Βιβλιοκριτική ✽ Δήμος Χλωπτσιούδης

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

 

Απόστολος Παλιεράκης, τριλογία σιωπών, Ποίηση, έργο εξωφύλλου Άννα Παλιεράκη, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Φεβρουάριος 2020, σελ. 32

Η παρουσία του Απόστολου Παλιεράκη στην ελληνική ποίηση αποτελεί την απόδειξη του φαινομένου που αποκαλέσαμε ποίηση της αγανάκτησης . Ποιητές σε ώριμη ηλικία συναντούν ομότεχνους άλλων βιολογικών γενεών, υιοθετώντας κοινές ποιητικές τάσεις και συχνά κοινή προβληματική, διευρύνοντας έτσι την έννοια της γραμματολογικής γενιάς. Ο Παλιεράκης αποτελεί αναπόσπαστο μέλος των ποιητών της αγανάκτησης, καθώς εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα στα μισά της έβδομης δεκαετίας του.

Η νέα συνθετική του τριλογία στοχάζεται πάνω στη στάση των ανθρώπων για όσα προβλήματα τους απειλούν. Με στραμμένη τη ματιά του στον κοινωνικό χώρο θέτει στο επίκεντρο της την προβληματική του για τις συμφορές των ανθρώπων. Με μία γλώσσα μεταξύ λυρισμού και προφορικότητας, συνειρμικότητας και παραλόγου αναδεικνύει τον ρόλο της γλώσσας ως μέσο επικοινωνίας και ενημέρωσης. Στην ουσία ο Παλιεράκης με το ποιητικό του πόνημα αναδεικνύει την ισχύ του εξουσιαστικού λόγου. Η ποιητική του προσπαθεί να αποκαλύψει όσα κρύβονται κάτω από την επιφάνεια, ξεσκεπάζοντας τελικά τον μετανεωτερικό ατομισμό και αδιαφορία. Η πλούσια εικονοποιία του αισθητοποιεί έναν κόσμο γεμάτο πόνο και καταστροφή θρυμματισμένο σε ατομικότητες. Η αδιαφορία γίνεται σιωπή και αποδοχή, επαναφέροντας στον ΚΑ΄ αιώνα τη ρήση του πάστορα Martin Niemöller.

***

Ξανθίππη Ζαχοπούλου, βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας, εκδ. το Ροδακιό, 2020, σελ. 68

 Στον βυθό της γλώσσας

Η νέα ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου υπερασπίζεται μία γλώσσα πειραματική. Ο υπερρεαλισμός προσφέρει το κατάλληλο υπόβαθρο για τέτοιους πειραματισμούς, που τελικά φέρνουν σε σύγκρουση την ποιητική της Ζαχοπούλου με τον λόγο της μαζικής κουλτούρας. Προσπαθεί να βρει τα «όρια» της γλώσσας, να την επανακαθορίσει ως περιγραφική ένταση και να προσπεράσει τι φατική λειτουργία της καθημερινότητας. Η «αυθαιρεσία» δημιουργεί την αίσθηση της υπέρβασης των ορίων της πεζής γλώσσας. Δημιουργεί ένα αλληγορικό σύμπαν παραλλήλων μηνυμάτων ενεργοποιώντας τη φαντασία του ακροατή/αναγνώστη.

Με την επίταξη του υπερρεαλίζοντος πειραματισμού η δημιουργός αντιτάσσεται στη δεσποτεία του ορθού λόγου και την εργαλειοποίηση της γλώσσας με τη συνθηματική λειτουργία που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Προάγει μία αισθητική που συμπλέκει τον πειραματισμό με την εικόνα και τον προβληματισμό. Ο μεταμοντέρνος υπερρεαλισμός δεν επιδιώκει να αποδομήσει το νόημα, αλλά –σε αντίθεση με το μεσοπολεμικό κίνημα– αναζητά να το ανασυνθέσει με τρόπο ευφάνταστο. Το παράλογο συμπλέει με το μήνυμα (εκ των πραγμάτων μία λογική διεργασία) και ο πειραματισμός με την άσκηση ενός δημιουργικού κριτικού λόγου.

Τα μεταμοντέρνα υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά της ποιητικής της γλώσσας ανοικειώνουν το κείμενο. Ο γλωσσικός πειραματισμός της Ζαχοπούλου αφαιρεί την αυτοματοποιημένη αντίληψη για το νόημα και τη λέξη, ακριβώς μέσα από τη φωνητική και λεκτική δομή τους, δημιουργώντας νέες νοητικές δομές. Η λέξη γίνεται αισθητή όχι ως αναπαράσταση του αντικειμένου (σημαινόμενο) αλλά ως μια ειδικού βάρους μορφή με τη δική της σχεδόν αυθύπαρκτη αξία μέσα στον στίχο. Απομακρύνει τις λέξεις από την αυτοματοποιημένη χρήση τους και το συνηθισμένο νόημα, εισάγοντας νέους συνδυασμούς, εξωτερικεύοντας το βίωμα μέσα από ένα συγκινησιακό πρίσμα. Οι τολμηρές λεκτικές συνενώσεις, ισορροπώντας μεταξύ εικονοπλασίας και αλληγορίας, διανθίζουν με διπλά νοήματα τον στίχο.

Η Ζαχοπούλου αφήνει ένα ανοιχτό στην αναγνωστική πρόσληψη κείμενο. Ο μεταφορικός λόγος στη σύζευξή του με το άλογο καθιστά τον ακροατή ενεργητικό δεκτή, ταξιδεύοντας τον σε ένα παζλ εικόνων. Η κατασκευή των εικόνων υπηρετεί τη σύνθεση του υπαρξιακού (κυρίως) προβληματισμού της. Το λυρικό βάθος των εικόνων αποτελεί τη βάση και τη λογική/νοηματική παρέκκλιση της σύνθεσης. Οι τολμηρές μεταφορές και αλληγορίες ενίοτε αυτονομούνται σε βάρος του προβληματισμού. Οι υπερρεαλιστικές γλωσσικές επιλογές αποτελούν μία μετεξέλιξη της ποιητικής σε αισθητικό επίπεδο. Ο στίχος σφυρηλατείται στο αμόνι του πειραματισμού με υλικά τη φαντασία και το όνειρο. Έτσι αναδύεται μία γλώσσα που συγκρούεται με την πεζότητα απελευθερώνοντας τελικά τη γραφή.

Η ποίηση όμως είναι μία δραστηριότητα συλλογική. Έχουμε ανάγκη να επιστρέψει η ποίηση στο κοινόν, από όπου ξεκίνησε. Η ποιητική της Ζαχοπούλου προτείνοντας μία υπερρεαλίζουσα γλωσσική αισθητική, θέτει τις βάσεις για κάτι τέτοιο. Αναζητά ακόμη τον δρόμο που θα προάγει τον γόνιμο προβληματισμό για τα πάθη της κοινότητας, το εφήμερο και το απρόβλεπτο του ανθρώπινου βίου. Και η μόνη λύση βρίσκεται στην καλλιέργεια της γλώσσας και τον πειραματισμό. Η ποιήτρια θα μας γοητεύσει στο μέλλον, όχι μόνο με τον υπερρεαλίζοντα λυρισμό της, αλλά με πιο ολοκληρωμένες προτάσεις, όπως ορισμένες αξιόλογες συνθέσεις αυτής της συλλογής (βροχή φεγγαριών, κυματιστά, δραπέτευση, φύλλα αγριοκέρασο σου, μάσκα ευτυχία, με αφορμή το υπόγειο, πόλεις, ναυάγια στο Αιγαίο και στο δωμάτιό μου).

Δήμος Χλωπτσιούδης