Άγνοια Κινδύνου
Εσχάτως έλεγε πως δεν τον νοιάζει τίποτα.
Χαμογελούσε στις ρυτίδες του καθρέφτη
αστειευόταν με δυο τρίχες της φαλάκρας του
έκανε πείσματα στις βρύσες του λουτρού
σπανίως να τραβήξει καζανάκι.
Άσε που άφηνε απ’ έξω τα κλειδιά
κοιμόταν με ορθάνοιχτα παράθυρα
επέτρεπε αυτόνομα να σβήνουν τα τσιγάρα
παίζοντας ζάρια με τα χάπια στο τραπέζι.
Μα το χειρότερο, γυρνούσε στη Ομόνοια
μ’ ένα πανό μοναχικό από λινάτσα
επινοώντας βραδινές διαδηλώσεις
ανάμεσα σε τραύματα και ράμματα-
το Φιατάκι αναμμένο στη Σταδίου.
Κάποιος τον έπεισε να δει έναν γιατρό.
Άνοια.
Αυτό το γάμα τον κρατούσε στη ζωή.
Πλαστοπροσωπία
«Μπορώ να σκαρφιστώ χιλιάδες τρόπους
να δραπετεύσω απ’ τη μίζερη μορφή σου»
φώναζε στον καθρέφτη του.
«Να ταξιδέψω, να γράψω, να κάψω
ν’ αυτοκτονήσω ή τουλάχιστον
να καταγγείλω το σάπιο σύστημα
στο διεθνές δικαστήριο του χρόνου.
Μου αναφέρεις μόνον έναν λόγο
που λειτουργούμε με υποκατάστατα;»
«Μετά χαράς», έγνεψε το είδωλο.
«Φτάνει να μου δέσεις τα μάτια.»
Κόκκινη κάρτα
Ανεπίσημοι στίχοι.
Ανεπίσημοι τίτλοι.
Ανεπίσημοι έρωτες.
0–0 και πάμε παρακάτω.
Αίφνης
ο άρχων του αγώνος
εκ προθέσεως
αλλάζει τη ροή του παιχνιδιού –
17 λεπτά καθυστερήσεις.
Κλέβω τον χρόνο επιδεικτικά
επιδιώκοντας
για πρώτη και φαρμακερή
να εκτελέσω ένα πέναλτι ευστόχως.
Δεύτερη κίτρινη.
Αποβολή.
Του χρόνου βλέπουμε
προς το παρόν
αποχωρώ καταχειροκροτούμενος
απ’ την εξέδρα
των ανεπισήμων.