Μη μιλήσεις σαν σου πουν για την ασχήμια,
Δώσε εσύ σχήμα,
Στις λέξεις που δεν έχουν
Καλύτερα να κοιμηθείς ακάλεστος στον κήπο του βασιλιά
Τα πρωινά τα λείρια* του (*κρίνα)
θα σε σιωπήσουν με το
δάχτυλο στο στόμα των ρούχων τους
Ο ουρανός οργώνεται με
δίτροχα που σέρνουν τα
φώτα του γαλακτερού προβολέα
Ο νυχτερινός επισκέπτης πρέπει να κινηθεί
απόψε σε μιαν ασίγαστα ολομερή, ακούσια ομολογία
πως όλα είναι μάταια
Σιμά τα παλάτια των κρίνων κλειστά
Γιατί τα συναγωνίζεται η αγνότητά σου
Το δώρο της Παρασκευής το πήρε μια άλλη μέρα
που πεινούσε περισσότερο
είναι ιδρώτας η ζωή αφαιρετέος
από τον τροχοφόρο χρόνο
Ιδρώτας που έγινε χρυσό
ψηφίο στη γραφή σου
Με μήνυμα στις
κάμαρες
όπου τα πόδια σέρνονται
Από την ανία των καθησυχαστών
Κάθε βλαστός μένει
όπως μεγαλώνει
Στο περιθώριο
παρτέρια ολάκερα
περιμένουν
Να τα ονοματίσεις
Ανίκ πιστή μου φίλη
Ξέφυγες από την
Γραμματική Τέχνη
κι έμεινες ίνα, κλωστούλα ικανή…
Και η παρουσία της ευφυίας
της φύσης
Σε ζυγώνει με την
οικειότητα φίλου που γνωρίζει τις ανάγκες
της Ζήσης
(Μικρές Συλλογές
ποιήματα του έρωτα
Έρμα Βασιλείου)