H κατάστασις θεωρείται μη ανατάξιμος και ουδεμία παρακλινική ή χειρουργική επέμβασις ενδείκνυται

In ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras

Δεν αναφέρεται στα σημερινά της χώρας η ιατροδικαστική έκθεση, αλλά στην πριν 30 χρόνια νεκροψία του φοιτητή Ιάκωβου Κουμή. Η δολοφονία ας καταγραφεί ως φυσική κατάληξη κάθε πορείας, του Πολυτεχνείου συμπεριλαμβανομένης, αφού «η δημοκρατία πρέπει να είναι εξοπλισμένη για την περιφρούρηση της τάξης», όπως δήλωνε στη Βουλή ο τότε αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, και για χρόνια υπουργός δικαιοσύνης Κ. Παπακωνσταντίνου. Έκτοτε στο βωμό της τάξης, οι άτακτοι κατέθεσαν πολλά σφάγια με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται ο φίλος ποιητής Αργύρης Παλούκας να δηλώνει: «Θέλω το σώμα μου πίσω»: Είχα άλλα σχέδια για τους ανθρώπους/ Να δακρύζουν μ’ ένα τραγούδι/ μέσα στ’ αυτοκίνητο./ Να βγάζουνε τα χέρια τους έξω από τα παράθυρα/ Κι οι καύτρες από τα τσιγάρα τους/ (κάτι μεγάλα κομμάτια λύπης δηλαδή)/ να φεύγουν κάθε τόσο προς τα πίσω.

Δεν ξέρω αν ωφελεί να μιλάμε σήμερα για την Αριστερά όταν ο εχθρός δεν είναι απλώς ante portas, αλλά ήδη μέσα στα σπίτια και στα χωριά μας. (Πάντως ο Ηλίας Πετρόπουλος έλεγε πως «μόνο εμείς οι αριστεροί δικαιούμαστε να τα βάζουμε με την Αριστερά).

Κάτι τέτοιες ώρες όμως σκέφτομαι πως είναι καλύτερα να ζεις με την απόφαση της μοναξιάς σου, όπως το διατύπωνε σ’ ένα του γράμμα (19.5.1974) απ’ το Παρίσι ο  Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978). Τουλάχιστον μόνος δε χρειάζεσαι καθοδηγητή, αποτελείς ατομικά το άλλοθι του συστήματος, γλιτώνεις τις ανούσιες συνεδριάσεις, τις πολιτικές ρελάνς, τις ποσοστώσεις, τις διαγραφές, τ’ απλοϊκά σκετσάκια στις συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ, τις κατηγορίες για φραξιονισμό, τις ισορροπίες, αυτού του ανισόρροπου συστήματος όπως τις αποτύπωσε στο Κιβώτιό μας ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος χαρακτήρισε το Κιβώτιο ως το αντί-έπος της γενιάς του, (βλ. «Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος», Σοκόλης 1996), περιγράφοντάς το ως «Το άδειο κρανίο του 20ου αιώνα». Μια επώδυνη πορεία νομοτελειακού αδιεξόδου κάθε γενιάς που υποχρεώνεται να επιλέξει ανάμεσα στη διάψευση και στην αυταπάτη. Από κει κι ύστερα το λόγο έχουν οι υμνογράφοι κι οι φερετροποιοί.

Η σφαίρα στον κρόταφο του Μαγιακόφσκι με τον οποίο ο Αλεξάνδρου συνομιλεί σ’ όλο του το έργο, σημειώνει ο Ραυτόπουλος, ήταν η τελεία στράτευση, η τελεία στην στρατευμένη τέχνη. Το Κιβώτιο είναι τα φοβερά αποσιωπητικά. Είναι το αντίθετο της Κιβωτού, η ειρωνεία της. Στη μεταφορά αυτού του ανίερου κύβου «κυανίζονται», εκμηδενίζονται, με την ίδια συνοπτική διαδικασία το σώμα, η ψυχή, ο λόγος.

Κι επειδή η ψυχή μας είναι από καιρό χαμένη –ασπίδα στην περιφρούρηση του πνεύματος και της ηθικής του Αυλωνίτη, μπουχτισμένη από τη μια στον ασύμπτωτο λόγο της ΒΑΒΕΛ, κι από την άλλη στα spread, τις περικοπές, τις δόσεις, τους κεφαλικούς φόρους, τους πασάδες, τους εισπράκτορες, τους ραγιάδες, σκέφτομαι να περιοριστώ στο σώμα. Αυτό που έχασε ο Κουμής, η Κανελλοπούλου, η Βασιλακοπούλου, ο Αξαρλιάν, ο Γρηγορόπουλος, οι νεκροί του αντάρτικου, οι ηττημένοι του Εμφύλιου, οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου, οι εκτελεσμένοι της δημοκρατίας, ο Δημήτρης Κοτζαρίδης. Το σώμα μας που πρέπει να ενεργοποιήσουμε ως φυσική παρουσία, ως μηχανισμό πίεσης, ως φόβητρο των κατεστημένων και ως ουτοπία.

Μετά την Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου το σπαραχτικότερο Έλεος εμπεριέχεται στο «σώμα» της δίχως τελεία επιστολής του Άρη Αλεξάνδρου, στο σημείο της περιγραφής των βασανιστηρίων (Τα Νέα 2.12.1978). Όπως και στο τελευταίο του υπόμνημα στον ανακριτή την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 1949 (βλ. Κιβώτιο σελ. 257-293), έτσι και στο γράμμα που ακολουθεί, ο Αλεξάνδρου, επιδιώκει την αλληγορική θανάτωση του ζωντανού λόγου –άρα του σώματος του συγγραφέα –άρα του εαυτού του, μέσω της αδιάπτωτης/αδιάρρηκτης/αδιάκοπης ιστόρησης –εναγώνιας απολογίας, με μόνο αίτημα να μιλήσει, ν’ ακουστεί, να εισακουστεί. (Μάταιο και εκκρεμές αίτημα).

Στη Μακρόνησο (σ.σ. 1949, Β’ Τάγμα) μας συντάξανε κατά εξάδες και μας οδήγησαν στην πλαγιά, όπου περίμεναν κιόλας τα συνεργεία διαφωτίσεως. Ένας ανθυπολοχαγός, περιστοιχισμένος από ροπαλοφόρους αλφαμίτες, μας έβγαλε ένα σύντομο λογίδριο (οι Έλληνες από δω, οι Βούλγαροι από κει). Τα ρόπαλα είχαν μήκος 50 εκ. περίπου, με διάμετρο πάχους από 4 ως 5 εκ. αν δε με γελάει το οφθαλμόμετρό μου –μικρότερη η διάμετρο στη λαβή, μεγάλωνε ομαλά και αποκτούσε το μέγιστο μήκος της στην άκρη. Ένας αλφαμίτης κράταγε μια χοντρή φιδωτή ρίζα πουρναριού, πολύ μεγαλύτερη απ’ τα ρόπαλα. Σιδερένιους λοστούς δεν είχανε. Μετά το τέλος του λογίδριου δεν κουνήθηκε κανένας. Είπαν τότε στην πρώτη εξάδα να προχωρήσει και οι αλφαμίτες ορμήσανε αμέσως κι αρχίσανε να χτυπάνε με τα ρόπαλα, ένα ή και δυο τον κάθε κρατούμενο. Κοίταζα, θυμάμαι, να δω όσο το δυνατόν περισσότερα ανεβοκατεβάσματα των ροπάλων ταυτόχρονα, ήθελα να μη μου διαφύγει καμιά λεπτομέρεια, αλλά το μάτι δεν έχει βέβαια αυτή τη δυνατότητα, αναγκαζόμουνα να μετατοπίζω συνεχώς το βλέμμα μου και τελικά το κάρφωσα σε έναν και μόνο βασανιζόμενο που είχε πέσει, όπως και οι άλλοι στο καταπράσινο χορτάρι –θα έπρεπε νάταν άνοιξη, είχε και αγριολούλουδα, αν δεν κάνω λάθος, λιακάδα, χαρά Θεού– και είχε κουβαριαστεί, σαν έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, για ν’ αποφύγει τα χτυπήματα, κι άκουγα τους ξύλινους γδούπους πάνω στα κόκαλα και πού και πού έναν ήχο διαφορετικό, κάτι σαν κρακ, όταν έσπαγε πιθανότατα κάποιο κόκκαλο –παΐδι ήτανε, καλάμι ή ωλένη;

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ