στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Ένα γκρίζο λειωμένο κασκέτο φορούσες
κι ένα σακάκι τσόχινο παλιάς κοπής
με βλέμμα ανήσυχο διέσχιζες τον κόσμο της σιωπής
τα βρώμικα πλακόστρωτα της πόλης που αγαπούσες.
Τριγύρω σου αλυχτούσανε αδέσποτα σκυλιά
κι ένα κοράκι πέταγε κοντά σου αλαφιασμένο
που με φωνή ανθρώπινη και βλέμμα φοβισμένο
μονολογούσε συνεχώς τις νύχτες ποτέ πια.
Απ’ την οδό σαν έρχονταν της Μοργκ οι δολοφόνοι
κρατάγανε στα χέρια τους βενζίνες και στουπιά
κι εσύ βαθιά στα όνειρα τραβώντας τα κουπιά
εκείνη πρόσμενες να βρεις που καρτερούσε μόνη.