ποίηση
ΠΡΟΣ ΠΑΛΜΥΡΑΝ
Λοιπόν ήρθε η άνοιξη μεσ’ το φθινόπωρο με
το βαρύ βήμα , όσης ζωής με κόπο είχα μαζέψει.
Στάθηκε στο κατώφλι και με ρώτησε για τον μεγάλο
δρόμο που πάει στην Παλμύρα.
Τον δρόμο των προσκυνητών που πλανήθηκαν στις
αχανείς εκτάσεις των ερωτήσεων.
Της έδειξα τον ήλιο πού μεσουρανούσε όπως τον εννοούσα
Όχι όπως τον επιθυμούσα.
Γυρνούσε μεθυσμένος, παχύς, σαν νεόπλουτος έμπορος
στους δρόμους του Αιγαίου
που περνούν από φάρους και ξωκλήσια
χαμένα μεσ’ το μπλε τ’ ουρανού
Με κοίταξε με το βλέμμα των αλκυονίδων ημερών πού
φτερουγίζουν ακατάπαυστα μεσ’ το μυαλό μου.
Έκοψε ένα κλωνί βασιλικό κι έκατσε
στον ίσκιο του πεύκου της σπηλιάς πού αποκάλυψε στον Ιωάννη
τον ορυμαγδό των χρόνων πού γκρεμίστηκαν προτού τα κατοικήσουμε
Ρώτησα τι ήθελε να βρει.
Δεν μου απάντησε
Ήπιε νερό από το χάλκινο παγούρι με τα σημάδια του Ισλάμ
τα χαραγμένα περιστροφικά όπως στον δίσκο της Φαιστού
και κοίταξε την υψωμένη δεξιά κι αριστερά θάλασσα
που έδειχνε τον δρόμο της φυγής
Έγραψε στο ταξιδιωτικό της βιβλιάριο την αμοιβή
που είχαμε συμφωνήσει για μια δική μας στιγμή
κι έγειρε να κοιμηθεί στην αγκαλιά του μεσημεριού
ακουμπώντας το κεφάλι της σ’ ένα πανσέ.
Δεν είχα τίποτα άλλο να πω και αποσύρθηκα
Ο δρόμος προς την Παλμύρα είναι χαραγμένος
για έναν μόνο ταξιδιώτη και την αλήθεια του .
ΣΤΟ ΗΡΩΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ
Θ’ ακολουθήσω τα ίχνη σου
μέσα στα πράσινα φώτα
Στου μετάλλου το μολυβί απόφωτο
Στου χώρου το βάθος
με την σκιά του χθες απάνω μου
Είδωλο στο κέντρο ενός γυάλινου κύκλου
Σάρκωμα της πόλης που βυθίζεται στον ύπνο
Ψηλά στον αέρα
μια λαγωνίκα οσφραίνεται τον ήλιο
κι ένα τόπι κυλάει απ’ τα βουνά
Έρμα περισσευάμενο
της ηλικίας που αγαπήσαμε
Μια χούφτα λιόσποροι όλη κι όλη
Στο νέο φως της Σελήνης
τρωτός
με τον θάνατο πιασμένο
απ’ το μανίκι της ζωής
θα εισχωρήσω στην σάρκα σου
καθώς το χάδι ανάμεσα στα γυναικεία σκέλια
Ποιητής
Πυθία αντρογεννημένη
πού ταιριάζει τις σιωπές με τον λόγο
Που ταιριάζει την μοναξιά
στο όνειρο και την ανάγκη
Ήρωα γιε μου Λεβιάθαν
απεκδυόμενος την πανοπλία του μύθου
Μεσ’ το πράσινο φως των ματιών σου
Στου μετάλλου της πόλης
το μολυβί απόφωτο
θα παίξω την θλίψη μου
στις ατσάλινες χορδές
των καημών σου
Κι οι γενιές που θα ’ρθουν
ας με γνωρίσουν
μέσα απ’ το πρόσωπό σου
Προμηθέa
ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ
Μυριόφυλλη αντένα των καημών
Ανθίζεις
σ ανατολίτικους μπαξέδες ,λαγγεμένους
κι η πιο ψηλή κορφή σου
στέλνει ψαλμούς ψυχής
Ταμπάκο μυρωδάτο
σ’ αισθήσεις που λικνίζονται στους αμανέδες.
Λιγώνετε η καρδιά
κι απλώνει τα φτερά
σε καλοκαίρι ατέλειωτο
Τον νου τυλίγουν σέρτικα
και ράθυμα αρώματα κορμιού
Πόνος ερωτικός
πού πάνω του ανατέλλει ήλιος
σαν πυρωμένο περιστέρι μεσ’ το χέρι
Μαχαίρι
που σκίζει της άνοιξης μαγνάδι .
Ματιά γυναίκας
Πνοή γαλάζιας φλόγας
Η ανάσα του ανεμογέρτη έρωτα
που με μυεί
στην ίντριγκα του πάθους.
Καημέ νεφελεγέρτη
σε βράχια αράζεις το καΐκι της ζωής μου
και το ταξίδι μου μισό αφήνεις μεσ’ τον κόσμο
Πανί της πλώρης
στου ρόδινου αίματος την θάλασσα
πόλεις δειλινές αναζητώ
όπως
η εν Βαβυλώνει ανάπαυσης
του Αλέξανδρου
Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
με γιασεμιά γεμάτο
Του Αιγαίου τον κυματισμό
που σώζει ναυαγούς στην ρέμβη ακουμπώντας τους.
Μήτρα
από κάντιο, λιβάνι και ροδόνερο
Πύλη εκ λευκών φτερών
ας με γεννήσεις
στις υψηλές κι ευγενικές φενάκες σου
Την Δαμασκό
την Βαβυλώνα
και την ιδανική Αλεξάνδρεια.
ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΗΛΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Από του κύματος την έκρηξη
λευκές πυκνές ρανίδες, ως μέταλλου σκόνη
υψώνουν τείχη
που κρύβουν του Φαέθωντα το φως
προστάτη και τυράννου των πελαγινών .
Διαπερνώ το φράγμα
καθισμένος
στο βορειοανατολικό ράμφος του ανέμου
που δείχνει τις πέτρες
στις στενωπές διελεύσεις
υφάλμυρου –απ’ τις συχνές επισκέψεις άυλων σωμάτων– νερού
Σκιών
που τριγυρνούν με τα περαστικά νέφη
στα μη ορατά τοπία
του χρόνου που κυλά
στον ρυθμό του αργού κάματου
Στις άνυδρες ημέρες των πεπρωμένων
που βλέπουν το μέλλον
να εκτινάσσεται
απ’ την φυγόκεντρο του γαλάζιου
προς τις πύλες
ενός μύθου χωρίς προορισμό
Και πάλι λέω
Από της άδοξης πειρατείας το κούρσος
να πηδήσω στον νόστο του λευκού
που περπατάει
πάνω στα κίτρινα φύλλα
ενός διαρκούς φθινοπώρου
Ν’ ακολουθήσω του βορειανατολικού ανέμου την πορεία
και με ναυτικές σημαίες να δώσω σήματα
σε λιμάνια χαμένα απ’ τους χάρτες που αγόρασα
στα εμπορικά καταστήματα
των εισόδων κι εξόδων
του ναυαγισμένου κόσμου
που αναζητώ
Την πανγαία με τις αχανείς λεωφόρους
που ελίσσονται εντός νεφελωμάτων
λευκού αφρού που αιωρείται
ως σκόνη σιδηρομεταλλεύματος
κι’ ως εισβολεύς των ιερών κι άρρητων τόπων
να χαιρετήσω τις Κυκλάδες
Ως των ανέμων ευλαβής ταξιδευτής
Των βράχων,των φιδιών προσκυνητής
Δεμένος στον ατέρμονα
Του κουρασμένου χρόνου
μιας αναζήτησης χωρίς προορισμό
Σας χαιρετώ Κυκλάδες .
ΕΙΣ ΔΗΛΟΝ
Του λιμένος σου την χάρη αποτύπωσα στην μνήμη
Κι άκουσα την βουή σου
Κύριέ μου
Να περνάει απ’ τους αιώνες
Μέσω του βέλους των προσκυνητών
Που μύριοι και δισμύριοι
Πλέουν στου φωτός σου την θάλασσα
Σαν ανατέλλεις εν δόξει
Κι όταν παυσίλυπος γέρνεις στα ύδατα
Πάλι εν δόξει.
Σφραγίζοντας με σφραγίδες φωτός
Την ζωή
Που παλεύει στο σκότος .
Ω λαμπρέ κύριέ μου
Τις χορδές της καρδιάς μου ακούμπησε
Ως το τόξο της λύρας
Π’ αρμονίζει τον κόσμο χαϊδεύεις
Και μ’ υμένα χρυσό
Γεφυρώνεις τα χάσματα
Των σκιών τα πυκνά ενδιαιτήματα
Που υπονομεύουν
Το βήμα προς τ’ αύριο
Αυτό που ακούγεται
Σε πλακόστρωτα ελπίδων
Μέσ’ τα δάση των πυκνών αισθημάτων.
Το ποτήρι μου υψώνω και πίνω
Για να πλύνω
Κύριέ μου
Την ζωή
Την γεμάτη ασφοδέλους κι όχεντρες.
Την ψυχή στροβιλίζω στον χορό
Που ο ρυθμός της χαράς και της δόξας σου
Δίνει
Κι αποσπά απ’ την ζωή
Του θανάτου τα σκούρα ενδύματα.
ΕΙΣ ΜΥΚΟΝΟΝ
Απ’ του δράματος τις πύλες
Ένα μακρύ χέρι
Σκαλίζει τ’ όνομά μου
Στο τζάμι της βιτρίνας που κοιτώ.
Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο τελικό σίγμα
Ίπταμαι εντός πρασινοκόκκινου αερίου
Απ’ το ένα βαρύ φως
Προς τ’ άλλο βαρύ φως
Τ’ όνομά μου είναι γραμμένο κι’ εκεί
Διασχίζω το θαύμα
Ψάχνοντας για παλιές ελπίδες
Στον ανακαινισμένο τόπο
Σε οκαζιόν παπούτσια
Σε κοστούμια
Που δημοπρατήθηκαν
Στα τελωνεία που παραλαμβάνει τα Stock
Ναυαγισμένων καραβιών
Παντού είναι γραμμένο τ’ όνομά μου
Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο
Στο τελικό σίγμα
Μια σχισμή μ’ απέραντο βάθος
Στενή οδός
Που κανείς δεν γνωρίζει το τέλος της
Τις διασταυρώσεις
Η όποιες άλλες πιθανές διαδρομές
Μια απ’ αυτές
Ίσως να είναι η εκβολή του δράματος
Με το μακρύ χέρι
Που σκαλίζει τ’ όνομά μου
Μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο
Στο τελικό σίγμα
Πάνω στο τζάμι της βιτρίνας που κοιτώ.
ΕΙΣ ΤΗΝΟΝ
Πέτρες
Των εγκιβωτισμένων βωξιτών
Με του χρυσού την σκόνη εμπλουτισμένες
Ίδιες με των αγίων εικόνων την δύναμη
Που αναπετάσουν
Την αγιότητα του ανθρώπινου πόνου
Πέτρες
Με χαραγμένο πάνω στο σώμα σας
Ερώτημα του βήματος μου
Λαμπερές
Ως θώραξ πανοπλίας που εναντιώνεται
Στον καταλύτη άνεμο
Ταγμένες να φυλάττειν
Τα σθεναρά υλικά
Αυτά που κοιτούν τους αιώνες
να περνάνε εμπρός τους βουβοί
σαν ηττημένες λεγεώνες
και μηδενίζονται
στου κύματος τον αμφίστομο πέλεκυ
που μισός προς την μεριά του ουρανού
ματσακωνίζει τα ύφαλα των καραβιών
που μεταφέρουν
Έρωτες
Προσδοκίες
Το καλοκαίρι των σταφυλιών
–μια λάμπα θυέλης στα επικείμενα ναυάγια–
Τα φεγγάρια που κυματίζουν στου μπάτη την υγρή απαλότητα
Την σιγή
Την ενοχή
Τον καπνό των χαμένων ημερών
Που ακονίζει
Του κύματος τον αμφίστομο πέλεκυ
Που μισός προς την μεριά του βυθού
Πελεκά τα ύφαλα των βράχων
Με τους εγκιβωτισμένους βωξίτες
Τους εμπλουτισμένους με την σκόνη του χρυσού
Σας προσκυνώ
Τσιμιτάκης Δημήτρης
Share this Post