«Γαμώτο! Πάλι άργησα!» μονολογεί χαμηλόφωνα η Σούλα, μπαίνοντας απ’ την πίσω πόρτα της κουζίνας. Βγάζει με προσοχή τις κατακόκκινες γόβες-στιλέτο και ακροπατώντας, κινείται προς την κρεβατοκάμαρα.
«Τέσσερις και μισή το πρωϊ!» αναλογίζεται.
Ο Λάκης, κανονικά, θα πρέπει να κοιμάται ήδη τον ύπνο του δικαίου, αλλά, πάλι, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Πρέπει να φανεί προσεκτική, πολύ προσεκτική. Περνώντας μπροστά απ’ το υπνοδωμάτιο των παιδιών, ανοίγει αθόρυβα την πόρτα και ρίχνει μια κλεφτή ματιά. Κοιμούνται βαθιά και τα δύο στην παιδική τους κουκέτα. «Μέχρι εδώ, όλα καλά!» σκέφτεται μισο-ανακουφισμένη.
Ακολουθεί στον στενό διάδρομο, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Την ανοίγει, προσέχοντας μην τρίξει ο λασκαρισμένος κάτω μεντεσές (πρέπει να πει του Λάκη να τον φτιάξει) και μπαίνει στο μικρό χώρο. Ο άντρας της, ένας σκοτεινός ακίνητος όγκος, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του king size κρεβατιού τους.
Ξεντύνεται γρήγορα, αφήνοντας το κόκκινο, σατινέ μίνι φόρεμα με τις λεπτές spaghetti τιράντες να γλιστρήσει από πάνω της και να προσγειωθεί, μ’ ένα ανεπαίσθητο θρόισμα, στη μοκέτα. Μετά, γλιστρά και κείνη, με μια κοφτή πλην ανεπαίσθητη κίνηση, κάτω απ’ τα σκεπάσματα κι ακουμπά, αργά και μαλακά, το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Το πρόσωπό της παίρνει, μεμιάς, μία αυτάρεσκη έκφραση θριάμβου για την επιτυχία της.
Την ίδια στιγμή, ο άντρας της αναδεύεται και τη ρωτά μουδιασμένα:
“Τί ώρα είναι;“.
“Δύο και είκοσι, αγάπη μου. Κοιμήσου!” του αντιγυρίζει ψιθυριστά (ευτυχώς που σκέφτηκε, λίγο πριν φύγει, να βάλει το ξυπνητήρι απ’ τη δική της πλευρά).
«Πώς πέρασες με τα κορίτσια;» επιμένει εκείνος, προτού αποκοιμηθεί και πάλι.
«Ουφ, τα ίδια και τα ίδια, ξέρεις τώρα!» του απαντά και τον χαϊδεύει κατευναστικά στην πλάτη, με μικρές, απαλές, κυκλωτικές κινήσεις, σαν σε μωρό που θέλει να το κάνει να ρευτεί για να ηρεμήσει και να κοιμηθεί.
Ακούει την ανάσα του να βαραίνει ρυθμικά και χαμογελά ικανοποιημένη.
«Ωραίο παιδί, αυτός ο Σάκης»” αναπολεί τη γνωριμία της βραδιάς. «Και με γουστάρει κάργα!» κάνει τον απολογισμό της. « Να δω τί θα βρω να πω μεθαύριο βράδυ που κανονίσαμε για να βγούμε!”.
Την επόμενη, όμως, κιόλας στιγμή, καθησυχάζει, με περισσή αυτοπεποίθηση, τον εαυτό της: «Έλα, μωρέ! Αφού έχω γίνει πια μανούλα στις δικαιολογίες! Μόνο, να μην ξεχάσω να κλείσω ραντεβού στης Τασίας για να μου φτιάξει τα μαλλιά.».
Χαμογελά πονηρά. «Και στης Πόπης για να μου κάνει “μπικίνι”. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα καταλήξει η βραδιά!» (αλλά, προφανώς, ξέρει καλά, από προηγούμενη μακρά εμπειρία, η Σούλα, γι’ αυτό και την επομένη το πρωί, αμέσως μόλις ξυπνήσει, θα τη δείτε να τηλεφωνεί και να κλείνει το συγκεκριμένο ραντεβού στης Πόπης).
Και λίγο πριν βυθιστεί και η ίδια στον ύπνο, εξαντλημένη απ’ τις συγκινήσεις της βραδιάς, προλαβαίνει να μεριμνήσει: “Α! Και να φωνάξω την πεθερά μου να μου κρατήσει τα παιδιά και μετά να τα βάλει για ύπνο.».