Big Farm | Βάνια Σύρμου

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Τράβηξε την πόρτα πίσω της χωρίς να τον χαιρετήσει. Ξεκινούσε το καθημερινό δρομολόγιο αργοπορημένη και η κίνηση στο δρόμο δεν αστειευόταν. Δεν ήθελε να καθυστερεί στο γραφείο. Και μόνο η πρωινή μούρη του προϊστάμενου, που θα την κοιτούσε λοξά με μισή καλημέρα, την εκνεύριζε. Άφησε τη μικρή στο σχολείο και συνέχισε μετρώντας τα λεπτά μέχρι να φτάσει στη δουλειά. Η μέρα στο γραφείο πέρασε όπως πάντα με ένταση. Πελάτες, τηλεφωνήματα, ορθοστασία.

Όταν γύρισε το απόγευμα στο σπίτι, άφησε την πόρτα να κλείσει αθόρυβα και την τσάντα της να κυλήσει στο πάτωμα. Ο πονοκέφαλος που κουβαλούσε απ’ το γραφείο δεν έλεγε να περάσει. Ξάπλωσε στον καναπέ. Έπρεπε πρώτα να ηρεμήσει. Δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τον ντιμετωπίσει. Είχε πάρει ωστόσο την απόφασή της. Από σήμερα θα σταματούσε πια να τον δικαιολογεί, να δείχνει κατανόηση, να αποφεύγει να τον φορτώνει με έγνοιες. Δεν έβγαζε πουθενά όλο αυτό. Έξι μήνες τώρα, αφότου έβαλε λουκέτο στο μαγαζί με τα υδραυλικά, τα πράγματα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Η επικοινωνία τους περιοριζόταν στα απολύτως απαραίτητα και στο τέλος της ημέρας το πολύ ν’ απαριθμούσε μια σειρά από απαιτήσεις και προσταγές: «Πάρε το παιδί από το σχολείο!», «Βάλε να φάμε!», «Φέρε μου την εφημερίδα!», «Κάντε ησυχία, κοιμάμαι!». Όλα περνούσαν απ’ τα χέρια της κι αυτό είχε αρχίσει να την εξουθενώνει.

Ο κύριος βλέπεις είχε αρχίσει να ασχολείται με τη Φάρμα! Από τεχνίτης αγρότης! Ας όψεται ο Βαγγέλης ο γείτονας, που του κόλλησε το μικρόβιο. Ξυπνούσε απ’ τα χαράματα για να προλάβει να οργώσει, να σπείρει, να ποτίσει. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να περνάει την ώρα του, έλεγε. Φρόντιζε ώστε οι καλλιέργειες να είναι αποδοτικές για να μπορεί να επεκτείνει τα έργα στο αγρόκτημα. Λογοδοτούσε στο συνεταιρισμό και συναγωνιζόταν τα γειτονικά αγροκτήματα. Τώρα τελευταία μάλιστα, που είχε μάθει τις αγροτικές εργασίες για τα καλά, οι δουλειές του πήγαιναν ρολόι από την πώληση των προϊόντων κι είχε πάρει και εργάτες στη δούλεψή του. Για το μόνο που χαιρόταν πλέον όταν την έβλεπε, ήταν να της ανακοινώνει με καμάρι πότε την αγορά μιας αλωνιστικής μηχανής, πότε την κατασκευή ενός κοτετσιού ή στην καλύτερη περίπτωση την απόκτηση ενός σταύλου. Τίποτε άλλο δεν τον ένοιαζε. Τίποτε δεν την ρωτούσε. Η Φάρμα είχε γίνει πια η ζωή του, μόνο που εκείνη και το παιδί είχαν μείνει έξω απ’ αυτή.

Σηκώθηκε αποφασισμένη να του μιλήσει. Τον βρήκε πάλι στην κρεβατοκάμαρα να μετρά αφοσιωμένος τα τσουβάλια πατάτες, που φόρτωνε στην καρότσα του αγροτικού για τον συνεταιρισμό.

–Τάκη! Γύρισα! Πάλι με τη Φάρμα αγκαλιά είσαι; Με πήρε τηλέφωνο στη δουλειά ο Γιάννης ο κουμπάρος. Δεν πέρασες, λέει, από την εταιρεία για τη συνέντευξη. Σου τηλεφωνούσαν και δεν απαντούσες. Πήραν άλλο τεχνικό. Μου είχες υποσχεθεί πως θα πήγαινες. Είναι η δεύτερη φορά που χάνεις δουλειά. Δεν μιλάς;

–Τι θες ρε Λένα; Τι φωνάζεις πάλι; Δε βλέπεις; Αγοράζω καινούριο τρακτέρ!
-Βέβαια! Δε σ’ έφτασε το ένα λουκέτο, πας και για δεύτερο και μάλιστα online! Δεν πάει άλλο, Τάκη! Ή βρίσκεις δουλειά ή ψάξε αλλού να φυτεύεις μπρόκολα! Κομμένη η πίστωση για Φάρμα στα Πατήσια!

 

Η Βάνια Σύρμου σπούδασε κλασσική φιλολογία στο ΕΚΠΑ και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο αντικείμενό της. Εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή και τη μετάφραση. Το 2019 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Μπιλιέτο, η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Τερματικός Σταθμός.