Λάμπρο, την τελευταία φορά
που συναντηθήκαμε
πάλι με ρώτησες πόσων χρονών είμαι.
Κλαράκι σπάζει σου απάντησα
και φύγαμε για Ρίον Beach.
Λάμπρο, γιατί βιάστηκες να φύγεις;
Μα τι τα θέλω και ρωτώ;
Μετά από χρόνια
πάλι θα συναντηθούμε
Θα γράφουμε ευσύνοπτα
στα σύνορα κόλασης παραδείσου.
Βάκης Λοϊζίδης
Ο Λάμπρος Σπυριούνης (8 Οκτωβρίου 2018) είναι η τρίτη απώλεια της γενιάς μου μετά τον Χρήστο Ηλιόπουλο (23 Γενάρη 1997) και τον Αντρέα Παγουλάτο (που ’φυγε στην καρδιά της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης/ 21 Κυριακή προς 22 Μάρτη 2010).
Δίχως αριστερόμετρο κι οι τρεις είχαν τη δική τους [αμόλυντη] Αριστερά (ταιριαστοί με τις ιδεολογικές καταβολές του Μ., που σημαίνει ότι δεν ανταμώσαμε τυχαία αλλά συμπορευτήκαμε συνειδητά ο καθείς με τις αποκλίσεις του: ο Χρήστος, από τους παθιασμένους κριτικούς της ποίησης δεν πρόλαβε στα 44του ν’ αναδείξει το διαφαινόμενο έργο του. προφυλακισμένος επί 18μηνο μαθητής/παιδί στον Κορυδαλλό/ πέρασε από δίκη στην καρδιά της χούντας. Ο Αντρέας στα 18 του πρωτοαντίκρισε στη Γιουγκοσλαβία τον πολιτικό πρόσφυγα πατέρα του. Για τον Λάμπρο βλ. την τελευταία του ιδίως συλλογή Η εκ φύσεως, ενδεικτικά τον στίχο: «τελικά τι έμεινε από τη ζωή μου/ Στουρνάρα & Πατησίων γωνία Νοεμβρίου έμεινε το πόδι μου», αλλά και δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων του, μεστές κοινωνικής ευαισθησίας.
Με τον Χρήστο στα 4 πάνω κάτω χρόνια που συμπορευτήκαμε σχεδιάζαμε, ανταλλάσαμε ιδέες, πασχίζαμε για τη στήριξη του περιοδικού/ σίγουρα αν… …θα κάναμε περισσότερα. «Σταμάτησε η καρδιά του Μανδραγόρα», ανακοίνωνε μια εφημερίδα τον θάνατό του.
Με τον Αντρέα διαρκείς δράσεις: δεν άντεχε τη μοναξιά κι ποίηση, όχι ως βήμα αυτοπροβολής αλλά ως πράξη παρέμβασης, ήταν η επαφή του με τον έξω κόσμο. Τη μοναδική Κυριακή που έμεινε μόνος …αναχώρησε.
Με τον Λάμπρο ισχύουν όσα ο ίδιος περιγράφει στην επαφή του (μας) με τον Χρήστο: «Τόσα χρόνια ήμουν πλήρης από τις ιδιωτικές συν-ομιλίες μας. Δεν είχα ανάγκη να γράψω κάτι, ό,τι ήθελα το συζητούσαμε, με γέμιζε το μειδίαμά σου, αυτό το απροσδιόριστο υποχαμόγελο, το ενδιαφέρον γι’ αυτά που έλεγα και η σοβαρότητα της ομιλίας σου, της αυστηρότητας, της δωρεάς μη εξαιρουμένης». (Τον οποίο, πάντως, διαρκώς φέρναμε μέσα μας/ σ’ αυτό ακριβολογεί ο Σπυριούνης/ με κάθε ευκαιρία/ έστω και άνευ αντικρίσματος).
Κατά το τυπικό της απολογίας «…ουδέν άλλο έχω να προσθέσω… Και γράμματα γνωρίζω», αυτονόητο πως κι οι τρεις γνώριζαν γράμματα, είχαν πολλά να προσθέσουν, έστρεψαν τα οπίσθια σε δημόσια βήματα και φληναφήματα μιας ανούσιας συντεχνίας, (ακόμα ένα κοινό μας στον Μ.), με την πεποίθηση πως κάνουμε ποίηση για την ψυχή μας. Άλλωστε στην τέχνη προσέρχεσαι οικειοθελώς και αναφλεγόμενος. Και χάρις δεν σου οφείλεται. Δεν αποζητάς αντάλλαγμα στην έκθεσή σου, δεν εξαργυρώνεις.Μόνο αίτημα η έντιμη αποτίμηση. Γιατί η τέχνη δεν είναι πολιτική, εξυπνακισμό, ξιπασιάς και χειραψία. Δεν ψεύδεται, δεν υπόσχεται, δεν υπαναχωρεί, δεν διακυβεύει συμφέροντα, δεν αποζητά εξουσίες, δεν λαϊκίζει. Κι ας είναι αυτή που φτιάχνει καλύτερο τον αδυσώπητο κόσμο που οι ηγεμόνες δυναστεύουν. Η ποίηση προλέγει, δεν εκμεταλλεύεται πόθους, δεν φοβίζει, δεν στοχοποιεί. Δεν διαλύει τον άνθρωπο, για να του επισείει εκ των υστέρων τον ακροδεξιό όλεθρο, στοχεύοντας στην εκμετάλλευση της ανοχής του. Δεν ξεκληρίζει κράτη για να εφευρίσκει φιλανθρωπίες και ΜΚΟ, δεν υφαρπάζει για να προσέρχεται, μετά, ως ελεήμων, δεν οδηγεί στην απόγνωση και στο περιθώριο νέους για να εμφανίζεται τιμωρός κι υπέρμαχος της τάξης. Η ποίηση δεν επιβάλλει ποινές, δεν καταστρέφει ζωές. Είναι απαντοχή κι ελπίδα. Μιλά για τους κατατρεγμένους, στέκεται δίπλα στους απόκληρους, εμπνέει τους νέους.
Κι επειδή στα δύσκολα το κενό μεγεθύνεται, προστρέχω ως απαντοχή στους απόντες:
1. [ ] Μέσα στο λυκόφως του Χρόνου δοκιμάζεται ένα άγγιγμα εκείνου που «καθώς ορθώνεται πάνω απ’ όλους τους νεκρούς» παραμένει ο καθημερινός (στιγμιαίος θάνατος). το στίγμα και η επίγνωση του δράματος της ζωής, όταν ο ύψιστος σταθμός παραμένει στο εδώ και τώρα που βιώνει, καθώς «κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη».
Πρόκειται για εποχιακές (περιθωριακές) επιθέσεις στον «άρχοντα της Σιωπής» ή για αρχή που εμφανίζεται μέσα στο τέλος; Σ’ ένα τέλος που αγνοούμε την χρονική του διάρκεια, υποψιασμένοι ότι άλλο σιωπή και άλλο βουβαμάρα, άλλο γραφή και άλλο φλυαρίες, άλλο γλώσσα και άλλο τεχνικές επί της γλώσσας, άλλο έκφραση και άλλο διδασκαλίες επί της έκφρασης.
Χρήστος Ηλιόπουλος
Ανέκδοτο κείμενο του Χρήστου Ηλιόπουλου που με αφορμή τα 20 χρόνια απουσίας του δημοσιεύσαμε στον Μ. (τχ. 56, Ιούνιος 2017, σελ. 124-126), σχολιασμένο από τον Λ.Σ
2. Αντρέας Παγουλάτος: [ ] οι έλικες
να μη γυρίζουν
στο κενό το όνειρο
σαν το μπετόν
οι άνεμοι
πετρωμένοι μια στροφή από ζεϊμπέκικο
εδώ
(βλ. και Λ.Σπ.: «Έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι…»/ Η αφοσίωση έκανε την δουλειά της· έκτισε).
Α.Π.: αναβράζει
βρωμάει
επιβολή
εξουσία
ανεργία
στα χέρια
στα σώματα
στο λογισμό
στον έρωτα
ο χορός των συμβασιούχων
οι σαράντα χρόνια στυμμένες
λεμονόκουπες λάκκοι της αντίστασης
αξεδιάλυτα κόκκινα γράμματα [ ]
γαμώτο το κέρατό σας
δοσίλογοι σπιούνοι σόγια
εξουσίας κι οι άλλοι με το δισάκι
3. Ο Λάμπρος Σπυριούνης με αφορμή την 20χρονη απουσία του Χρήστου Ηλιόπουλου (Μ. τχ. 56, ο.π.) έγραφε:
«Τι κι αν του μιλούσα για «Το πρόβλημα της μεθόδου…» της Λίντιας Στεφάνου (τουλάχιστον ημιτελής κωδικοποίηση) απάντηση στο ερώτημα «τι είναι (η) ποίηση», «τι είναι (το) ποίημα».
Τι κι αν τον ζάλιζα για τη προβληματική της ποίησης με την ανθρώπινη μοίρα, εμπειρία, ιδεολογία, πρόζα και πραγματικότητα του Νάσου Βαγενά (τουλάχιστον φωτογραφίες με τηλεφακό και ισχυρό ζουμάρισμα). Δεν μου εξομολογήθηκε τίποτε.
Πρέπει να σημειώσω, πάντως, την απόλυτη γοητεία που μου ασκεί το γεγονός ότι ο Ηλιόπουλος έγραψε μόνο κριτικές και δοκίμια για την ποίηση. Τίποτε άλλο για τα άλλα είδη της λογοτεχνίας. Και βέβαια δεν έγραψε «ποιήματα». Το μοναδικό του ποίημα θα ήταν το ανύπαρκτο Σχέδιο Θεωρίας περί Ποιήσεως (υπαρκτό για μένα, αφού το νοιώθω)».
Χρήστο,
Θα πάμε στο Galaxy μετά την συντακτική του Μανδραγόρα. Εσύ για ένα, εγώ για τέσσερα, αλλά αυτή τη φορά θα πληρώσω για πέντε [πάντα πλήρωνα τρία ουίσκι]. Θέλω να σου μιλήσω για ένα πρόβλημα του μοντέρνου στίχου. Αν θέλει να είναι ποίηση πρέπει ν’ αποκτήσει ενορχήστρωση, πρέπει να γίνει χορευτής, διαφορετικά ο μοντέρνος στίχος θα είναι πεζός λόγος, διαβάτης, στην καλύτερη εκδοχή μπορεί να έχει γοργό βηματισμό αλλά πάντα θα παραμένει ένας περιπατητής. Θέλω περισσότερα να μου πεις για δύο προτάσεις σου:
α. «Η αξία ενός ποιήματος –αισθητική, νοηματική– βρίσκεται στην οργάνωση των στίχων του και όχι στην πρόθεση ή την ιδεολογία του ποιητή» και
β. «Όταν περισσεύει η τεχνική της ποιήσεως, είναι δικαιολογημένως απούσα η ίδια η ποίηση;»[1]
Βέβαια με την μεσολάβηση της γνωριμίας και του πενταετούς κοινού μας ταξιδιού (βλ. Μανδραγόρας) έχω χάσει την περίφημη «άμυνα», που απαιτούσες, να μην γνωρίζει ο ένας (κριτικός) τον άλλο (ποιητή). Άλλωστε δεν είμαι κριτικός, ούτε θεωρητικός, όταν μεγαλώσω όμως, θέλω να γίνω ποιητής. Συνεπώς οι «Σχέσεις» είναι μια αντιφώνηση στην κριτική που δεν έγραψες για μένα. Και στο κάτω-κάτω έτσι μου αρέσει, αφού ούτως η άλλως μιλάμε διαρκώς 25 χρόνια τώρα. Μετά από είκοσι έτη (κι ας πουν ό,τι θέλουν για τον Αλέξανδρο Δουμά) σου μιλάω δημόσια πάλι, αλλά και αυτή τη φορά υπάρχει βουητό από τις άλλες παρέες και πάλι δεν θα μας ακούσουν, όχι ότι φοβόμαστε ή ενδιαφερόμαστε.
Λάμπρος Σπυριούνης
Το τελευταίο ποιητικό Πέραμα του Αντρέα Παγουλάτου (Μ.,2006) έμεινε απόλυτο: ούτε ένα. Πολλές κούτες θα πολτοποιήθηκαν από τους οικείους του στο ξενοίκιασμα του διαμερίσματος της οδού Δράμας. Περιέσωσα μια κούτα και λίγα χειρόγραφα, ούτε καν φλασάκι δεν ξέμεινε με τα κείμενά του. Μονάχα οι πολλές Τροπές του αδημοσίευτες στ’ αρχείο μου. Πολύ δουλειά για μεταθανάτια έκδοση που μάλλον θα ’χει την τύχη του Περάματος.
Τω αυτώ με τα βιβλία του Λάμπρου. Αποσιώπηση κριτικής. Αδιαφορία/άγνοια(;) αναγνωστικού κοινού.
Ουδέν σχόλιον για την αναφορά μας στον Χρ. Ηλιόπουλο, (Μ., τχ. 56 που προανέφερα). Την ίδια ώρα πολλοί κονταροχτυπιούνται από τηλεοράσεως, Εταιρειών και μικροφώνων. Δεκάδες τα αφιερώματα σε τριτοκλασάτους. Για τους προαναφερόμενους τρεις ουδείς, ουδεμία, ουδέν (Αντωνυμία). Μόνη εξαίρεση το αφιέρωμα της Ουτοπίας τχ. 107 στον Αντρέα, μια συλλογή-διάλογο με τον Λ.Σπ. (αν ερμηνεύω σωστά που ετοιμάζει ο Γιώργος Πρεβεδουράκης) κι ένα κείμενο του Σωκράτη Σκαρτσή (βλ. Μ. τχ. 57).
Σ’ ένα από καρδιάς μήνυμα που ’στειλε στον Λάμπρο, εκ Λευκωσίας, ο Βάκης Λοϊζίδης έγραφε: Το φως δεν έχει προορισμό/ το παίρνει η νύχτα/ εκεί που κάθε περιγραφή/ είναι πλεονασμός.
Τελικά όλα είναι προορισμένα να παραμείνουν ημιτελή σπάργανα, χειρόγραφα σκόρπια, ιδέες καλές που δεν βρίσκουν τον τελικό αποδέκτη τους; Μετέωρα σχέδια… Χαμένα χρόνια στην αναμέτρησή μας με το μάταιο; Ένα ερώτημα που απασχολεί συχνά τον δημιουργό, όχι τόσο ως φόβο παραίτησης αλλά τουλάχιστον ως απαντοχή για μια θέση μάχης, έστω κι αβέβαιης.
Για την ώρα μου δίνει κουράγιο η περσινή φράση του Ευτύχη Μπιτσάκη, στο χωριό του το Κάδρος: «Εδώ δεν τέλειωσε ο Μαρξ το έργο του, εμείς θα το τελειώσουμε…»
Κώστας Α. Κρεμμύδας
[1] εφ. Η Αυγή, 23 Φεβρ. 1997.