Είχε κόσμο την ώρα που μπήκε. Πήρε καρότσι, πασαλείφτηκε με αντισηπτικό, μάσκα είχε βάλει από το αυτοκίνητο. Προχώρησε κατευθείαν στις ντομάτες, μισό κιλό πήρε, μα δεν ντρέπονται να το λένε ντομάτα αυτό το ξεπλυμένο κι άγευστο λάστιχο, σκέφτηκε, πήγε μετά στα γάλατα, προτίμησε σήμερα άλλη μάρκα, είκοσι λεπτά έκπτωση, κι οι αγελάδες στη συσκευασία λες και χαμογελούσαν περισσότερο, που σιγά να μη χαμογελούσαν, σχολίασε από μέσα του, με τόσο αντιβιοτικό που τις ποτίζουν. ‘Εφτασε στον διάδρομο με τα ρύζια, η τζαζ τού έσπαγε τα νεύρα, και κυρίως τον εξόργιζαν αυτές οι δεκάδες μάσκες, που έπαιρνε όρκο ότι τους έκαναν όλους να φαίνονται αλλόθρησκοι, μα σε τι χώρα ζούσε επιτέλους, αναρωτήθηκε, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, τους ατρόμητους προγόνους τούς είχαν διαδεχθεί τώρα αυτά τα ανθρωπάκια, που δεν πίστευαν πια σε τίποτα, που και τον αέρα ακόμη φοβόντουσαν, σε λίγο μπορεί, ποιος ξέρει, κι ολόσωμες κουκούλες να φορούσαν, πάνω απ’ όλα η πάρτη τους. Και ήταν σίγουρος, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το πώς θα δείχνουν πιο νέοι στο ίντερνετ, τ’ άλλα τα ‘χαν βάλει στον αυτόματο, γαία πυρί μιχθήτω. Ήθελε να τους φτύσει όλους.
Πήγε μετά στα τυριά, δώδεκα λεπτά περίμενε, για μισό κιλό ασβέστη, αλλά έχε χάρη που δεν του περίσσευε το καύσιμο, πέντε μισθούς πίσω ήταν, σεκιουριτάς σού λέει μετά, έπρεπε ν’ αφήσει τις αποθήκες αφύλακτες, σκέφτηκε, και βλέπαμε μετά τι θα γινόταν. Πήγε μετά σ’ ένα ταμείο που άδειασε, το τελευταίο δεξιά. Άρχισε να βάζει τα πράγματα στον ιμάντα, η ταμίας ούτε που νοιάστηκε, μόνο καλησπέρα του είπε, χωρίς ενδιαφέρον κανένα, αλλά αυτό το ρω κάπως του χτύπησε, δεν ήταν ρω ελληνικό αυτό, δεν είχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, μα πώς την είχαν προσλάβει αυτή, αφήνοντας άνεργες τις δικές μας; Να πάει στην πατρίδα της τής είπε, να τους κολλήσει όλους, ν’ αρρωστήσουν, τη στιγμή που της πίεσε στο πρόσωπο τη μάσκα. Οι επόμενοι πελάτες τον κοιτούσαν. Εννιά παρά πέντε είχε πάει. Το σούπερ μάρκετ σε λίγο θα έκλεινε.