Φαντάσου ένα εκατομμύριο γυναικόπαιδα να φωνάζουν: δικαιοσύνη
Ή ένα εκατομμύριο άστρα να ψάχνουν άπιστα δάχτυλα
Ή μια χρυσοκίτρινη κοίτη που τελειώνει μέσα μου
Έφτασα
Να μου δώσεις λίγα χτυποκάρδια που δεν έγιναν έφηβοι
Τώρα το καλοκαίρι μού τα ζητιανεύει μια δροσούλα του Ιλισού
Επίσης κι ένα δέντρο που έχασε την καρποφορία του
Δ.Π. Παπαδίτσας
Το ξέρω πως είναι απρόσφοροι οι μεγάλοι τίτλοι, ιδίως αν αναφέρονται σε ποιήματα που ούτως ή άλλως δεν έχουν ζήτηση, ακόμη και στις δύσκολες ώρες. (Κι ας επιμένει ο Ελύτης: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί/ όπου και να θολεύει ο νους σας/ μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό/ και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»).
Όμως όταν πρόκειται για στίχους του Παπαδίτσα που επικαλείται, σε μια από τις σπάνιες κριτικές του ο Μιχάλης Κατσαρός (εφ. Δημοκρατικός τύπος 7.1.1951), όπως μας θύμισε στο Πλανόδιον ο Γ. Ζεβελάκης, τότε αναγκαστικά παραβλέπονται οι κανόνες δημοσιογραφίας. Που όντως δε σηκώνουν και πολύ ποίηση. Ούτε και σφαίρες, κατακαλόκαιρο. Ας αφήσουμε λοιπόν για το φθινόπωρο την επανάσταση. Και την ολοκλήρωση των περικοπών: από τον Λομβέρδο στο στόμα του λυκου-ρέντζου και στα Λυκου-ράντζα. (Όχι του Φαρ Ουέστ, αλλά του συστήματος υγείας. Γιατί δεν ξέρω το κόστος μιας σφαίρας αλλά σαφώς είναι μικρότερο της συντήρησης ενός αξονικού τομογράφου.
Τον κεντρικό σχεδιασμό θα συμπληρώσουν στελέχη της ελληνικής τρόικα που δεν κατάφεραν να κοσμήσουν με την παρουσία τους το ελληνικό κοινοβούλιο, και δε χώρεσαν στις νέες διοικήσεις οργανισμών («Άτιμη κοινωνία άλλους τους ανεβάζεις, κι άλλους τους κατεβάζεις»). Όλοι αυτοί θα ξεχυθούν προς άγραν συνταξιούχων και ανέργων. Inmemoriam Άρη Βελουχιώτη και των συντρόφων του που βρήκανε κι αυτοί κατακαλόκαιρο να κρέμονται από τους φανοστάτες της πλατείας Ρήγα Φεραίου στα Τρίκαλα. (Κανονικά έπρεπε να τους σπάσουν και τα κόκαλα, κατά τα πρότυπα των Αυστριακών. Που από τον Θούριο μάς έχουνε στο μάτι. Ιδιαίτερα εμάς τους ροζουλί του εσωτερικού).
Απ’ το φθινόπωρο οι κομμένες κεφαλές θα συρρέουν στα συναρμόδια υπουργεία Υγείας, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να λυθεί το πρόβλημα των ελλειμματικών ταμείων, και η ανεργία. (Με non paper έχει οριστεί και τιμή για κάθε κεφάλι). Αν δεν φτάνουν οι πολιτευτές μπορεί να αξιοποιηθεί και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Θα μας συγκεντρώνουν στους μπλε κάδους. Για να μας κάνουν πηχτή.
Αλλά και στην παιδεία –όπως έχει ήδη φανεί– βοηθάνε οι σφαίρες. Άλλωστε τι μέλλον μπορεί να ’χει σήμερα ένα παιδί; Πού να ελπίσει; Κι αν πετύχει μεθαύριο στις εισαγωγικές, τι έγινε; Έξοδα, ενοίκια, IKEA, εξετάσεις, πτυχία, φωτοτυπίες –γιατί πού να βρεθούν συγγράμματα;–, ορκωμοσίες –αν δεν τις έχει καταργήσει η Ρεπούση…–, ΟΑΕΔ, κάρτα ανεργίας, επιδόματα… Ενώ μια σφαίρα διευθετεί τα στραβά κι αποκαθιστά την κοινωνική ισορροπία.
Πλησιάζουμε αργά, και από πίσω, το θύμα, το ακινητοποιούμε με λίγο χλωροφόρμιο, το τραβάμε παράμερα, κι έχουμε όλον τον καιρό στη διάθεσή μας να κόψουμε το λαρύγγι, να αφαιρέσουμε τη γλωσσίτσα –για να μη φωνάζει–, να του βγάλουμε τα ματάκια, να του σπάσουμε τα ποδαράκια, κι ύστερα πάνω στο ξέπνοο σωματάκι του ν’ ασκηθούμε: κλωτσιές, μπουνιές, κουτουλιές, κι όποια φαντασίωση τραβά η ψυχή μας. Είναι χαλαρωτικό, σ’ αυτή τη στρεσογόνα εποχή. Θεραπευτικό να μεταθέτεις τον εξευτελισμό και την ντροπή σου. Άλλωστε τα παιδιά που θα διαλέξουμε, δεν θα ’ναι δικά μας. Ξένα θα είναι. Ίσως και παιδιά μεταναστών, διπλά ξένα –ολόξενα.
Με τις σφαίρες θα ελέγξουμε και τη ροή λαθραίων. (Δεν εννοώ τα τσιγάρα, σε ανθρώπους αναφέρομαι). Τι Frontex, στρατόπεδα και φράχτες; Σφαίρες χρειάζονται και καλή σκόπευση. Κι εθελοντές. Γιατί λεφτά δεν υπάρχουν.
Όσοι δεν αυτοκτονήσουμε θα σφαγιασθούμε τα Χριστούγεννα, σα γαλοπούλες (διάνος, γάλος, κούρκος, τούρκος –όπως θέλουν οι δυτικοί το πουλί των Ινδιών). Κι όσοι επιμένουν να ζουν θα σουβλιστούν το Πάσχα σαν τον Αθανάσιο Διάκο, που ούτε παπάς δεν πρόκαμε να γίνει. (Οι επαναστάσεις τον φάγανε κι αυτόν). Δεν κοίταγε τα χάλια του, τόλμησε να βγάλει γλώσσα στον Σουλτάνο και να τα βάλει με την Πύλη, ο –κυριολεκτικά– ξεβράκωτος. (Ο Σαμαράς που δεν μιλάει, μαλάκας είναι;) Ή ο Κουβέλης;
Εκεί που θα τα χαλάσουμε είναι στα οριζόντια μέτρα. Ίσα-ίσα αυτά ονειρεύεται η κοινωνία, Φώτη μου. Σε αμμουδιές, παραλίες, ξαπλώστρες, ψάθες, καρέκλες θαλάσσης… Να οριζοντιωθούμε περιμένουμε. Να ξαπλώσουμε άλλοι το κορμάκι μας και κάποιες τις κορμάρες τους. Και συ, πας να μας τα στερήσεις;
Για τα δυο φεγγάρια στις 2 και 31 Αυγούστου σχεδίαζα να μιλήσω. Να ξαναβρεθώ για λίγο στην ταράτσα του Ράδιο Σίτυ –πριν γίνει Άλφα Βήτα–, στο «άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη αλλά μυαλό δε λέει να βάλει» της οδού των ονείρων μας, στη γειτονιά των αγγέλων καλοκαίρι κι αυτό, του 1964: Σ’ αγαπώ μα δε θα ’ρθω/ να σε βρω, γιατί το ξέρω/ σ’ αγαπώ μα δε θα ’ρθω/ το φαρμάκι να σου φέρω.// Από το παράθυρό σου/ πέρασε το καλοκαίρι/ πέρασε κι η συννεφιά/ πέρασε όλη μας η αγάπη/ πέρασε όλη μας η πίκρα/ πέρασε και η χαρά.
Χτυποκάρδια εφηβείας, ελπίδες νεότητας, διαψεύσεις ωριμότητας, αηδία μεσήλικος. Που επιμένει να μουτζουρώνει σελίδες παρά το συγκλονιστικό: Στο ’πα και στο ξαναλέω/ μη μου γράφεις γράμματα/ γιατί γράμματα δεν ξέρω/ και με πιάνουν κλάματα.
Κώστας Κρεμμύδας