Στο Μουγγοχώρι της Βάσως Καλαντίδου αναπτύσσεται μια ιδέα πρωτότυπη. Πρόκειται για ένα χωριό στο οποίο οι κάτοικοι δεν μιλούν. Όχι γιατί είναι μουγγοί, αλλά γιατί δεν θέλουν να μιλήσουν. Ο κεντρικός αφηγητής διηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία και ο αναγνώστης ιντριγκάρεται από την αρχή. Γιατί εγκαταστάθηκε ο ήρωας στο μουγγοχώρι; γιατί οι άνθρωποι εκεί είναι αλλιώτικοι; ποια είναι τα μυστικά τους; και πώς είναι να ζει κανείς στη σιωπή.
Η οργάνωση της αφήγησης είναι ευρηματική και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ το τέλος, παρόλους τους φόβους καθώς πλησιάζει, δεν προδίδει τις αναγνωστικές προσδοκίες.
Η νουβέλα αυτή είναι το δεύτερο βιβλίο της Καλαντίδου, μετά την πρώτη ενδιαφέρουσα εμφάνιση της με τη συλλογή διηγημάτων Στην πέτρα χαραγμένα, ενύπνιο, 2019. Εδώ, υπάρχει ένας κεντρικός ήρωας καθώς και ένα κεντρικό θέμα – ερώτημα που διατρέχει όλο το έργο. “Γιατί εγκαταστάθηκε ο ήρωας στο Μουγγοχώρι”. Γύρω από αυτό το ερώτημα όμως όπως και γύρω από τον πρωταγωνιστή πλέκεται ένα δίκτυο από δευτερεύοντες ήρωες και άλλα ερωτήματα που τους αφορούν. Όλα αυτά, ήρωες και ερωτήματα, στοχεύουν σε ένα βαθύτερο, γενικότερο προβληματισμό, που είναι, όπως μου φαίνεται, και το διακύβευμα του βιβλίου της Καλλαντίδου.
Η συγγραφέας στήνοντας το ασυνήθιστο σκηνικό της – αμίλητους ήρωες σε ένα ελληνικό χωριό που αγναντεύει τη θάλασσα – χώνει το συγγραφικό της νυστέρι στα σπλάχνα των ανθρώπινων κανόνων συμβίωσης. Πάνω στο τραπέζι της, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, στο μπαλκόνι με τη θαυμάσια θέα, απλώνονται οι προς εξέταση ζωές. Ο παπάς, η Μαίη, ο γιατρός, δυο ακόμη γέροι που κάτι κρύβουν, ο αφηγητής και ο αρχιτέκτονας σε ρόλο βοηθού, προσφέρονται για εξέταση και μελέτη. Με τις εκμυστηρεύσεις, τα τσίπουρα, τις συναντήσεις, τα τραπέζια, τις γιορτές, τις αρρώστιες, ο αναγνώστης σιγά-σιγά θα μάθει τα μυστικά των κατοίκων. Καθώς όμως θα αποκαλύπτονται σελίδα σελίδα οι βυθισμένες στη σιωπή βασανισμένες ψυχές τους, θα αντιλαμβάνεται ότι η συγγραφέας τον παρασύρει στον φιλοσοφικο-κοινωνικό προβληματισμό της: Ποια είναι η πραγματική ταυτότητα ενός ανθρώπου; Αυτή που δηλώνει στην αστυνομία, αυτή που δείχνει στους άλλους ή αυτή που αποφασίζει να υιοθετήσει ο ίδιος; Έχουν ισχύ οι κανόνες της ηθικής πέρα από τον χώρο και τον χρόνο που αυτοί ορίζονται ή μπορούμε να μιλάμε για μια γεωγραφική διάσταση της ηθικής; Και η σιωπή, πόσο δικαίωμά μας είναι η σιωπή;
Τέτοια και άλλα ερωτήματα τίθενται κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Όσο για τον κίνδυνο της υπερανάλυσης και της θεωρητικολογίας που ελλοχεύει, ελέγχεται με διάφορους τρόπους από την συγγραφέα. Χρησιμοποιεί για παράδειγμα σασπένς και πραγματολογικές αναφορές, ενώ αξιοποιεί αρκετά στοιχεία από τη σύγχρονη πραγματικότητα, αποφεύγοντας την αοριστία.
Το Μουγγοχώρι ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων, που μπορούν να προκαλέσουν την αναγνωστική ανταπόκριση. Ακόμη κι αν όλος ο προβληματισμός που αναπτύσσεται στις σελίδες του δεν αγγίξει τον αναγνώστη, όμως η αρχική ιδέα προξενεί ρωγμή στη σκέψη. Γιατί, όλοι μας κάποια στιγμή λαχταρούμε ένα μέρος να μην ακούμε παρά μόνο τον αέρα και τα πουλιά. Να είμαστε μακριά από όσα εξωτερικά μας ζορίζουν. Να μην υπάρχουν οι φωνές των Άλλων, που μας σχολιάζουν, μας κρίνουν, μας δικάζουν. Να είμαστε μόνο εμείς με τον εαυτό μας μέσα στην ανθρώπινη σιωπή μέχρι να βρούμε, αν βρούμε ποτέ, τη γαλήνη και τη λύτρωση.
Ελένη Γούλα