο ποιητής κάνει υπερβατικές στατιστικές με τον λόγο του. Αλλά, οι στατιστικές είναι σαν τα φορέματα. Όσα μας αποκαλύπτονται, ερεθίζουν τη φαντασία μας. Όσα μας κρύβουν είναι ζωτικής σημασίας. Το ίδιο και ο ποιητής αποκαλύπτει. Παραμονεύει ένας ξεθωριασμένος ερωτικός στίχος, του ψυχαναλυτή ποιητή/, σε μια απελευθερωτική καταγραφή, παίζοντας με τις συναισθηματικές χάντρες του κομπολογιού και του χρόνου:
Ζεστός αποπνικτικός καιρός/ σφυροκοπάει τους δρόμους/ σφάζει τις ανάσες/ σήμερα δε συνέβη ούτε μία ληστεία/ ούτε πορεία ή συμπλοκή/ η ζέστη κατέκαψε τα πάντα/ κι’ αυτός στο καφενείο των αφανών/ κρατάει ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι/ οι χάντρες είναι τα χρόνια του/ κυλούν αργά με ήχο δυνατό/ μεταλλικά χτυπούν στο χέρι του/ αστράφτοντας σ’ ένα πεδίο ηλεκτρικό/ ακίνητος ανικανοποίητος/ βλέπει έξω από το τζάμι/ σαν σε απολιθωμένο δάσος απολιθωμένος/ και πίνει τον καφέ του.
Ο ποιητής μας «μυρίζεται τον αέρα» υπό την έννοια πως τα διάφορα δεδομένα, είναι απαραίτητα για νέες συνθέσεις, διαθέσιμα. Για να συγχωνευθούν και να γίνουν ένα με έναν μύθο. Γιατί ο μύθος μάς παρηγορεί. Όπως και η ποίηση μας παρηγορεί για τα ανέφικτα. Παραστέκεται σ’ έναν αναπόφευκτο τοκετό μιας λέξης. Όπως οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν το σώμα σαν μουσικό όργανο, καθώς οι χορδές της ψυχολογίας μας πρέπει να είναι κουρδισμένες, έτσι και ο ποιητής μας κάνοντας θεραπεία μετριοφροσύνης μιλάει με τον καλά εναρμονισμένο άνθρωπο, με καλή δηλαδή αρμονία. Και στο παραμύθι ως πρόταγμα ποιητικό, οι χυμοί του φόβου, του θυμού καταστέλλονται, όταν η ποιητική νηνεμία του, μας καθοδηγεί με το «παραμύθι για μεγάλους». Αφού η ποίηση είναι η μορφή της γλώσσας. Συνυπάρχει με το μέγιστο βαθμό των ανθρωπίνων συναισθημάτων. Κάποτε το γράψιμο είναι για τον ποιητή «μαρτύριο», παρά εξαγνισμός. Είναι κάποτε και πλάνη.
Γι’ αυτό γράφει: Μια χώρα που την έλεγαν γοργόνα κολυμπούσε/ πλάϊ σε μια οροσειρά σ’ απάτητα βουνά/ από τύχη ζει κυκλωμένη απ’ τα νερά/ υβριδικό το πάθος που τη γέννησε/ χώρα γοργόνα της νύχτας πικρή/ στ’ ακρόπλωρο του πλοίου Ηλιοσκόπος/ ταξιδεύει βαθιά στο σκοτεινό στερέωμα/ πλέει μαζί του στη φυγή/ ώσπου στη νύχτα εχάθη μακριά/ στις κατωφέρειες τ’ ουρανού/ στις εσχατιές του θόλου/ την ξεγράψανε άλλοτε και τώρα/ όμως είναι πάντα εδώ/ μια ασβεστωμένη διαρκώς αγιογραφία/ μια καταιγίδα που κινείται συνεχώς/ μια ματωμένη ζωντανή γεωγραφία/ μια γλώσσα διαυγής στη νηνεμία/ τη σκέπασαν πυκνά αλλεπάλληλα σκοτάδια/ μα το σκοτάδι απ’ τ’ άλλο μέρος είναι φως/ από θαύμα ζει βουλιαγμένη στα νερά/ πάλι τώρα «καρτερούσε φιλελεύθερη λαλιά»/ και με θέρμη ξαγρυπνούσε/ για ν’ αναδυθεί ξανά την αυγή θριαμβικά.
Αλλά, κάποτε και επικός, κάνει λυρικούς στοχασμούς, πώς αλλού αλλά στο φως. Αλλά πού αλλού θα εύρισκε, πού αλλού από τα δάκρυα ενός στρειδιού και το φως; Παίζοντας ατέλειωτες παρτίδες με ιστορίες φωτισμού, στις οποίες οι λέξεις-κλειδιά επανέρχονται. Είναι σαν να διέρχεται όλο και πιο πολύ φως, μέσα σ’ ένα διαφανή σωλήνα. Είναι μία απελευθερωτική πράξη η ποίηση, μια ανακούφιση από το περίσσευμα του συγκινησιακού ερεθισμού, όπως αναφέρει ο Ρολάντ Μπαρτ (1945). Το ιλαρό φως που καίει διαρκώς και μας οδηγεί, με ήρεμους κώδικες, για να φτάσουμε σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης! Γράφει ο ποιητής μας, για το φως, σε ό,τι μόνον από μακριά όσοι διακρίνουν το φως με ειδικούς ανιχνευτές, «για το φως που έσβησε νωρίς».
Αρκετά μοτίβα στην ποιητική συλλογή – γίνονται κλειδιά και εναύσματα για τη δημιουργία εικόνων και συνειρμών. Το πρόσφορο έδαφος για τη νοσταλγία. Όπου το παρόν συγχέεται συνειδητά με ένα ιδιαίτερο επώδυνο ίσως παρελθόν. Ψυχαναλυτικά!
«Ανοιχτός ουρανός φεγγάρι λειψό/ ανατέλλει στιλπνό το ημερήσιο φως/ ήσουν ηλιαχτίδα της αυγής/ στη σκοτεινή αχλύ του δρόμου/ έφυγες πριν ζεστές οι αύρες σ’ αγκαλιάσουν/ πριν σε συναρπάσει το φέγγος/ το ερωτικό/ έμεινε στης πολιτείας το λαμπύρισμα/ ν’ αντηχεί της νιότης σου/ το κύκνειο άσμα/ τα σπουργίτια να πετούν/ στις φυλλωσιές της λεμονιάς/ οι φίλοι παγωμένοι να κυνηγούν/ να ψάχνουν τη σκιά σου/ κι’ ένα λευκό τριαντάφυλλο με τ’ αγκάθια του/ να τρυπά τη λησμοσύνη…».
Γεωμετρά την συνείδησή μας με το φως. Τον ρυθμό και ανθρώπινη ωραιότητα. Με την παρηγορητική διάσταση της ποίησης ο Κώστας Δ. Υφαντής μάς οδηγεί να κατανοήσουμε αυτό που έλεγε ο Ρεμπό: «Εγώ είναι ο άλλος». Και ο Αντρέ Μπρετόν όταν έλεγε για ό,τι κι αν ζητήσουμε στον άνθρωπο και στη γη καταλήγουμε. Γίνεται χόρτο – γίνεται ανθός στο τέλος.
Ο φυσιοδίφης και φιλόσοφος Αριστοτέλης στα «Ποιητικά» του αναφέρει ότι η φύση πλάθει τα όργανα με τη σειρά της αναγκαιότητας. Ενώ ο Πλάτωνας βεβαίωνε ότι τα είδη είναι αναλλοίωτα και αρνείται οποιαδήποτε συνοχή ανάμεσα στον Homo Sapiens και στο Ζωικό Βασίλειο. Ο ποιητής κατά γράμμα τις λέξεις κατιούσες και ανιούσες, να ορίζει τον άνθρωπο και τα ίχνη της δημιουργίας. Όταν αγκαλιάζει ο άνθρωπος κάποια ιδέα και ζει μέρα και νύχτα μαζί της. Φτάνει κάποτε σε σημείο να μην ανέχεται ότι η σκέψη ανήκει σε κάποιον άλλο. Απαγγέλλει όπως ο Βιργίλιος στις «Εκλογές», όπου η αλήθεια παρουσιάζεται σαν εκτεθειμένη πόρνη. Αλλά η αλήθεια είναι αριθμού πληθυντικού. Και παρουσιάζεται σαν φάντασμα ανακυκλούμενο και κυκλοθυμικό. «HOMO SAPIENS»: Φεύγεις στον αέρα μετέωρος/ μπαίνεις ολόκληρος στο φως/ γίνεσαι ξάφνου διαυγής/ σε βρέχουν τ’ αφρισμένα κύματα/ κι’ είσαι αόρατος στο χάος/ αστράφτουν πίσω σου οι παλίρροιες/ καίνε οι δρόμοι/ καίει πυριφλεγής ο ήλιος/ άφησες πίσω τ’ αγάλματα που έφτιαξες/ τις παλιές αγάπες σου που σκότωσες/ κανείς τώρα στο δρόμο/ άραγε κάποτε υπήρξες;
Αλλά, σ’ αυτόν τον αχό του 21ου αιώνα, πού βρίσκονται οι νέοι γιατροί της ψυχής; Ίσως στην ποίηση, όταν οδηγεί σαν έμπειρος οδηγός και λειτουργεί αυτόματα, προσέχοντας στη μεγάλη κίνηση. Σ’ αυτό το ποιητικό ταξίδι του Κώστα Δ. Υφαντή μπορείς να διαλέγεις το δρόμο ανάμεσα από λακκούβες μιας βροχής ή να σκαρφαλώνεις σε μια απότομη κορυφή και να σιγοτραγουδάς ένα σκοπό ποιητικό σε ακροατήριο. Αντίθετα φαινόμαστε τυφλοί και κουφοί προς το περιβάλλον και την κλιματική ωρολογιακή βόμβα! Οι σκέψεις αναστέλλονται, οι πυξίδες εξακολουθούν να χορεύουν άναρχα/ και η «μαγνητική βροχή» έρχεται: Σε δέρνει μια ισχυρή μαγνητική/ καταιγίδα/ γυρνούν τρελά οι πυξίδες/ στους βάλτους στους χωματόδρομους/ στα μονοπάτια του εφιάλτη/ δείχνουν συγχρόνως τα σημεία/ του ορίζοντα/ χάθηκαν προορισμοί και κατευθύνσεις/ στριφογυρνούν με βία στο χάος/ ακανόνιστα οι βελόνες τους πέφτουν/ στην άβυσσο/ δείχνουν στην άμμο του βυθού/ στους αμφορείς και στα ναυάγια/ τα πνιγμένα ανεκπλήρωτα όνειρά σου….
Όλη η γοητεία/ έσπασε – όλος αυτός ο κόσμος φάντασμα, ο τόσο ωραίος, να χάνεται και οι χίλιοι κύκλοι να απλώνονται και ο καθένας να παραμορφώνει τον άλλον. Από αυτή τη μαγνητική βροχή η οποία σπάει τις πέτρες και βγάζει τεφροδόχους, τι κέρδη να βγουν;
Ο Κώστας Δ. Υφαντής έχει έναν συνειδητό νου προικισμένο με αισθητική ευαισθησία και συνθετική εικονοκλασία. Ένα ασυνείδητο μυαλό, εφοδιασμένο με έναν αυτόματο κομπιούτερ κατά το πρότυπο της αρχής των αρχών της ρίμας. Στις εκατοντάδες εικόνες του και στις ιαμβικές του παραστάσεις ονειρεύεται και πλανιέται ανάμεσα στα φασματικά σχήματα ενός βάθους της θαλάσσης. Βουτάει με αναπνευστήρα. Νανουρίζει το μυαλό σε μια ξύπνια καταληψία, φέρνοντας στο ποιητικό παιχνίδι τις ονειρικές καταστάσεις.
Αφού η ποίηση είναι ένα έργο μιας διαρκούς νεότητος και του εσώτατου ενθουσιασμού… και ο ποιητής περιπλανιέται και ρινορραγεί μέχρι να ανέβει στην ανηφοριά… βλέπει τη διαδρομή με νέα μάτια.
«ΚΥΘΝΟΣ»: Ψηλά ορθώνεται η πλαγιά/ θάμνοι κοκκινωποί/ πέτρες κοφτερές στις μάντρες της ξερολιθιάς/ μετέωρες λόγχες αρμονίας/ βράχοι τριγυρισμένοι/ απ’ τον μόνιμο της θάλασσας αχό/ αγριοκάτσικα στο χείλος των γκρεμών/ στο μένος των ανέμων/ τη νύχτα σκοτεινό καράβι πλέεις/ στο χορό του γαλαξία/ γλιστράς στο κύμα επάνω μιας αλληγορίας/ φεύγεις κάτω απ’ τον κάτασπρο ουρανό/ της χαραυγής/ πίνοντας τα λιγοστά σταφύλια σου/ μέσα στο μέτρο και το φως/ Κύθνος της δικαιοσύνης.
Οι λέξεις αρχίζουν να ζουν, να γεννάνε νέες σκέψεις. Οι ιδέες σπαρταράνε όπως τα ψάρια στα δίχτυα, κάτω από το άγγιγμα του ποιητικού ραβδιού της γλώσσας. Όλο το ποίημα είναι μια αλληγορία. Τα ηνία τα παίρνει ο συνειρμός, η λογική του ματιού και οι λέξεις που ακολουθούν… Η επιλογή των «ύστατων» και «μη αναγωγήσιμων» αρχών, όπως ο έρωτας και ο θάνατος να παραμένουν μετέωρα. Δίνουν τα διαπιστευτήρια στην ποίηση, γιατί έχουν τις πηγές τους – σε κάθε ιεραρχική οργάνωση του ανθρώπου. Χαρτογραφούν τις δυνατότητες της ποίησης με ένα ιδιαίτερο ύφος, μέσω της απαράμιλλης ομορφιάς των εικόνων – μέσω της ψυχοποιητικής εμπειρίας του Κώστα Δ. Υφαντή – με τη σύνθεση και τη λειτουργία του, σε μια πληθωρική έκθεση. Ο φόβος του ανθρώπου για τη μοναξιά, η λαχτάρα της γης για το φεγγάρι. Είναι η αγάπη στην αγνή και ανόργανη μορφή της. Φαίνονται τα σύνορα μεταξύ του εγώ και του μη-εγώ. Στα ποιητικά κανάλια της ποίησής του εξακολουθούν να παραμένουν πλεύσιμα στα όνειρα και στ’ άλλα υπόγεια παιχνίδια της γραφής. Η κλαίουσα ιτιά θρηνεί. Η βροντή βρυχάται: «Κρατάει κοχύλια βότσαλα, σφουγγάρια δίχτυα/ φέρνει αγάπες μυστικές και καΐκια αστερίες, σ’ ένα κάμπο με ηλιοτρόπια».
«ΠΥΡΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ»: Μπροστά σου απλώνονται/ οι κήποι των νεκρών λουλουδιών/ και των καμένων δέντρων/ οι καπνοί των πυρπολημένων διακηρύξεων/ κάηκαν οι ελπίδες/ εξανεμίστηκαν οι άνθρωποι/ έσβησε η φωνή τους/ αποτυπώθηκε στο νεκρό έδαφος/ το σχήμα των σωμάτων τους/ η στάχτη της κραυγής τους/ τώρα τις μαύρες νύχτες/ βγαίνει και φωτίζει αχνό/ το πυροφάνι του ματωμένου φεγγαριού/ φυτρώνει ένα λουλούδι στη μαυρίλα.
Οι φθοροποιές δυνάμεις της φύσης ποτέ δεν νικιούνται. Οι τελευταίες αναλαμπές της ευφορίας των συγκινήσεων υποκύπτουν στην ατροφία του σώματος και του χρόνου. Αρχίζουν να φυλλορροούν και να γίνονται χώματα για λίπασμα! Η μνήμη παραμένει ως η ανάμνηση εκεί στο άρωμα του κομμένου χορταριού ή στην στάχτη. Σίγουρα η αλληλεγγύη των ανθρώπων δεν είναι γνωσιολογική, αλλά βιωματική. Αυτά καταγράφονται στο «ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ ΚΥΡΙΑΚΗΣ»: Τώρα κάθεται ωχρός/ στο γερασμένο σπίτι/ ψηλαφώντας τις παλιές αποτυχίες/ τις ταραχές του συναισθήματος/ τις μικρές χαρές και τους μεγάλους φόβους/ τους κερδισμένους ή χαμένους απολογισμούς/ αυτά που ακάλεστα/ φέρνει στο νου η μνήμη/ γιατί κατά ένα τρόπο παράδοξο/ κοιτώντας στα μάτια την αλήθεια/ φτάνει το χάος/ ανοίγουν του Αιόλου οι ασκοί/ οι ασκοί που δυνατά φυσούν/ και φανερώνουν τις κρυφές πληγές/ τις αρχαίες τρικυμίες/ πικρή η αλήθεια τρώει τα σωθικά του/ φύγε φύγε τώρα μνήμη.
Όσο πιο τρομαχτική είναι η εμπειρία τόσο περιπετειώδης φαντάζει, όταν τη φέρνεις στη μνήμη. Μονάχα οι νεκροί θα έπρεπε να εκφέρουν τη γνώμη τους για τον πόλεμο. Γιατί, εκείνοι τον έζησαν μέχρι τέλους. Αλλά η μνήμη όταν ταυτίζεται με τις αισθήσεις και το λόγο του ποιητή, γράφει στην καρδιά μας λόγους. Για την ύπαρξή μας.
Παναγιώτης Καραβασίλης
ποιητής και αναλυτής συστημάτων Πληροφορικής