μια συζήτηση με τον Κώστα Κρεμμύδα
«Έπρεπε να μου ταιριάζει κάτι για να το κάνω κι εμένα μου άρεσε το χρώμα. Αυτήν την εποχή μου ταιριάζει το μαύρο γι’ αυτό έχουν τόση αποδοχή τα έργα μου. Δεν έχω ξαναδεί το άσπρο». Ο απόηχος της ζωντανής παρουσίας της Γιούλικας Λακερίδου φέρνει στο προσκήνιο τη μορφή του συντρόφου της, επίσης ζωγράφου, Σαράντη Καραβούζη. Είναι πολλές φορές που τα πρόσωπα μέσα μας ταυτίζονται αποκτώντας, παρά τις διαφορές τους, την απαραίτητη ταύτιση που αποδεικνύει όχι απλώς μακροχρόνια συνύπαρξη αλλά, το κυριότερο, τη δύναμη ενός έρωτα ικανού να μεταμορφωθεί σε απαντοχή, εγκαρτέρηση, δημιουργία. Τη Γιούλικα Λακερίδου και τον Σαράντη Καραβούζη τους γνώρισα πριν χρόνια από τον Ηλία Πετρόπουλο. Ο Σαράντης κόσμησε με έργα του το αφιέρωμα στον Ηλία κι από τότε η γνωριμία μας εξελίχθηκε σε φιλία και αμοιβαία αγάπη. Συνήθως στο καΐκι για Γαύδο παίρναμε το τηλεφώνημα απ’ τον Σαράντη, σημάδι πως μέσω Βενετίας είχαν ήδη φθάσει στην Αθήνα για την καθιερωμένη διαμονή τους. Έως ότου ζούσε ο πατέρας της Γιούλικας, Γιάννης Λακερίδης, η ζωή τους παρέμενε τριχοτομημένη σε Παρίσι, Λευκωσία και Αθήνα. Αργότερα απλώς διχοτομήθηκε και από το καλοκαίρι του 2005, μετά από την καθιερωμένη επίσκεψη στη Μπιενάλε της Βενετίας –«στο αμερικάνικο περίπτερο ένα κλασσικότατο βιτρό», μας λέει–, η ζωή συνεχίζεται με επίκεντρο την Αθήνα και τον Σαράντη: «Ο Σαράντης ήταν κόμης κοντά σε μένα. Πρώτα η φροντίδα του κι άμα μείνει καιρός τότε ζωγραφίζω. Άλλωστε η δουλειά μου ήταν πιο απλοποιημένη απ’ ότι η δική του. Εμένα με πιάνει νευρική κρίση να πιάσω λεπτομέρειες. Τα έργα μου παλιότερα ήταν γεμάτα χρώματα. Από την ώρα που πρωτοαντίκρισα αυτή τη μαύρη αρχιτεκτονική γραμμή πάνω στον ουρανό αποφάσισα να φτιάξω να μαύρα που έδειξα πέρσι στο Μουσείο της πόλεως των Αθηνών. Το θέμα μου δεν είναι ούτε αρχιτεκτονικό, ούτε τοπίο. Δε θέλω να βάλω πολύ αρχιτεκτονικό και πολύ ουρανό. Η αντανακλάσεις του μαύρου έχουν σημασία», συνεχίζει τις καίριες επισημάνσεις της η ζωγράφος με τον γνώριμο δικό της απλό τρόπο. «Δεν έχω ποτέ επισκεφθεί την Μπιενάλε της Βενετίας», τη διακόπτω παίρνοντας αφορμή από τις ετήσιες επισκέψεις τους. «Δε χάνεις και πολλά πράγματα», με αφοπλίζει η Γιούλικα.
H Γιούλικα Λακερίδου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1940. Δέκα χρόνια μετά εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στη Λευκωσία, εξαιτίας επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα της. Με το τέλος των γυμνασιακών της σπουδών το 1958 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, έχοντας ήδη πάρει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τους σημαντικούς Κύπριους ζωγράφους, καθηγητές της στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, Τηλέμαχο Κάνθο και Αδαμάντιο Διαμαντή. Τέλη του ’62 γνωρίζεται στην Αθήνα με τον ζωγράφο Σαράντη Καραβούζη, και λίγα χρόνια αργότερα παίρνει μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Μανουσάκη. Το 1967, λόγω υποτροφίας του Καραβούζη, αναχωρούν για το Παρίσι, όπου η Γιούλικα Λακερίδου συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή καλών Τεχνών του Παρισιού με καθηγητή τον Ricardo Licata, παρακολουθώντας παράλληλα στη Σορβόννη, στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, μαθήματα ιστορίας του ψηφιδωτού, αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής αρχιτεκτονικής, βυζαντινής αγιογραφίας και ψηφιδωτού. Τα έργα της κοσμούν ιδιωτικές, δημόσιες και δημοτικές συλλογές σε Γαλλία, Κύπρο και Ελλάδα.
Λίγο πριν την οριστική εγκατάστασή μας στον Κολωνό, (Ισμήνης & Μεγίστης Λαύρας 32), η Γιούλικα βρέθηκε στα γραφεία του Μανδραγόρα, στα Εξάρχεια, όπου κάναμε τη συνέντευξη για λογαριασμό του περιοδικού «Πάροδος» και του Κώστα Ριζάκη.
Κώστας Κρεμμύδας: Ας αρχίσουμε λοιπόν με τα Εξάρχεια, απ’ όπου ξεκίνησε και η γνωριμία σας με τον Σαράντη Καραβούζη
Γιούλικα Λακερίδου: Πολύ τρελό!.., να σου τα πω ακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα, τόσο τυχαία!.. Ήταν το τριήμερο της 25ης Μαρτίου του 1963. Εγώ ήμουν στο σπίτι της φίλης μου Ιωάννας Φαρμακά στην οδό Δαφνομήλη, και κανονίζαμε να πάμε για το τριήμερο στους Δελφούς με συμφοιτητές της. Είχα έρθει για λίγο καιρό στην Αθήνα κι έμενα στης αδελφής μου, στη Ζωοδόχο Πηγής. Σπούδαζε τότε μουσική στην Ελλάδα, πιάνο στο Εθνικό Ωδείο με τον Μανώλη Καλομοίρη. Κατηφορίζοντας τη Δαφνομήλη, από το σπίτι της Ιωάννας, στο ύψος της Σίνα συναντώ τον αδελφό της, τον γλύπτη Αντρέα Φαρμακά που μου προτείνει, με τη σειρά του, να πάμε στην Ύδρα στο αρχοντικό του Τομπάζη που είχε παραχωρηθεί για τους σπουδαστές της Καλών Τεχνών.
–Μα μόλις κανόνισα με την αδελφή σου, του λέω, να φύγουμε για τους Δελφούς.
–Τι δουλειά έχεις με παντρεμένους, αυτοί είναι όλοι ζευγάρια, ανταπαντά ο Φαρμακάς.
Κι έτσι την επομένη Σάββατο ξεκινάμε για Ύδρα. Μαζί τους στην παρέα ήταν ένα όμορφο παιδί, ο Σαράντης. Αμέσως τον πρόσεξα αλλά και αυτός δεν έχανε ευκαιρία να με λοξοκοιτά παρότι συνόδευε μια κοπέλα!.. Ξανακοιτάω κι εγώ και να σου κι αυτός… Με το κρασί και την κουβέντα πέρασε η ώρα, μέθυσε και ο Φαρμακάς κι αρχίσαμε με τα κεριά, γιατί ήταν περασμένες 2 το πρωί και τότε τα φώτα έσβηναν στις 2(!), αρχίσαμε να τον ψάχνουμε στα στενά της Ύδρας. Μαζί κι ο Σαράντης που δεν ξέρω πώς με απομόνωσε και βρεθήκαμε μόνοι απέναντι από τη σχολή. Κι εμένα μου άρεσε… Έβαλε το χέρι του πάνω από τον ώμο μου αλλά εγώ αντέδρασα. Την άλλη μέρα πάμε στη Μονή του Προφήτη Ηλία, μαζί κι ο Σαράντης με τη φίλη του που ήταν πολύ πιο όμορφη από μένα!.. Εγώ είχα τα νιάτα μου αλλά δεν ήμουν ποτέ εντυπωσιακά όμορφη… Ο Φαρμακάς που κάτι ψιλιάστηκε με αγκαλιάζει σφιχτά, μάλλον για να τον πικάρει, αλλά εμένα με έπιασε το κλάμα κι έτρεξα προς τον Σαράντη. Στο γυρισμό μολονότι έμενε στα άνω Ιλίσια, βρήκε τον τρόπο να ’ρθει στο σπίτι και να μείνουμε μόνοι μας στη Ζωοδόχου Πηγής…
Γύρισα στην Κύπρο, ο Σαράντης πήγε στρατό, στην Τρίπολη, από τα χειρότερα στρατόπεδα, και στη συνέχεια κατάφερε μετά από σύσταση του ζωγράφου Απέργη που απολυόταν, να μετατεθεί ως σχεδιαστής στο Πεντάγωνο. Κρατούσαμε επαφή και τελικά με προσκάλεσε στην Αθήνα. Δεν ήμουν και σίγουρη τι να κάνω.
Άκουγα πάντα τι μου λέγανε
Κ.Κ.: Σπούδαζες στην Κύπρο;
Γ.Λ.: Έμεινα ένα χρόνο στο Λονδίνο το 1958, απέναντι από το Χάιντ Παρκ, για να σπουδάσω στην Καλών Τεχνών αλλά τελικά γύρισα στην Κύπρο. Για μένα θα ’ταν εύκολο να μείνω. Η αδελφή μου είναι μόνιμα εγκατεστημένη πια, είναι ψυχοθεραπεύτρια και ζει στο Λονδίνο, έχει γράψει μάλιστα κι ένα σπουδαίο βιβλίο για τις μητέρες που ασκούν ασφυκτική πίεση στα αγόρια τους: The undead mother
Κ.Κ.: Γιατί δε σκέφτηκες την Καλών Τεχνών της Αθήνας;
Γ.Λ.: Δε μου άρεσε το αναγκαστικό των εισαγωγικών εξετάσεων, ιδιαίτερα η υποχρέωση για το γυμνό και το πορτρέτο που εξετάζονταν οι υποψήφιοι. Άλλωστε είχα κάνει αρκετά συστηματικές σπουδές στην Κύπρο και είχα αποκτήσει πολλές βασικές γνώσεις. «Δεν έχεις να μάθεις και πολλά πράγματα» μου έλεγε ο ζωγράφος Γιώργος Μανουσάκης, γνώριμος του Σαράντη, που του έδειχνα και τη δική μου δουλειά. Τότε το 1965 έκανα ακουαρέλες γιατί θεωρείτο πιο εύκολο είδος στη ζωγραφική. –Πρέπει να μάθεις και το λάδι, μου είπε ο Μανουσάκης κι αυτό που είχε καρφωθεί στο μυαλό. Ξέρεις, οι κλασσικοί με φοβίζανε: όταν πήγαινα στα μεγάλα μουσεία στο Λούβρο, στο Λονδίνο, τρόμαζα, με είχαν κομπλεξάρει όλα όσα έβλεπα!… Μόλις γνώρισα τον Σαράντη κι έβλεπα την ευκολία που σχεδίαζε, δοκίμασα κι εγώ. «Τόσο εύκολη είναι η ζωγραφική!», σκέφτηκα.
Κ.Κ.: Όντως, δεν έχω σε δει ποτέ να κάνεις προσωπογραφίες. Ίσως τα φιλιά να είναι τα μόνα πρόσωπά σου
Γ.Λ.: Και οι πολλαπλές εκδοχές του φιλιού δεν είναι πρόσωπα με την κλασσική φόρμα, είναι καρικατούρες προσώπων.
Κ. Κ.: Να επανέλθουμε στα προσωπικά σας που από ότι φάνηκε δεν ήταν και πολύ προσωπικά καθώς σχετίζονταν με την εξέλιξή σας στην τέχνη. Απ’ όσο θυμάμαι μόλις ο Σαράντης πήρε την υποτροφία του ΙΚΥ σου πρότεινε να φύγετε μαζί για Παρίσι.
Γ.Λ.: Ήταν Μάρτης του 1967 και μου ζήτησε να έρθω με τον πατέρα μου στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός δούλευε στην G&P που είχε το Intercontinental και αργότερα ήταν Γενικός Διευθυντής των Δημοσίων Έργων της Κύπρου. Σ’ αυτόν και στη μητέρα μου οφείλουμε την παιδεία μας. Τον κοσμοπολιτισμό μας. Δυστυχώς το σπίτι μας βρέθηκε πάνω στην πράσινη γραμμή της Λευκωσίας το 1974!… Από τότε ερημώνει. Αλλά ας γυρίσουμε στον Σαράντη. Με την κουβέντα φτάσαμε και στα παιδιά. –Πόσα θα κάνουμε;, τον ρώτησα, μέχρι τρία… Μόνο που δεν έπαθε εγκεφαλικό. –Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα παιδιά, εγώ θέλω να κάνω καριέρα, μου είπε. Αν θέλεις παιδιά μη γυρίσεις. Ήταν Καθαρή Δευτέρα που πήγαμε στη Σαλαμίνα.. Όλοι γελούσανε, μόνο εγώ σκεφτόμουν, έπρεπε ν’ αποφασίσω.
Κ.Κ.: Χρειάστηκες καιρό;
Γ.Λ.: Αμέσως κατέληξα. Έφυγα Μάρτη πίσω στην Κύπρο και γύρισα τον Αύγουστο για να παντρευτούμε και να φύγουμε στο Παρίσι. Και είχε δίκιο, ακόμη και οικονομικά, ακόμα και σε πρακτικά ζητήματα: ο καθένας μας ήθελε το χώρο του, το εργαστήριό του, κι ένα δωμάτιο να κοιμόμαστε. Πού θα τα βάζαμε τα παιδιά; Άλλωστε πάντα δουλεύαμε πολύ. Εγώ βέβαια λιγότερο γιατί είχα και τις ευθύνες του σπιτιού όμως αυτό δεν με εμπόδισε να δοκιμάζω διαρκώς, να μπαίνω μέσα στα ρεύματα και στις τάσεις της ζωγραφικής (έχω κάνει αφαίρεση, κυβιστικά, γραμμικά), να πειραματίζομαι σε όλα τα είδη: χαρακτικό, χαλκογραφία, μεταξοτυπία, επιζογραφισμένα σχέδια…
Με τη διαρκή άσκηση στο τέλος εξαϋλώνεσαι. Είναι σα να γυμνώνεσαι σταδιακά.
Κ.Κ.: Τελικά προτιμάς τις καθαρά γεωμετρικές φόρμες, η ζωγραφική σου είναι κυβιστική. Αν και από τη μια καταργείς το χώρο προτάσσοντας το γεωμετρικό σχήμα, τα σπίτια –συνήθως τετράγωνα κελύφη– από την άλλη όμως κυριαρχεί το φως, οι ανταύγειες του ήλιου και η θάλασσα των νησιών, της Σαντορίνης, της Ύδρας, της Τήνου, έστω και σε δευτερεύοντα ρόλο. Υπάρχει ένα στοιχείο χαρακτικής στη ζωγραφική σου. Θέλω να πω, πως δεν είναι οι φόρμες σου κλασσικά κονστρουκτιβιστικές, δηλαδή ενώ απουσιάζουν οι συμβατικές αναπαραστάσεις και κυριαρχούνται από το στοιχείο της αφαίρεσης, εντούτοις είναι εύκολα αναγνώσιμες, είναι λιγότερο λειασμένες, γι’ αυτό λέω για ένα είδος «χαρακτικής ζωγραφικής», αν μου επιτρέπεται ο όρος.
Γ.Λ.: Τα πρώτα μου έργα στο Παρίσι ήταν χαρακτικά. Κι αυτές οι φόρμες που λες, υπήρχαν από την αρχή στη δουλειά μου: έχω κάνει σε σχέδιο το σπίτι του Τομπάζη προς το Καμίνι, στην Ύδρα, σαν να’ ναι γραμματόσημο, σαν χαρακτικό. Όμως αρχικά κι εγώ ξεκίνησα με δέντρα, τοπία, μια απεικονιστική ζωγραφική όπως ζωγραφίζει όλος ο κόσμος. Στο Παρίσι ανακάλυψα την αφαίρεση μετά από πολύ δουλειά και πολλούς πειραματισμούς. Στη Σχολή άρχισα να ανακαλύπτω τη χαρακτική, την ταπισερί, το ψηφιδωτό και να προσπαθώ να ενώσω να ενοποιήσω τα θέματά μου και στα τρία αυτά είδη. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να αποδοθεί μια σύνθεση με τρεις διαφορετικούς τρόπους, το ίδιο αντικείμενο με τρεις διαφορετικές τεχνικές.. Κι έκανα μελέτες: έβαζα τα κτίρια και τα δέντρα. Μετά έβαζα κλαδιά κι έπαιζα, άλλοτε αφαιρούσα, άλλοτε πρόσθετα καταλήγοντας σε συνθέσεις με δέντρα γυμνά χωρίς φύλλα, με περισσότερα ή λιγότερα κλαδιά, με τα κτίσματα σε πρώτο ή σε δεύτερο πλάνο. Ψαχνόμουν για να πετύχω την αρμονική σύνθεση, την ατμόσφαιρα, το σχήμα. Σα να γυμνώνεσαι σταδιακά… Η ιδέα του παντρέματος των τεχνικών ήταν του καθηγητή μου Ricardo Licata που δοκίμαζε και με τις τρεις τεχνικές κι επειδή μου άρεσε η ατμόσφαιρα που ανέδιδαν τα έργα του, αποφάσισα να τον μιμηθώ. Σπουδαία επίσης ήταν και η ατμόσφαιρα του εργαστηρίου, αλλά και οι ανταλλαγές που κάναμε επειδή ο Ricardo ήταν Ιταλός, με το ατελιέ της Ραβέννα.
Κ.Κ.: Το ψηφιδωτό κυριαρχούσε τότε στη δουλειά σου
Γ. Λ.: Και μάλιστα, ενώ υπήρχαν έτοιμες ψηφίδες εγώ προσπαθούσα να φτιάξω δικές μου να ’χουν την αλήθεια και τη φυσικότητα της πέτρας… Έσπαγα μάρμαρο μέχρι που έσπασα το χέρι μου. Δούλευα και με τον βενετσιάνικο και με τον βυζαντινό τρόπο, άλλοτε δηλαδή οι ψηφίδες τοποθετούνταν ανάποδα, όπως οι τυπογράφοι στη μονοτυπία έβαζαν τα γράμματα μη αναγνώσιμα, κι άλλοτε κανονικά, από την καλή, όπως βλέπουμε το έργο. Η ατμόσφαιρα στο ατελιέ ήταν καταπληκτική, κάθε που τελείωνε ένα έργο το πανηγυρίζαμε, το «βρέχαμε» με κρασί, εγώ τους έκανα τζατζίκι, ταραμά, τρελαινόντουσαν… Κι επειδή δεν έπινα ποτέ με ρώταγαν σε ποια σέχτα ανήκω!.. Καταπληκτικά χρόνια αφού δεν έλεγα να φύγω, συνέχιζα από το ’67 μέχρι το ’80!
Τελικά κυριαρχεί το χρώμα κι όχι το σχήμα
Αλλά έπρεπε να δουλέψω και ζωγραφική και το Παρίσι είχε εξαντλήσει όσα ήταν να μου δώσει. Όταν κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα της ζωγραφικής, έφυγα από το εργαστήριο. Είχα ανάγκη από το φως της Ελλάδας, αυτή την εναλλαγή χρωμάτων με τον ήλιο να γίνεται κόκκινος στη Σαντορίνη, κίτρινος στην Τήνο… Το πρόβλημα στη ζωγραφική μου είναι το φως. Φως/σκιά Αν δεν βάλεις φως το έργο είναι μπογιά, δεν είναι πίνακας. Ο Αγήνωρ Αστεριάδης ήρθε το 1973 στην γκαλερί Ώρα στην πρώτη ατομική μου –Μ’ αρέσει το έργο σου αλλά λείπει η καμπύλη, θα γινόταν πιο ενδιαφέρουσα η δουλειά σου, μου είπε. Εκείνη την εποχή είχαμε νοικιάσει ένα στούντιο στου ζωγράφου, βγήκα λοιπόν κι εγώ στην ταράτσα για να βρω την καμπύλη στο βουνό. Τριγύρω κομμάτια από φωταγωγούς και τοίχους, στο βάθος η κορυφογραμμή του Υμηττού. Έτσι έγινε η σειρά έργων μου την περίοδο 1973-79 που εξέθεσα στο Παρίσι, έργα μόνο από την Αθήνα κανένα γαλλικό τοπίο.
Κ.Κ.: Προπομπός των τελευταίων σου;
Γ.Λ.: Κάνεις τον κύκλο σου με άλλο μάτι κάθε φορά. Και πάντα η τύχη έρχεται να φέρει στο φως ό,τι έχεις μέσα σου. Έτσι και με τα μαύρα, σηκώθηκα ένα πρωί να πιω νερό, γύρω στις πέντε. Η κουζίνα μας δεν έχει παραθυρόφυλλα κι ασυναίσθητα είδα τους μαύρους ίσκιους πάνω στον ολόμαυρο Υμηττό. Η πραγματικότητα είναι τρομερό πράγμα! Να βλέπεις το μαύρο και πίσω το φως που βγαίνει. Και το φως σε όλη τη διάρκεια της μέρας στις δικές του αντανακλάσεις
Με γεμίζει η ζωγραφική
Κ.Κ.: Η ζωή σου ήταν η ζωγραφική αλλά κυρίως μέσω του Σαράντη, μολονότι προϋπήρχε του Σαράντη. Σίγουρα η κοινή σας ζωή ενίσχυσε τα στοιχεία που όμως ενυπήρχαν. Έχω την αίσθηση ότι τώρα τα πράγματα άλλαξαν: εσύ στηρίζεις τη συνέχεια της τέχνης σας. Ίσως γι’ αυτό και καταλήγεις τώρα σε μια τόσο σημαντική ενότητα που πέρα από υποσυνείδητα συναισθήματα εξωτερικεύει μια μεστή και ολοκληρωμένη καλλιτεχνική πρόταση.
Γ.Λ.: Με γεμίζει η ζωγραφική… Θέλω να κάνω ένα μεγάλο έργο…
Τον Σαράντη τον επηρέασε ο σουρεαλισμός, παρότι παραμένει ένας μεταφυσικός καλλιτέχνης. Στη δική μου δουλειά πρωταρχικό είναι το φως, ακόμα και τώρα στις αποχρώσεις του μαύρου…