wrong ring / wrong guy
(ατάκα από το Sex in the city)
Η σημασιολογία της έκφρασης επιτρέπει αφαιρέσεις και έλλογους παραλληλισμούς, προϋποθέτει συνήθη αντικειμενικότητα, διακινδυνεύει παρανοήσεις, ή επιφυλάσσει από εγκώμια έως παρεξηγήσεις, από υπονοούμενα μέχρι κοινοτοπίες, από συμβατικές ρητορείες μέχρι λιβανωτούς. Η συγκεκριμένη κοστολόγηση εμφύτευσης μαλλιών, για παράδειγμα, που επιλέγω ως σημερινό τίτλο μπορεί να εμπεριέχει σεξουαλικά υπονοούμενα, αν ταυτίσει κάποιος την περιώνυμη στάση με το κόστος της θεραπείας, μπορεί να συνοψίζει τη θέση μου για τις συνέπειες των μνημονίων, να διατυμπανίζει την κατ’ εξακολούθηση ασέλγεια εις βάρος του λαού, ή να αξιολογεί, με το συνακόλουθο ουσιαστικό «τρίχες» το κυβερνητικό έργο. Αφήστε που δίνει λαβή και στην τρόικα: Στις τρίχες ξόδευαν τα ευρώ μας οι Έλληνες.
Ως «τρίχες» μπορεί να αποτιμηθούν οι προεδρικές παροτρύνσεις ηθικοπλαστικού περιεχομένου, η φιλοπατρία των κυβερνώντων, το μάτωμα, η εν γένει πάλη υπέρ του λαού άλλοτε ως ρήμα («παλεύω») κι άλλοτε ως ουσιαστικό («ο παλαιστής»), το αντάλλαγμα που θα καταβληθεί για έναν θώκο. (Εδώ οι «τρίχες» προσδιορίζονται στο αντικείμενο του πόθου). Τρίχες και οι δηλώσεις Κεδίκογλου πριν καν ανοίξει το στόμα του, η ηγετική δημοσιογραφική ομάδα του Sky, οι αθλητικές ειδήσεις στο ίδιο κανάλι, τα στοιχεία των τηλεφωνικών υποκλοπών από τον επίσημο –όπως διατείνονται– κοριό της ΕΥΠ, η ΕΥΠ γενικώς, οι κοριοί με όλο το σέβας στον επαγγελματισμό των χαφιέδων. Τρίχες, και Το μαχαίρι στο κόκκαλο», η άδοξη κατάληξη μιας πανεπιστημιακής καριέρας, η κατάντια ενός συνταγματολόγου τα βιβλία του Μίμη Ανδρουλάκη (σ.σ. τα γράφω τώρα γιατί πού να τολμήσω όταν θα ’ναι στα ηγετικά μας κλιμάκια πλάι στον Κοτσακά). «τρίχες» τα τηλεοπτικά πάνελ, οι μαγκιές των κουμπουροφόρων, οι ξενόγλωσσες αμερικανιές τύπου deputymanager με στα άδεια γκισέ Τραπεζών, οι γιάπις που απολύουν συναδέλφους μέχρι να ’ρθει η σειρά τους, οι «θέσεις ευθύνης» Οργανισμών που συνήθως υπέκρυπταν (ή μάλλον το διατυμπάνιζαν) υποταγή στον πράσινο ήλιο, και στα «πράσινα άλογα» κατά ομόρριζη προφητική έκφραση του παππού μου.
Από την άλλη το δαχτυλίδι συμβολίζει, τουλάχιστον για τις Αμερικανίδες, την ολοκλήρωση ενός ονείρου και τη δικαίωση της γυναικείας φύσης: η πρόταση γάμου και οι υποσχέσεις αιώνιας πίστης. Αλλά και ερωτικό σύμβολο, ανταμοιβή μιας παράνομης σχέσης, εξαγορά συγνώμης για απιστία –τόσο ερωτική όσο και πολιτική. Γιατί το δαχτυλίδι λειτουργεί και ως όργανο μεταβίβασης της εξουσίας, ως σφραγίδα και πιστοποίηση ηγεσίας, αλλά και ως φονικό όπλο, ακόμα και μέσον πατροκτονίας. Από τα ρωμαϊκά χρόνια είχαν εξελιχθεί σε κρύπτες δηλητηρίων. (Μετά τ’ αξιοποίησε ο Τζέιμς Μποντ).
Δυο πράγματα από την παιδική μου ηλικία δεν άντεχα: την προσφώνηση «το αφεντικό μου» που δικαιολογούσα στη φτωχική Ελλάδα του ’60 ως δηλωτικό αυτονόητης υποταγής του ανίσχυρου έναντι του παντοδύναμου ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Και δεύτερον «τους από πίσω» που πλήθαιναν μαζί με την εξέλιξη των ΜΜΕ. Όλοι αυτοί που κουνούσαν πέρα δώθε το κεφάλι πίσω από το ίνδαλμα/ηγέτη ώστε σε κάποια άκρη του φακού και της κάμερας ν’ απαθανατιστούν. Έστω ως κουκίδα, καρικατούρα, γλάστρα, μπούγιο, χειροκροτητές, συνοδοί, οπαδοί, εφαψίες της παροδικής εικόνας. Τους βλέπαμε στις εφημερίδες να παραληρούν δίπλα στο «γέρο της δημοκρατίας», στις παρελάσεις πίσω από τους σημαιοστολισμένους αξιωματούχους, στα Επίκαιρα να επευφημούν τους λόγους του Παπαδόπουλου, να χειροκροτούν το μυστρί του Παττακού, ξυπόλητη μαρίδα γύρω απ’ το κινηματογραφικό συνεργείο, να σπρώχνονται από τους χωροφύλακες στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ίσα για ν’ αγγίξουν τον Μπάρκουλη, και το φουρό της Βουγιουκλάκη. Στα νεότερα χρόνια απέκτησαν μεγαλύτερα ερείσματα λόγω τηλεόρασης. Έτσι τους «από πίσω» τους βλέπουμε να συνωστίζονται στη διάρκεια συνέντευξης του Κονστάντζο, στο Καστελόριζο με τον Γιωργάκη, εξαφανισμένοι από τον όγκο του Βενιζέλου, στους λόγους του Τσίπρα, ή στη φιγούρα του Χατζησωκράτη διακριτικά δυο βήματα πίσω και πλαγιομετωπικά του Κουβέλη. Μοιάζει ανεξήγητο αλλά είναι σωστή η παρατήρηση του Στέφανου πως αυτή η κατηγορία, οι «από πίσω» δηλαδή, υπάρχουν ακόμα και στους πολιτικούς οργανισμούς, κι όχι μονάχα των αστικών κομμάτων. Ψηφίζουν πάντα την πρόταση του αρχηγού, ακόμα και του συγγενικού τους περιβάλλοντος (ας πούμε του αδελφού του προέδρου στον Άγιο Στέφανο, ή της γιαγιάς του στο Μπραχάμι, κ.ο.κ.). Η συγγένεια, ακόμα κι η εξ αγχιστείας, αποκτά πολιτική υπόσταση στα μάτια του απλού οπαδού, που ψηφίζει όχι την ουσία της πρότασης αλλά τον φορέα της. Μια βεντάλια που ξεκινά από τον Κύρκο και καταλήγει στο σήμερα. Οι ίδιοι που διοργανώνουν συγκεντρώσεις να μεταπείσουν τον έναν ηγέτη και μετά εξυμνούν την πολιτική διορατικότητα του άλλου. Που νεκρανασταίνουν τις παλιομοδίτικες ποσοστώσεις, αντί ν’ αναζητήσουν την αισθητική στην Πολιτική Κεντρική Επιτροπή: ποσόστωση στο χρώμα μαλλιών, το ύψος, τα μάτια, την πληθυντική (κι όχι δυαδική) αντιμετώπιση των φύλων, ή το πιο πρόσφατο, τις σεξουαλικές επιδόσεις του υποψηφίου.
Τα παλιά τέλειωσαν –το ξέρουν ακόμα κι οι βρικόλακες που το πρωί πίνουν αίμα στα υπουργεία και κάθε βράδυ τρέχουνε στις τηλεοράσεις, ενώ από τις καρέκλες τους στάζουν αργά σταγόνες αίματος που αποτυπώνουν οι φρικαρισμένοι κάμεραμαν. Ανήσυχοι γιατί ακριβώς είναι οι μόνοι που εστιάζουν. Οι υπόλοιποι κινούμαστε μεταξύ αχρωματοψίας/καταρράχτη/στραβισμού και πρεσβυωπίας που υποδηλώσει γήρας και αιτιολογεί στοιχίσεις.
Από το 1917 η Αριστερά μετρά απώλειες ίσως γι’ αυτό μάθαμε να κινούμαστε ανάμεσα στη Χαμένη άνοιξη, στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το Χάνομαι χάνομαι/ μίκρυναν τα ρούχα μου ή/ έτσι αισθάνομαι του Νότη Σφακιανάκη και τους Χάνομαι γιατί ρεμβάζω.
Θα ξεπεράσουμε άραγε το σύνδρομο αυτή τη φορά;
Κώστας Κρεμμύδας