Ό ήχος του Καρχαρία ✽ Δημήτρης Ζουγκός

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 


(Μεσημέρι. Στενάχωρο δωμάτιο μ’ ένα μικρό παράθυρο στον φεγγίτη.)

Η ψυχική μου κατάσταση δεν είναι καλή.
Νιώθω το κεφάλι να έχει γίνει μεγαλύτερο από το σώμα μου.
Όπως ένα παιδί προσπαθεί να καταλάβει την γεωμετρία του Ευκλείδη και ο δάσκαλος το ρωτάει, κατάλαβες;
και εκείνο υποψιασμένο απαντάει κατάλαβα
και μένουν και οι δυο ευχαριστημένοι από την σιγουριά τους.

Μυστήριο αδελφέ μου, θαρρούσα τα είχα αναλυμένα όλα
τον θάνατο της μάνας μας και τον θάνατο των άστρων
την θέρμη που δείχνει το κορμί στη νύχτα
την ανάγκη για το ψέμα και την υποχρέωση για τ’ άψυχα
να μην τα μεταχειριζόμαστε άσχημα.
Όλα αδελφέ μου. Όλα αναλυμένα.

Να κοίτα αδελφέ μου, λίστες, χιλιάδες λίστες
αυτό είναι καλό, αυτό είναι κακό
βαθμολογημένα σε ιεραρχία σαν στρατιωτάκια.
Τάξη στο χάος, τάξη στο φως.
Σημειώσεις για τα πιο ταπεινά και την υπερβολή
«Ν’ αγαπάμε το αντίθετο μας
εκείνο που κούρνιασε στην μεγάλη μας λάμψη
γιατί έζησε στην σκιά και οι σκιές υπόσταση δεν έχουν».

Σχώρνα με αδελφέ μου, δεν σε κέρασα κάτι.
Έχω; Όχι δεν έχω. Ξεχασμένος στις βαθιές μου σκέψεις
αμέλησα να προμηθευτώ ότι η σάρκα μου ποθεί.
Να βγω μια στιγμή, δεν θα αργήσω.
Αλήθεια τι εποχή έχουμε;
Να βάλω κάτι ζεστό ή άνθισε στον κήπο η ροδιά;
Ξέχασα, ξέχασα, παντρεύτηκε η Άννα;
Μου είχε στείλει μια επιστολή σε κίτρινο φάκελο
και μύριζε τ άρωμα που φορούσε όταν δεν ήταν σίγουρη.
Όχι μη μου πεις – δεν πρέπει να κάνω ερωτήσεις
όταν οι απαντήσεις δεν με αφορούν.

Λίγο νερό δεν θα το αρνηθείς αδελφέ μου.
Πιες, είναι το θεμέλιο ύδωρ,
ιό έχουν τα ποτάμια οι ωκεανοί τα σύννεφα
ποτίζουμε τα ζώα και ποτιζόμαστε και εμείς
άρα είμαστε εν μέρει ποτάμια ή κατά βάση ζώα
τι άσχημη λογική και πόσο αληθινή.

Την άνοιξη γεμίζει ο κάμπος παπαρούνες
και όλες είναι τέλειες.
Αν τσαλαπατήσεις μία
ο κάμπος θα παραμείνει τέλειος με τρόπο διαφορετικό
αν τις τσαλαπατήσεις όλες
θα έχεις έναν τέλεια τσαλαπατημένο κάμπο με παπαρούνες.
Η φύση δεν κάνει ποτέ λάθος αδερφέ μου, να την εμπιστεύεσαι.
Ακόμη και τα πιο τρομακτικά πλάσματά της ερωτεύονται.

Αδελφέ μου
Η ψυχική μου κατάσταση δεν είναι καλή
λέω και σκέφτομαι πράγματα ασύλληπτα
το βιβλίο που με τόσο κόπο έγραψα
σκύβοντας πάνω από τις σελίδες
ούτε με υπερβολική σκέψη μα ούτε και μελάνι
αντάμωσε την κριτική του κυρίου Έζρα
το ξεφύλλισε μπροστά μου
και όταν βρήκε την λέξη καρχαρίας
με κοίταξε μέσα στον κίτρινο πυρετό του
και την διέγραψε.
Η πιο σημαντική λέξη, καρχαρίας.

Δεν έχω καμιά ελπίδα αδελφέ μου
και αυτό με κάνει να πιστεύω πως έχω δίκιο.
Έζησα αντίθετα, δικάστηκα από φίλους αξιότερους.
Φιλοσόφους, ποιητές, γεωμέτρες.
Και ήρθε η σειρά σου αδερφέ μου.
Πρέπει να με αγαπήσεις.
Δεν έχω κανέναν άλλο.
Υπάρχει μεγάλη ερημιά μέσα μου.
Κι ας κρύβω όλους τους ανθρώπους.
Κι έπειτα είναι οι ήχοι.
Ναι, οι ήχοι αδερφέ μου.
Η παλιά πίστη για τα μάτια είναι ψεύτικη
αλλά για τους ερασιτέχνες της πραγματικότητας
η ορθή επιλογή.

Η πορεία στο φως
είναι ο δρόμος για το μεγάλο μεσημέρι
όπου ξαποσταίνει ο βοσκός
σαν χαμομήλι που λιάζεται στον πιο δυνατό ήλιο.
Το φως σε τυφλώνει το ίδιο με το σκοτάδι.
Η αληθινή αναζήτηση αφορά τους ήχους.
Για να σε δω αδερφέ μου πρέπει να σε ακούω.
Μ’ ακούς αδερφέ μου;

Πρέπει να υπομείνεις.
Ότι έχω να πω δεν είναι για νηφάλια αυτιά.
Αναλογίστηκες ποτέ
γιατί η κάθε καινούρια μέρα ξεκινάει με νύχτα;
Τα μεσάνυχτα δεν υπάρχουν ήχοι αδερφέ μου.
Κι αν ακουστεί κάτι θα είναι σαν κλάμα ξαφνιάσματος.
Ένας νέος άνθρωπος χαιρετίζει την διαδρομή στην αιώνια θλίψη.
Είναι η γέννηση αδερφέ μου.
Κάθε άνθρωπος αδελφέ μου ζει
μονάχα έξι ώρες.
Όχι χρόνια, τούτο είναι λάθος.
Έξι ώρες αδελφέ μου.
Τόσες του αναλογούν
για να ερμηνεύσει την παρουσία του.
Κι ένα τέταρτο μονάχα πριν το τέλος
αντικρύζει για πρώτη φορά το φως
και σύσσωμη η φύση του τραγουδά.
Τον αποχαιρετά.
Ναι αδερφέ μου
οι ήχοι το χάραμα
είναι οι άγγελοι θανάτου.
και όλοι οι ενδιάμεσοι θόρυβοι
από την γέννηση μέχρι την αυγή
είναι οι εκκωφαντικές δικές σου στιγμές.

Σου φαίνονται περίεργα αδερφέ μου
Κι όμως με την τυφλότητα μου μπορώ να εξηγήσω
τις συμπεριφορές και τα πιο μύχια μυστικά.
Τον ιδρώτα του κηπουρού όταν πλησιάζει το τριαντάφυλλο
και την κρυφή σκέψη του αδερφού μου
με τα ανήσυχα δάχτυλα.

Έχεις τον ίδιο ιδρώτα αδερφέ μου
Κυλάει στο σβέρκο σου και τον ακούω
να πέφτει στο τραπέζι
σε τούτη την λίμνη αδερφέ μου
σχεδιάζεις να με πνίξεις?

Τα χέρια σου μιλάνε σαν στόμα
άγρια χέρια, ετοιμοπόλεμα, θανατικά
ποιητικά χέρια αδερφέ μου.

Πολύ άμορφος για να δω το χάραμα
πολύ άσχημος για να μιλάω με άνθρωπος
πρέπει να με αγαπήσεις αδερφέ μου
πρέπει να με σκοτώσεις
διαφορετικά μπορεί να ακούσεις και εσύ τον καρχαρία
να σκίζει τα νερά με εκείνο τον τεράστιο θόρυβο
που κάνει ο Θεός
όταν γλιστράει κάτω από την χαραμάδα
κι έρχεται.