(συνοπτικό δοκίμιο για την έννοια της Έλλειψης – κριτικά σχόλια στο ποιητικό έργο των: Κων/νου Πρωτόπαπα, Άννας Ε. Πετράκη, Αλέξανδρου Τιχομίρ, Αντρέα Τιμοθέου)
Έλλειψη, απουσία, κενό. Ένας χώρος που χάσκει χωρίς τίποτα να τον γεμίζει. Πεδίο ασώματο, μια ανυπαρξία μέσα στην ύπαρξη. Πρόσωπα και πράγματα που λείπουν, αδυνατούν να σαρκώσουν το είναι τους. Βρίσκονται για να είναι χαμένα, βιώνονται για ν’ αναζητηθούν. Η έλλειψη είναι μια συνειδητή περιδιάβαση σε όλα εκείνα που μας στοιχειοθετούν από απόσταση. Η σκέψη μας πάνω σ’ αυτά καταδεικνύει τη συνειδητοποίηση του λειψού εαυτού μας διαχρονικά.
Ωριμάζουμε με την έλλειψη, αποκτούμε γόνιμες επιθυμίες πραγμάτωσης οι οποίες τοποθετούνται στην ψυχή μας ως φάροι πλεύσης προς. Δεν θα υπήρχε άλλωστε κανένα ταξίδι αναζήτησης αν δεν είχε προηγηθεί η συνειδητοποίηση της έλλειψης. «Μου λείπεις» γιατί έχω επίγνωση αυτού που κομματιάζει την απόσταση μεταξύ μας, λυτρωτική απόσταση που προσφέρεται για να κατανοήσουμε τις ελλιπείς εκδοχές της ζωής και της δράσης μας.
Βέβαια χάνεται κάτι όταν πρώτα αποκτιέται. Αυτή η αυτοαναίρεση είναι κυρίως που «πονά» και μας κινητοποιεί στην εξεύρεση του εκλιπόντος. Η συνθήκη της συνειδητοποίησης της έλλειψης, προλογίζει ότι κάτι υπήρχε από πριν το οποίο τώρα για κάποια αιτία δεν είναι ορατό, απτό. Λείπει. Έχει αποδιωχτεί. Αδυνατεί να εξευρεθεί. Ή κρύβεται καλά και είναι υπεράνω της υποψίας μας. Η μνήμη είναι σύμμαχος μόνο για να μας καταβυθίσει κι άλλο στην απελπισία του ατελούς εαυτού μας.
Προκύπτει άραγε αισθητική ομορφιά απ’ ό,τι είναι χαμένο; Επενεργεί προσθετικά αυτή η αφαίρεση απ’ το βίωμα; Στο κενό που σχηματίζεται, οραματιζόμαστε αυτό που δεν φτάνουμε. Το μυαλό μας συμπληρώνει εξιδανικεύοντας τα υποκείμενα και τα αντικείμενα της ανάγκης μας. Η τέχνη παίρνει τη σκυτάλη και υποβοηθά τον νου μας ποικιλοτρόπως, κυρίως να μην ξεχάσουμε, κυρίως να επιμείνουμε σ’ αυτά που μας λείπουν. Η λογοτεχνία και δη η ποίηση με τη θεματική και μορφική της ευελιξία στέκεται αρωγός στην πλήρωση των εκφραστικών μας κενών.
Σημειωτέον, η «έλλειψη» προέρχεται από το ρήμα «λείπω» και την πρόθεση «εν-». Η σημασία της περιλαμβάνει έννοιες όπως «αφήνω εντός», «απέχω», «αστοχώ», «μένω μόνος». Το «ελάττωμα» και το «έλλειμα» ως παράγωγες λέξεις περιγράφουν τη συνθήκη της δυσλειτουργίας, της απερήμωσης, της χρείας για κάτι που μη έχοντάς το, μας κάνει υποδεέστερους, αμελείς, να υπολειπόμαστε από ένα σύνολο εντελές, ολοκληρωμένο.
Ιδιαιτέρως στις διαπροσωπικές μας σχέσεις έχουμε την πεποίθηση πως το «έτερον ήμισυ», με την ενέργεια της ύλης και του πνεύματός του θα λειάνει τις αδειανές γωνίες των αδιερεύνητων εσοχών μας. Η αντίληψη αυτή προδιαθέτει την έλλογη διαδικασία καταγραφής μέσω της ποίησης όλων αυτών που μας «αφήνουν εντός», που μας «εν- καταλείπουν» από την αρχική επιθυμία μας – να ενωθούμε ψυχή τε και σώματι με τον άλλο – . Είναι επομένως φυσιολογικό να γράφουμε για όλα και όλους εκείνους που δεν είναι εδώ, που παραλείπονται. Με κάποιο τρόπο κοιτώντας μέσα στην ετερότητα, αντηχεί η δική μας ατελής ύπαρξη ως αντικαθρέφτισμα των ανεκπλήρωτων επιθυμιών μας. Γεμίζουν τα ενδότερά μας από την γραπτή σχηματοποίηση της απουσίας. Εμπνεόμαστε κάποτε και γράφουμε για την έλλειψη μέσα μας και γύρω μας.
Στην ποιητική συλλογή Η απορία του Τσιν του Κων/νου Πρωτόπαπα, εκδ. Σμίλη 2019, ο Τσιν, ένα κατασκευασμένο υποκείμενο διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή τόσο με την παρουσία όσο και με την απουσία του. Είναι ένα φανταστικό πρόσωπο στο οποίο ο ποιητής λογοδοτεί ως προς τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Πολλές φορές, σχεδόν πάντα, ο Τσιν είναι εκείνη η προέκταση του εαυτού του ποιητή ο οποίος επωμίζεται τη δράση της αφηγηματικής πλοκής των ποιημάτων. Η έλλειψη του ερωτικού προσώπου για τον ποιητή, γίνεται το έναυσμα ενός εσωτερικού μονολόγου με το «alter ego» του, τον Τσιν, ένα εφεύρημα που επικοινωνιακά αυτονομείται από τον ίδιο του τον δημιουργό και αποκτά συνείδηση. συνήθειες και επιθυμίες εφάμιλλές με εκείνες του ποιητή. Στη σελ. 9 διαβάζουμε πως «Ο Τσιν ήθελε να πιεί μαζί της./ Μου το είπε ένα βράδυ που ήταν/ σίγουρος γι’ αυτό./ Το είπε και σε αυτή που το χαμόγελο δεν/ μπορεί να ξεχάσει εύκολα/ τον έγραψε./ Τώρα που είναι μακριά τη σκέφτεται πιο/ συχνά,/ μου είπε σε μια στιγμή σπάνιας/ ειλικρίνειας./ Το είπε και σε αυτήν./ Έμμεσα./ Δεν άλλαξε κάτι,/ άμεσα.» Πιο κάτω, στη σελίδα 14, «ο Τσιν κατάλαβε/ ότι, όταν η απώλεια/ χάνει κάτι από τον/ εαυτό της,/ γίνεται αδιαφορία.» Η έλλειψη εκείνης επανέρχεται ως βίωμα καταβαράθρωσης που αγγίζει το όριο της εγκατάλειψης «άμεσα». Επιπλέον η απόσταση καλλιεργεί περαιτέρω τη συνειδητοποίηση της έλλειψης «τώρα που είναι μακριά» εκείνη, το πρόσωπο δράσης του ποιήματος, ο Τσιν, «τη σκέφτεται πιο συχνά». Η «απώλεια» επομένως για τον ποιητή όταν παγιωθεί ως μόνιμη ιδιότητα ενός ανθρώπου που λείπει από τη ζωή του μπορεί να μεταστραφεί σε «αδιαφορία». Πιο κάτω «(Ο Τσιν είπε πως)/ Βρίζοντας εσένα/ Σε μια κόλλα χαρτί/ Το όνομά σου/ Γίνεται πλουσιότερο». Σε αυτό το λιτό πεντάστιχο στη σελίδα 63, ο θυμός ως αποτέλεσμα της έλλειψης μπορεί να λειτουργήσει τρόπον τινά δημιουργικά για τον ποιητή. Ο φανταστικός Τσιν μιλάει μαζί του και του υποδεικνύει πως «σε μια κόλλα χαρτί» μπορεί να προβάλλει τη ματαίωση που αισθάνεται λόγω της απουσίας. Το αποτέλεσμα από αυτή την ψυχικά καθαρκτική διαδικασία θα είναι ότι «το όνομα» του προσώπου που απουσιάζει θα γίνει «πλουσιότερο». Ιδιαιτέρως, αν στοχαστούμε πως το όνομα του καθένα αντιπροσωπεύει ηχητικά την υπόστασή του, είναι ένας προσωπικός ηχητικός κώδικας που ξεκλειδώνει την καρδιά μας όταν τον ακούμε, τότε και ο ποιητής συνειδητοποιεί πως ακόμα και μια αναφορά μίσους προς το όνομά εκείνης που λείπει, «βρίζοντάς» την, την ξαναζωντανεύει μπροστά του, κόντρα στην έλλειψή της. Είναι κι αυτό μια κάποια πλήρωση του δημιουργημένου κενού.
Σ’ αυτό το σημείο διαπιστώνουμε πως πολλές φορές η πραγματική έλλειψη συναρτάται με την πραγματική ανάγκη. Η επίπλαστη έλλειψη, η νομιζόμενη ως πραγματική, κι αυτή με κάποιο τρόπο δημιουργεί την ιδέα της ανάγκης, του απαραίτητου. Πώς όμως μπορούμε να διακρίνουμε το πραγματικό από το μη πραγματικό; Πώς να πείσουμε τον εαυτό μας ότι μας έχει αφαιρεθεί κάτι που έχουμε εφεύρει εμείς οι ίδιοι κόντρα σε μια βίαιη αποσκίρτηση του αληθινού; Ποιος μπορεί να διακρίνει τη διαφορά όταν το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση είναι το ίδιο, ένα αίσθημα ήττας, συρρίκνωσης του εαυτού;
Ο χρόνος μπορεί να λειτουργήσει ως δείκτης αλήθειας και να καταδείξει την πραγματική ανεπάρκεια από την ψεύτικη. Στην ποιητική συλλογή Το φίλημα των λυγμών της Άννας Ε. Πετράκη, εκδ. Κάκτος 2019, στο ποίημα «Ακήρυχτος πόλεμος» ο χρόνος «…Αυθαίρετος/ Εκκρεμές με τεράστιο φάσμα αιώρησης/ η πανούργα κλεψύδρα με τερατώδη τη μέση/ παίρνει τη μορφή αυτών που αγαπάμε/ και ύστερα τους ξεριζώνει/ Ασώματο σχήμα απομένει στη χούφτα αγκάθι». Αυτός ο μηχανισμός που διυλίζει τις αναμνήσεις μας, ο χρόνος ως κλεψύδρα, είναι «τερατώδης» για την ποιήτρια καθώς «ξεριζώνει» τα πρόσωπα και τις στιγμές τους από τη ζωή μας, αφήνοντας πίσω ένα «αγκάθι», ένα άβολο σχήμα στην παλάμη που μας πονά. Παρακάτω, στο ποίημα «Ορόσημα», σελ. 12, η ποιήτρια γράφει «Τετραψήφιο ορόσημο έλευσης/ τετραψήφιο ορόσημο λήξης/ κι ανάμεσά τους μια μικρούλα παύλα/ Αυτή την ανάμεσα παύλα μονάχα/ ζήσαμε». Η συνειδητοποίηση των χρονολογιών ως ορίων «έλευσης» και «λήξης» της ζωής, κινητοποιούν την ποιήτρια σε μια αποσαφήνιση των ορίων του βιωμένου, είμαστε το «ανάμεσα» σε ό, τι έχουμε ζήσει. Η έλλειψη μας, μας συμπεριλαμβάνει στο πριν και στο μετά της ανυπαρξίας, λείπουμε κι εμείς όπως λείπουν όλοι και όλα γύρω μας εκτός της «παύλας», της έμψυχης δήλωσης της υπόστασής μας. Το σημείο στίξης για την ποιήτρια δεν είναι αρκετό, είναι «μικρό», η επάρκεια της υπόστασής μας κλονίζεται από το αμυδρό του γνωρίσματός της τη στιγμή που το συνειδητοποιούμε.
Από την άλλη, κάποιες φορές το να λείπουμε είναι η πιο ηχηρή μας παρουσία. Η άρτια παρακαταθήκη της πληρότητας του εαυτού μας και των άλλων είναι στα μάτια που δεν θα κοιτάξουμε, στα χέρια που δεν θα χαϊδέψουμε. Ο Αλέξανδρος Τιχομίρ στην ποιητική του συλλογή Νάθαν (ένα ταξίδι στο εσωτερικό τοπίο ενός θεού), εκδ. Βακχικόν 2019, γράφει στο «Κεφάλαιο Β’» πως «… Όταν σπάσει το χέρι μου, θα το φυτέψω για σένα. Να ένα χέρι, θα λέω, που αγαπήθηκε. Όταν το μάτι μου ραγίσει, θα το βγάλω, θα το ξεφλουδίσω σαν αυγό/ και θα φυτέψω τα κομμάτια του. Να μια βλεφαριδιά θα πω! Έχεις δει βλεφαριδιά ποτέ σου;» Η εσκεμμένη κατάτμηση του εαυτού στα μέρη του, «το χέρι», «το μάτι» συμβολοποιούν μια προοδευτική διάλυση του ποιητικού υποκειμένου η οποία προέκυψε από την έλλειψη του άλλου. Το «σακάτεμα» αυτό οιονεί πλαισιώνει την επιθυμία του ποιητή για διαρκή διάλογο με το υποκείμενο προς αναζήτηση, που για χάρη του δημιουργήθηκε μια «βλεφαριδιά», ένα φανταστικό φυτό που πανοπτικά ελέγχει την αγάπη του ποιητή για ό,τι και όποιον απουσιάζει. Ακολούθως, στη σελίδα 22 της συλλογής, διαβάζουμε στο «Κεφάλαιο Ζ’» «… οι λέξεις έχασαν την αρχική τους σημασία, λέμε ψωμί και δεν το γευόμαστε/ ούτε αναρωτηθήκαμε για το πατρώνυμο των αστεριών/ παρά για την εξέλιξή τους». Ο ποιητής εδώ σχολιάζει την σημασιολογική αποξένωση των λέξεων της καθημερινότητας, η «αρχική σημασία» των εννοιών απουσιάζει από την επικοινωνία των ανθρώπων. Λείπει η συνθήκη του βιώματος, της «γεύσης» σε όλα εκείνα που επιδερμικά μεταχειριζόμαστε και δεν έχουμε την ευκαιρία να τα νοηματοδοτήσουμε με ουσία. Τα «αστέρια» ως φάροι συνείδησης αδυνατούν ν’ ανακαλυφθούν και παραμένουν ένα αντικείμενο μελέτης μονάχα εξελικτικό, απουσιάζει η γνώση της πρωταρχικής τους αιτίας από τον άνθρωπο.
Τα ανθρώπινα κρατούν άλλωστε κάτι μονίμως ανεκπλήρωτο. Ό, τι κι αν επιχειρηθεί, όποιος κάματος κι αν καταβληθεί, ο φθόνος της ανέγγιχτης αφθονίας θα ελλοχεύει στην ψυχή μας. Η ένδεια απ’ όλα εκείνα που μας λείπουν στον υλικό και άυλο κόσμο θα ορθώνει ένα ανάστημα ανυπέρβλητο που θα μας κάνει προοδευτικά να α- πορούμε αβοήθητοι και μισεροί.
Ο Αντρέας Τιμοθέου στην ποιητική του συλλογή Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ, εκδ. Παράκεντρο 2019 διερευνά τέτοιου είδους απουσίες. Πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα με τίτλο: «Αποκαθήλωση» σελ. 85 αναφέρει πως «Απλώνω στον χρόνο καλοσιδερωμένα πουκάμισα,/ η μόνη μαρτυρία μέριμνας…/ Εσύ που δεν άδειασες ποτέ ένα ερμάρι ξένο/ δεν ξέρεις πώς μυρίζει η απουσία.» Το β’ ενικό πρόσωπο καταδεικνύει μια διάθεση του ποιητή ν’ ανοίξει διάλογο διερευνητικό γύρω από τις έννοιες του «χρόνου», της «μέριμνας» και του «άδειου». Το «καλοσιδερωμένο πουκάμισο» έρχεται σε αντιπαραβολή με το «ξένο ερμάρι» το οποίο «μυρίζει» από «απουσία». Ο ποιητής δηλώνει στον πρώτο στίχο με α’ ενικό ρηματικό πρόσωπο πως «απλώνει» στο χρόνο με φροντίδα όλα εκείνα που περιβάλλουν τον εαυτό του και συμβολίζονται από τα «πουκάμισα». Αντιθέτως, «εσύ που δεν άδειασες», που δεν μπήκες ποτέ στη διαδικασία της έλλογης αφαίρεσης από το «ξένο», το αλλότριο, το διαφορετικό, δεν αντιλαμβάνεσαι την οσμή, τη γνώριμη αίσθηση της έλλειψης. Με την οσφρητική αυτή εικόνα αισθητοποιείται περαιτέρω το βίωμα της απουσίας από τον ποιητή και επιτείνει κι άλλο την προσωπική του αποξένωση από τον περίγυρο που «δεν ξέρει», δεν μπορεί να μπει στη θέση του ίδιου για να μοιραστεί την σπαραξικάρδια έλλειψη. Αλλού, στη σελ. 118, στο ποίημα με τίτλο «Της Λευκωσίας», ο ποιητής γράφει «Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη./ Μία νεκρή ζώνη/ ζώνει την πόλη/ χρόνια τώρα./ Της σφίγγει τους πνεύμονες,/ της παραλύει τη σκέψη./ Μηδενίζει τον χρόνο γύρω της,/ ενώ παράλληλα μια «φυσική» εξέλιξη απλώνεται./ Την περπατούν και γράφουν λέξεις,/ τις ταξιδεύουν στον τόπο τους/ βρίσκουν στα απομεινάρια της ζωής της/ τουριστικό ενδιαφέρον./ Στη Λευκωσία επιβλήθηκε μια σιαμαία αδελφή,/ της τρώει το σώμα και τη μνήμη σε δόσεις./ Εμείς ανήμποροι, συνταγογραφούμε δείπνα διπλωματικά,/ ενίοτε και μερικά ποιήματα./ Περπατώ, Περπατώ μες στην πόλη,/ ο λύκος ξέρει πού θα με βρει…» Λείπει ένα κομμάτι βαθύ από την ιστορική μνήμη της πόλης, το «τρώει» η «σιαμαία αδερφή» της, τα κατεχόμενα. Ο ποιητής μ’ αυτό τον τρόπο καταδεικνύει την πρόσφατη ιστορία της διχοτόμησης της Κύπρου. Η πρωτεύουσά της, μέχρι σήμερα κομματιασμένη στη μέση, λειτουργεί για τον ποιητή ως το εφαλτήριο της αναμόχλευσης του ενιαίου παρελθόντος της Λευκωσίας έναντι ενός παρόντος λειψού όπου ο «λύκος» κατατρώει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου – ο «λύκος» εδώ εκτός του καταπατητή θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμβολίζει τον κάθε επισκέπτη ο οποίος αγνοεί την ιστορία της Μεγαλονήσου και ως τουρίστας, προσπερνά τον πόνο και τον ανθρώπινο σπαραγμό του κυπριακού λαού. Επίσης, ως «λύκο» θα μπορούσαμε να εννοήσουμε όλες εκείνες τις ζοφερές σκέψεις του ποιητή για το μέλλον της πόλης, το οποίο μοιάζει ατελές και ανολοκλήρωτο όπως και η ίδια μετά την εισβολή -.
Άνθρωποι, σημεία στίξεις, πόλεις. Όλα κάποτε θα έρθει η ώρα να τ’ αποχωριστούμε. Είτε με την θέλησή μας είτε όχι, η έλλειψη που θα προκύψει από αυτή την αποκοπή θα μας «ταρακουνήσει» συναισθηματικά και θα μεταστρέψει τους εαυτούς μας μια για πάντα. Όσο κι αν προσπαθούμε να συγκροτήσουμε ενιαίες προσωπικότητες, χωρίς ψεγάδια και κενά, οι εμπειρίες της ζωής και η κοινωνική αλληλεπίδραση θα μας θυμίζει κάτι αληθινό και αναπόδραστο: ότι κάτι μονίμως και εμφατικά θα λείπει. Αλλιώς δεν θα είχε σημασία εξ αρχής η οποιαδήποτε προσπάθειά μας να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Αν τίποτα δεν έλειπε, κανείς δεν απουσίαζε, τότε ποτέ δεν θα γινόμασταν αυτό που είμαστε σήμερα και χαρτογραφείται κυρίως από τις αποστάσεις που διανύουμε για να έρθουμε εγγύτερα σ’ όλα αυτά που υστερούνται. Η ικανοποίηση που κερδίζουμε όταν κάτι ολοκληρώνεται, όταν αποκτιέται, επενεργεί πολλαπλασιαστικά στο αρχικό βίωμα της απουσίας και θεριεύει παραπάνω την ανάγκη μας για πλήρωση κι άλλων, καινούργιων κενών.
Καταλήγω πως οι ελλείψεις μας δεν έχουν τέλος. Η ζωή μας ίσως να ελπίζουμε μ’ αυτόν τον τρόπο πως δεν θα τελειώσει. Η διαρκής εκπλήρωση των αναγκών μας ίσως να είναι τοιουτοτρόπως μια άνιση μάχη που δίνουμε με την ανυπαρξία μας. Η οποία είναι καθολική, επικείμενη και ολοκληρωτική για όλα τα έμβια όντα. Ο θάνατος ως έλλειψη βεβαιώνει την αρχική μας πρόθεση για ζωή. Επιπλέον, η διαρκής μέριμνα που προβάλλουμε για την καταπολέμηση των ελλείψεών μας, καταδεικνύει την αυτάρκεια ενός υπάρχειν που προμηνύεται ενσυνείδητα προς πραγμάτωση.
Συμπερασματικά, ολοκληρώνουμε τους εαυτούς μας μόνο μέσα από την επίγνωση των ελλείψεών μας. Σ’ εκείνο το «αφήνω εντός», εναποθέτουμε τη νοηματοδότηση της υπόστασής μας. Η διάρκεια σ’ αυτό που είμαστε αναγνωρίζεται μόνο μέσα από τα αλλότρια χαρακτηριστικά που αναζητούμε. Μας ανατροφοδοτεί, μας θρέφει η απουσία τους, μας προκαλεί διαρκώς να επιβεβαιώνουμε τον αγώνα μας για την απόκτησή τους, αρκούμαστε ν’ αγωνιζόμαστε για ένα μέλλον πλήρες. Η αείμνηστη Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ το είχε πει άλλωστε «…Ό,τι μου λείπει με διδάσκει/ ό,τι μου ‘χει απομείνει/ μ’ αποπροσανατολίζει/ γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν/ σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον…/ Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν/ έγινε φίλη καλή/ μαζί γευόμαστε τη/ μελαγχολία του Χρόνου./ Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο/ στέρησέ με κι άλλο/ για να επιζήσω.»
Πηνελόπη Ζαρδούκα
ποιήτρια & φιλόλογος