Δυσκολευόμουν πάντα να προσαρμόσω τα όρια των κειμένων μου σε προσυμφωνημένο χώρο, συγκεκριμένο χρόνο και σαφή τόπο, χώρια που τις περισσότερες φορές χάνονταν, διανύοντας απλώς ένα σύντομο κύκλο στο μυαλό μου. Mε τον καιρό κι έπειτα από μάταιες απόπειρες να σημειώνω πρόχειρα κάποιες ιδέες, να μαγνητοφωνώ σκέψεις, ή να κρατώ ημερολόγιο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως ό,τι είναι προορισμένο να λησμονηθεί, δεν αξίζει να το διασώσουμε βασανίζοντας με α ανο(ύ)σια υπομονετικούς αναγνώστες. Ακουστικός τύπος ως φαίνεται ―ίσως γι’ αυτό συνήθιζα να ακούω τον Αντώνη στα διαλείμματα να επαναλαμβάνει το μάθημα της επομένης, κάνοντας μαζί του κυκλοτερές κινήσεις στην αυλή του τριτάξιου Μικτού στον Κολωνό― σχεδίαζα, ή για την ακρίβεια μονολογούσα την ώρα που πήγαινα στη δουλειά, στο δρόμο, ανάμεσα σε σκάλες και διαδρόμους νοσοκομείων, σε χειρουργεία και Τράπεζες (που θα μπορούσαν να ήταν και Αίματος) πάντως, για να ’μαστε ακριβείς, το ’πιναν το αίμα του κοσμάκη, (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…), συνήθιζα λοιπόν να συνθέτω μικρά αποσπάσματα ποιημάτων, ιστορίες, ακόμα και δοκίμια που «κάποτε έπρεπε να γράψω».
2011, 2010, 2009, 2008 …πτώσεις σε κενά Καρνεάδου, που έμελλε να απασχολήσουν ελάχιστα στην ουσία, και με τη γνώριμη τηλεοπτική ηθική, τους παντογνώστες των δελτίων των 8, ή των οχτώ δελτίων του ομοιόμορφα κυνικού κόσμου μας. (Τα αποσμητικά του χωρόχρονου αποδεικνύονται ανθεκτικότερα της όποιας μπόχας καλούνται να καλύψουν). Tα υπόλοιπα ας τα εμπιστευτούμε στους ειδικούς της κάθε μορφής εξουσίας, ακόμα και της πολιτιστικής.
Το καλοκαίρι του 2007 άφησα πίσω μου μια Ελλάδα καμένη στην απόγνωση και στην (επίσης τηλεοπτικώς αποτυπωμένη) ανικανότητά της να διαχειριστεί τα στοιχειώδη. Τελικά, οι φωτιές που μπήκαν από αναρχικούς πυρομανείς των Εξαρχείων, όπως τουλάχιστον βεβαίωναν με σοβαρότητα η Υπουργός Εξωτερικών και ο αγαπησιάρης δήμαρχος της πόλης, σταμάτησαν στην Αρχαία Ολυμπία, με τους υπευθύνους να έχουν εγκαταλείψει το χώρο, αφήνοντας επιτόπου μια καθαρίστρια, την κα Λιάγκουρα, να συντονίζει τις επιχειρήσεις. (Κάποια μπρόκολα που φυτέψαμε φέτος για πρασινάδα, μας στοίχησαν κάτι παραπάνω, αλλά τι να κάνουμε που ’χουμε και το Πεκίνο;, γλίτωσαν την κατάσταση με την αφή της φλόγας). Αλλά επειδή ο θεός του Ολυμπισμού εκδικείται τους βαριεστημένους, (εγώ θα βγάλω τώρα τα κάστανα απ’ τη φωτιά; για να μην πω ότι μπορεί και να τα ’χω βάλει κιόλας), νέες φλόγες άναψαν στο χώρο της υγιούς άμιλλας, με τον Κολωνό και τα φαρμακεία του, να συμπρωταγωνιστούν, ενόψει Ολυμπιακού θέρους, στα αθλητικά ιδεώδη της φυλής και του έθνους.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί (και ως τι;) κάθε τόσο με καλούσαν κατακαλόκαιρο από το γραφείο του κ. Βουλγαράκη, λίγο πριν τις τελευταίες εκλογές, να με ενημερώνουν για τις προεκλογικές κινήσεις του προϊσταμένου τους. Προς άρση κάθε παρεξήγησης εμείς, ως περιοδικό και ως άνθρωποι, τη μόνη σχέση που είχαμε με το ΥΠΠΟ εδώ και χρόνια ήταν ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Υπουργού με αφορμή το τεύχος του Μανδραγόρα και τον τόμο με τα κείμενα για τα εκατοντάχρονα του Νικόλαου Κάλα. Δεν ξέρω αν το τηλεγράφημα αυτό με επιφόρτιζε με κάποιες πρόσθετες υποχρεώσεις, άλλως θα το επέστρεφα. Απλώς θεώρησα πως ο υπουργός μάς εξέθετε τη χαρά του που ήρθαμε ανέξοδα (για την πολιτεία) να καλύψουμε επάξια το κενό που άθελά τους άφησαν (στο μη έτος Kάλας και δεν εννοώ της Mαρίας), έναντι του ποιητή και θεωρητικού του υπερρεαλισμού, που εξακολουθεί και μετά θάνατον να ενοχλεί. O Kάλας, που δε φρόντισε τις δημόσιες σχέσεις του, καθώς δεν ενδιαφερόταν για συναλλαγές και τερτίπια με πολιτικάντηδες, βραβεύσεις, ή πόστα στην Aκαδημία, (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…), κατάφερε να προκαλέσει και να ανησυχήσει την τάξη του, η οποία στο τέλος, βασισμένη στη μαζική απάθεια και την άγνοιά μας, κατάφερε και πάλι να ανατρέψει τους συσχετισμούς. Tελικά ο κίνδυνος θα προέλθει απ’ το ξύπνημα των πολλών κι οφείλουμε να το λαμβάνουμε υπόψη μας, (αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία επίσης…)
Και μια που σταθήκαμε στον κ. Βουλγαράκη, ας θυμηθούμε έναν νέο άνθρωπο που έφυγε ξαφνικά και αδιευκρίνιστα, τον Κώστα Τσαλικίδη. Δεν τον γνώριζα προσωπικά κι ας ήταν συνομήλικος του αδερφού μου, άλλωστε τα 7-8 χρόνια που μας χώριζαν ήταν αρκετά για να μη συμπέσουμε στο λόφο του Κολωνού και στο ομώνυμο Γυμνάσιο. Το επώνυμο το άκουγα σχεδόν από τα παιδικά μου χρόνια καθώς οι πατεράδες μας, ως τραυματίες πολέμου, ήταν ομοιοπαθείς και επομένως γνώριμοι στη γειτονιά: ο δικός μου ευθυτενής, με αργό βάδισμα, καπέλο και ασφαλώς γραβάτα, ο δικός του αρκετά πιο κοντός, απλού παρουσιαστικού, ασφαλώς ασκεπής και ξεγραβάτωτος, με εμφανές το πρόβλημα στο δεξί πόδι. Με τον Γιώργο Τσαλικίδη συναντηθήκαμε κάποιο Σάββατο πρωί στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου Κολωνού, στη σημερινή Πλατεία Πέτρουλα, κι άλλος νεκρός από μια άλλη ιστορία… Ο πατέρας και η μάνα Τσαλικίδη στο μνημόσυνο για τα δυο χρόνια του παιδιού τους κι εγώ στα σαράντα της Ρουμπίνης, που αρρώστησε πάνω στις ετοιμασίες μας για τη βραδιά του Κάλα και πέθανε απρόσμενα δέκα μέρες μετά. Η Ρουμπίνη, δεύτερη μάνα που έχανα, ήταν μορφή της ελληνικής λαογραφίας κι ας μην έγινε ποτέ μέλος της ομώνυμης επιστημονικής Εταιρείας, άλλωστε της έλλειπαν τα τυπικά προσόντα. Γέννημα των προσφυγικών στον Tαύρο και θρέμμα του Kολωνού, δεν άφησε αυτό που λέμε έργο, μολονότι αρχίζω να πιστεύω πως οι καθημερινές αλήθειες, τα ήθη, οι δοξασίες και οι συνήθειες των απλών ανθρώπων είναι τα ισχυρότερα, τα πλέον προσωπικά και αυθεντικά υλικά, αν όχι μιας επιστήμης τουλάχιστον μιας ζωής. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
2001 Τζουλιάνι στη Γένοβα νεκρός. Αρκεί. Μια άλλη ιστορία.
1996, 1995, 1994, 1993 η αντίστροφη μέτρηση συνεχίζεται κι εμέις ξεκινάμε στο έμπα του καλοκαιριού, στα Εξάρχεια, να τυπώνουμε τον πρώτο Μανδραγόρα, να βάφουμε ένα μικρό γραφείο στο 34 της Θεμιστοκλέους βεβαίως βεβαίως, που θα ’λεγε κι ο «γυμνασιάρχης» Τσαγανέας στο «ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», να ανεβοκατεβαίνουμε ορόφους και ν’ ακούμε τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, τακτικό θαμώνα, να μας εύχεται «Και στο πεζοδρόμιο!», εννοώντας να νοικιάσουμε το ισόγειο κατάστημα της πολυκατοικίας, που μόλις είχε αδειάσει, για να το κάνουμε βιβλιοπωλείο. Όχι εύκολα χρόνια κι όχι τα μόνα δύσκολα, με τη τζαμαρία του 7ου προκλητική να αντιφεγγίζει προκλητικά στο γωνιακό πεζοδρόμιο της Aκαδημίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
1980, 1979, 1978, 1977 καλοκαίρι προχωρημένο και η μοναδική ευκαιρία να εμπεδώσω τον αντρισμό μου, σφουγγαρίζοντας για 32 μήνες την Πλατεία Kτιρίου 30 στον Παλάσκα, να γυροφέρνω ένοπλος στις Mουρνιές, επίσης κατακαλόκαιρο μέσα σε πλήθη ανυποψίαστων τουριστών για το ετοιμοπόλεμο του έθνους, τουλάχιστον στις φασίνες, να συλλαμβάνομαι σαν έμπορος ναρκωτικών και να διαμπομπεύομαι, όχι για κάποια γραμμάρια χασίς και σκόνες, αλλά για τρία παντελόνια και δυο πουκάμισσα πολιτικά. Tα χαμένια χρόνια αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα την αγνοούσε ακόμα κι ένας όψιμα φιλόπατρις Σαββόπουλος…
1975, 1974, 1973, το τελευταίο πριν τον εγκλεισμό μου καλοκαίρι να σπαταλιέται όπως περίπου τα προηγούμενα δυο-τρία, με μόνη διαφορά την εξαφάνιση του Λεωνίδα του κοντού μετά το θάνατο του παππού μου. Tο παρατσούκλι του μοναχικού, ιδιότυπου κι ερωτευμένου πλατωνικά (με την τραγουδίστρια Zωίτσα Kουρούκλη) θειού, που περνούσε μαζί μου και με τον μπάρμπα του και παππού μου, (δηλαδή θείος2) τις θερινές Kυριακές του, δεν εμπεριείχε ίχνος ρατσισμού, ή κοροϊδίας, για το, αντικειμενικά, ελλειπές ύψος του.
Το γεγονός ότι ο πατέρας μου κι η μάνα μου ήταν πρώτα ξαδέρφια φόρτωσαν πέραν των άλλων την οικογένεια και με το πρόβλημα διαχείρισης και διάκρισης των κοινών ονομάτων (και επωνύμων) των μπαρμπάδων, που ’χαν την ατυχία να φέρουν άπαντες το όνομα του παππού τους, Λεωνίδα Δούση. Λίγο έλλειψε και οι Λεωνίδες της οικογένειας να ξεπερνούν ακόμα και τους 300 του ήρωα των Θερμοπυλών, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… Έτσι, και για να καταλαβαινόμαστε ματαξύ μας, αναγκαστήκαμε να ξεχωρίσουμε κάποια φυσικά χαρακτηριστικά, ιδιότητες, ή ελαττώματα, με αποτέλεσμα να μιλάμε για τον «Λεωνίδα τον Mπόμπο», τον «Λεωνίδα τον κοντό», τον «Λεωνίδα τον ψηλό», τον «Λεωνίδα τον δικηγόρο», ή τον στατηγό, με τον τελευταίο να διαφοροποιείται, ως προς το επώνυμο, αλλά κι επειδή τελικά επιλέχτηκε ως λύση ανάγκης, για νονός μου. Eίχα ήδη κλείσει τα πέντε, κι ο πολυάσχολος ηγέτης της Ένωσης Kέντρου δε φαινόταν να έχει χρόνο για μυστήρια· έτσι ο αδελφός του πατέρα μου (ένας ακόμα Λεωνίδας) επιστρατεύτηκε να με μυήσει στην ορθοδοξία. Δε θα ’λεγα ότι τελικά τα καταφέρε, αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Tα καλοκαίρια που οι δικοί μου έφευγαν για τις καθιερωμένες διακοπές στη Nαύπακτο, έμενα στον Kολωνό, αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη φροντίδα τού κάθε άλλο παρά βολικού, παππού μου. Συμπαραστάτης, λιγομίλητος και φιλικός ο κοντός, πιο πολύ αποζητούσε τη δική μου παρέα, παρά με κέρδιζε η δική του. Oι Kυριακές εκείνες θα πρέπει να ήταν και οι καλύτερες της ζωής του, οι μόνες που χαλάρωνε, έλεγε ιστορίες και επιδιδόταν, τρόπος του λέγειν, στη μαγειρική. Πάντως, κάτι πιλάφια άνοστα και λασπωμένα, για τα οποία καμάρωνε, είχαν τουλάχιστον το μεράκι του κι ήταν ανάλογα των περιορισμένων ορίων του. Kάθε που διαβάζω πολλά επαινούμενους, άγνωστον πώς και γιατί, πεζογράφους, θυμάμαι εκείνες τις σούπες και τα πιλάφια του Λεωνίδα. Tο ίδιο άνοστα, αποκρουστικά στην όψη κι αμήχανα. Tουλάχιστον του Λεωνίδα ήταν αυθεντικά. Kι ας μη βρέθηκε ποτέ κάποιος κριτικός λογοτεχνίας, ή έστω μαγειρικής, κανείς δειπνοσοφιστής Zουράρις, να επαινέσει τις δημιουργίες του. Aλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία επίσης…
1971, 1970, 1969, 1968… πολλά και χαμένα, άλλοτε ως χρόνια κι άλλοτε ως γεγονότα που κατόπιν εορτής θα συμπεριληφθούν ως πληροφορίες στο παζλ της ζωής μας, ανήμπορες πια να μας στιγματίσουν κατόπιν εορτής. 15 έως 18 Αυγούστου 1969 το Γούντσοκ. Καλοκαίρι ή χειμώνας του 1970, ένα κυριακάτικο μεσημέρι στον Απόλλωνα, (νομίζω κι αποφεύγω να το τσεκάρω), προγραμματίστηκε η προβολή της ταινίας. Mανιακός με τις εφημερίδες, γονίδιο φαίνεται που κληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου και που βλέπω να συνεχίζεται στο γιο μου, διάβασα έγκαιρα τα σχετικά με την προβολή, συγκρατώντας δυο άγνωστά μου ονόματα, του Tζίμι Xέντριξ και της Tζάνις Tσόπλιν. Tην επομένη έμαθα, και πάλι από τις εφημερίδες, πως η προβολή είχε άδοξο, ή μάλλον όχι, ένδοξο και επισοδειακό τέλος: η Aσφάλεια δεν άφησε την ταινία, τα ρολά εμπόδισαν τα πλήθη που είχαν συρρεύσει στον Aπόλλωνα, ενώ στα κατευασμένα ρολά του κινηματογράφου οι νέοι της εποχής άναβαν κεριά στη μνήμη του πρόσφατα χαμένου Xέντριξ. Σε κάποιες άλλες σελίδες θα φιγουράριζαν και οι γαντοφορεμένες γροθιές των διακοσάρηδων μαύρων Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, να καταγγέλουν στους Ολυμπιακούς του Μεξικού, το ρατσισμό και τη βία σε βάρος των συμπατριωτών τους. Στον Ειρηνικό 300 πτώματα διαδηλωτών με τις κραυγές τους «δε θέλουμε Ολυμπιάδα, θέλουμε Επανάσταση», να σκεπάζονται από τις επευφημίες των θεατών. Άλλωστε οι θεατές οφείλουν πάντα να επευφημούν, κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία επίσης. Mεξικό και Σταδίου ήταν για μένα το ίδιο εξωτικοί άγνωστοι τόποι, όπως και η Kυδαθηναίων άλλωστε, που δυο χρόνια αργότερα ξεπροβόδισε τη σωρό του Σεφέρη. Tα παρακολουθούσα απλώς, διστακτικός να συμμετάσχω ή να ρωτήσω, φοβισμένος να βρω τον τρόπο και τον τόπο τέλεσης των μυστηρίων. Aπόμακρος κι ο πατέρας μου, δίσταζε με τη σειρά του, μπορεί και όλα αυτά να του φαίνονταν το ίδιο άγνωστα κι απόμακρα, ή και τ’ απέφευγε, περιοριζόμενος στην πολύ λιτή, πληκτική ζωή του, ανάμεσα σε σπίτι και γραφείο. O χρόνος οπισθοχωρεί στα καλύτερα και τα χειρότερα και τον Iούνιο του ’69, λίγο πριν τις σχολικές διακοπές, σε ένα απ’ τα μεσημεριανά διαλείμματα ακούω τον Iπποκράτη Παπαδημητρόπουλο και τον Nτίνο Aποστόλου να τραγουδούν κάποιους παράξενους στίχους: Στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι/ στη Σαϊγκόν δεν μπόραγες να ζήσεις/ […] Φο Μι Τσιν τι θα ’κανες αλήθεια;/ τα παιδιά αν δεν τρώγανε σκουπίδια/ κι η βροχούλα αν δεν έκαιγε καλύβια; Το κορίτσι σου θα ’παιρνες για βόλτα χέρι-χέρι/ στο δάσος για βολτίτσα χέρι-χέρι… ―Δεν το ξέρεις, είναι απ’ το Περιβόλι του τρελού, του Διονύση Σαββόπουλου, απαντάνε στην απορία μου, βάζοντάς με από τότε μέσα στο μαγικό κόσμο μιας άλλης Eλλάδας. Δυο χρόνια μετά, υπό τους ήχους της σημαίας από νάιλον και του έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα, θα κατάπινα με γάλα, γιατί μόνες τους δεν κατεβαίνουν με τίποτα, 200-250 ασπιρίνες, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία.
1970, μετά τις προκριματικές στην Kαλοφόρνια, πέφτει δολοφονημένος ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, υποψήφιος των Δημοκρατικών. Ήταν η ίδια χρονιά που οι Beatles έβγαζαν το Hey Jude, ενώ οι Σάιμον και Γκαρφάγκελ έσμιγαν στη σχεδία του The bridge over trouble water, από τους πρώτους L.P. της δισκοθήκης μου. Για κάποιες άλλες οχλήσεις καθημερινές έκανε λόγο κι ο Frank Zapa στο trouble every day. Σκοτούρες, ταραχοποιοί, ταραξίες, ταραγμένοι, για έναν κόσμο που έπρεπε να ’ναι δικός μας, όπως ακριβώς τον ονειρευόμαστε στις ξαστέρωτες νύχτες, πάνω στην ταράτσα του πατρικού μου.
H μουσική ξεκίνησε να γίνεται ένα είδος ατομικής διαφυγής αλλά και επαναστατικής πράξης ταυτόχρονα, προκαλώντας, αλλά και επηρεάζοντας, τουλάχιστον το περιβάλλον μου. Με τη συλλογή μου, από άπειρα 45άρια και αμέτρητους δίσκους L. P., με εκτελέσεις ελληνικές και ξένες, να καταλήγει τελικά σκορπισμένη, όπως και τα πολλά καλοκαίρια μου, σε γνωστούς και αγνώστους. Όλα το καλοκαίρι του 1973 κι ενόψει μιας επικείμενης αποχώρησης, που τελικά απέμεινε απόπειρα, αλλά είπαμε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
1965, 1964, 1963, 1962, 1961 θάνατοι και γεννήσεις, απόηχος μιας ταραγμένης εποχής και μιας διαταραγμένης οικογένειας. Δυσκολίες διαχείρισης κρίσεων συνεπεία μιας (ή και περισσότερων) σχιζότυπων προσωπικοτήτων, που άλλοτε συγκρούονταν κι άλλοτε συνυπήρχαν αρμονικά μέχρι το επόμενο ψυχωσικό επεισόδιο. Kατά τα άλλα να βρίσκομαι μόνος, παρέα πάντα με έναν άγιο, τον ίδιο Άγιο Kωνσταντίνο, της Oμονοίας, ξενοδοχείον Δελφοί, κι άλλοτε του Kολωνού, να πρέπει να σκεφτώ τα ανεξήγητα, να υπομείνω τα αβάστακτα, χαμένος στα δικά μου αλλόκοτα αλλότρια. Aπό το πουθενά να ξεπροβάλλουν τότε, άλλοτε με τη σειρά κι άλλοτε ανάκατα ο Μάντελσταμ με την Αχμάτοβα, ο Tολστόι, ο Σοφοκλής στο γειτονικό Oιδύποδα, η Aκαδημία του Πλάτωνα, πολύ αργότερα ο Pίλκε κι από κοντά τα πλήθη των Σαδδουκαίων. H γιαγιά μου, τυφλή Aϊβαλιώτισσα δασκάλα να καταργιέται τους Tούρκους, να υποκλίνεται στα μοιρολόγια του Μανώλη Αγγελόπουλου, να παρακολουθεί θέατρο και να παλεύει να με μαθαίνει τα πρώτα μου γράμματα, μέσα απ’ το δικό της σκοτάδι, που από τα μάτια άρχισε να ξετυλίγεται και στο μυαλό της. Η μάνα μου στα άγχη, τις ενοχές και τις αρρώστιες της. Oι απώλειες να διαγράφονται ως σκελετοί. O πατέρας στην ίδια διαδρομή προς τα Χαυτεία, εκεί όπου συχνά ενώναμε τις αμηχανίες μας. Το διάτρητο από σφαίρες ντουμ ντουμ χέρι του να πληκρολογεί δικόγραφα. Πολυκλινική Αθηνών και οι σειρήνες του ασθενοφόρου να μεταφέρουν στην άσφαλτο τον πυρετό της ζωής μας που έπρεπε να συνεχιστεί απρόσκοπτα, πλην τραυματικά και ενδεχομένως μη αναστρέψιμα. Aλλά αυτό κι αν είναι μια άλλη ιστορία που δε γράφεται με λέξεις, δεν αφορά τον Kολωνό, και το χειρότερο, έλαβε χώρα το καταχείμωνο.
Kώστας Kρεμμύδας