CHARLES SIMIC * Σκούπες

In Ποίηση by mandragoras

 

 

 

Για τον Tomaz, τη Susan, και τον George

1
Μόνο οι σκούπες
Ξέρουν ότι ο διάβολος
Υπάρχει ακόμα,

Ότι το χιόνι γίνεται πιο άσπρο
Όταν ένα κοράκι φτερουγίσει πάνω του,
Ότι μια σκονισμένη, σκοτεινή γωνιά
Είναι ο χώρος των παιδιών και των ονειροπόλων,

Ότι μια σκούπα είναι επίσης ένα δέντρο
Μέσα στο περιβόλι του φτωχού,
Ότι μια κατσαρίδα κρεμασμένη εκεί
Είναι ένα βουβό περιστέρι.

2
Οι σκούπες εμφανίζονται σε ονειροκρίτες
Ως οιωνοί επικείμενου θανάτου.
Αυτή είναι η μυστική ζωή τους.
Δημόσια, φέρονται σαν άστηθες γεροντοκόρες
Κηρύσσοντας εγκράτεια.

Είναι άσπονδες εχθροί της λυρικής ποιήσεως.
Στις φυλακές ακολουθούν το δεσμοφύλακα,
Τρυπώνουν σε κελιά ν’ ακούσουν εξομολογήσεις.
Το άδικο τέλος τους επέρχεται
Όταν ελάχιστα το περιμένεις.

Παρατημένες πίσω από μια πόρτα
Κάποιου ετοιμόρροπου σπιτιού,
Μουρμουρίζουν, χωρίς να απευθύνονται συγκεκριμένα κάπου ,
Λέξεις όπως παρθένος άνεμος έκλειψη σεληνιακή,
Κι εκείνο το πιο ιερό απ’ όλα τα ονόματα:
Ιερώνυμος Μπος.

3
Μ’ αυτόν και όχι μ’ άλλο τρόπο
Είχε φτιαχτεί η πρώτη πρώτη σκούπα:
Αφαίρεσαν όλα τα βέλη
Απ’ τη γερμένη ράχη του Αγίου Σεβαστιανού.
Τα έδεσαν με το σκοινί
Που πάνω του κρεμάστηκε ο Ιούδας.
Τα κόλλησαν στο ξυλοπόδαρο
Που πάνω του ο Κοπέρνικος
Άγγιξε το άστρο της αυγής…

Και τότε η σκούπα ήταν έτοιμη
Να φύγει από το μοναστήρι.
Η σκόνη την καλωσόρισε—
Κι ο γέρο πορνογράφος
Αμέσως θέλησε να
Κρυφοδεί κάτω απ’ τη φούστα της.

4
Η μυστική διδασκαλία για τις σκούπες
Απαγορεύει την αισιοδοξία, την ξενοιασιά
Της τεμπελιάς, τα θαύματα που κάνει
Ένα ποτήρι ωριμασμένο φεγγαρόφωτο.

Λέει: τα κόκαλα θα καταλήξουν κάτω απ’ το τραπέζι.
Τα ψίχουλα έχουν μυαλό δικό τους.
Το γάλα είναι εσύ –ξέρεις- ποιανού σπέρμα.
Και τα ποντίκια είναι εκείνα που τσιρίζουν τελευταία.

Όσο για το διάσημο θέμα
Της ανύψωσης, προτείνω να θυμόμαστε κι αυτό:
Υπάρχει μόνο ένας Θεός
Και προφήτης του είναι ο Μωάμεθ.

5
Και να που τελικά υπάρχει και η γιαγιά σου
Που σκουπίζοντας σπρώχνει τη σκόνη του δέκατου ένατου αιώνα
Μέσα στον εικοστό, και ο παππούς σου που βγάζει
Ένα άχυρο απ’ τη σκούπα για να καθαρίσει τα δόντια του.

Μεγάλες νύχτες του χειμώνα.
Αυγές με χίλια χρόνια βάθος.
Παράθυρα κουζίνας σαν κεφάλια
Με γύρω τους επίδεσμο για τον πονόδοντο.

Κι η σκούπα μακριά τους να σκουπίζει,
Να παραχώνει φωτεινά μόρια σκόνης
Σε νοικοκυρεμένες πυραμίδες,
Που έχουν τάφους μέσα τους,

Λεηλατημένους ήδη από ληστές,
Κάποτε, πριν καιρό πολύ.

(Μετάφραση, επιλογή: Γιάννης Στούπας)

[Τσαρλς Σίμιτς, 9.5.1938 Βελιγράδι- 9.1.2023 Ντόβερ, New Hampshire, Η.Π.Α.]