Το μαγεμένο κάστρο ✽ Μιλτιάδης Τσαπόγας

In Uncategorized, Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

 

Υπάρχει ένα καστέλι εδώ εις την γην του Μορέως, στης Αρκαδίας τα απερπάτητα κατατόπια κι ανάμεσο σ’ άγρια δυσανάβατα όρη που το κρατούν σ’ απόσκια, το οποίο είναι παλαιότατο, και δυστυχώς πανέρμο κι άραχνο. Τούτο συμβαίνει επειδής οι άνθρωποι της εποχής μας, έτσι πλιά όπως εδώ και πολλά χρόνια το συνηθίζουνε, τα παλαιά δεν τα λογαριάζουνε διόλου, αν δεν τους τα δείξει πρώτα κανείς πρωτευουσιάνος ζωγράφος κι έτσι απομένουνε κακότυχα και ρημάζουν. Μα και κείνοι οι ολίγοι που περιφέρουνται στ’ απολησμονημένα τα μέρη, τούτο το αξιομνημόνευτο καστελάκι, που τα πολυκαιρισμένα του τειχιά τυλίγουν σε μιαν αγκαλιά ως χερουβίμ, μια νεκρή πολιτειούλα, και που έχει όλες τις πόρτες του αμαντάλωτες, από την πυργοκατοικία στην κορφή ως και κάτου στα ριζά του λόφου που ξεφυτρώνει, ουδέποτε το επισκέπτουνται, θαρρείς, όχι γιατί ειν’ ασήμαντο, μα επειδής -όπως πρώτοι απ’ όλους οι ντόπιοι διαλαλούν- ειν’ ολοτελώς μακάβριο και στοιχειωμένο.

Το λοιπόν, ελόγου μου, που, τούτες τις απηγήσεις τις αγαπώ και τις θηρεύω σχεδόν με «μανικόν πάθος» επειδής, αν θέτε μ’ αγριεύουνε ευχάριστα, εκίνησα να υπάγω από τα νότια του Μοριά όπου κατοικώ προς το Μαγεμένο Κάστρον της Κ… -γιατί έτσι είναι σύνηθες να το καλούν- τον μήνα Ιανουάριο του έτους 1837. Νομίζοντας εαυτόν αφοβόκαρδο δια την εκτέλεσιν μιας τέτοιας επιχείρησης, αφού τακτοποίησα τα μπαγάζια μου, εναύλωσα εις την πλατεία της πόλεώς μου μίαν άμαξα και προς τα μέσα της νυκτός τα δυο μεγαλόστερνα φαριά της αυτής αμάξης, δείχνοντας υπακοή στον αμαξηλάτη τους, όρμησαν τάχιστα έξ’ από την πύλη των Φ… κι ευθύς, διαβήκαμε εις τον γνοφερό κάμπο.

Ύστερα από ταξίδι διαρκείας οκτώ και πλέον ωρών, κι έχοντας κάμνει τρεις στάσεις δια να δροσιστούν τα ζωντανά και να πάρουν ανάσες, εισήλθαμε εις τις αυγινές καταχνιές της Κ… όπου ογλήγορα άρχισαν να σχηματίζονται οπίσω από τα παραθυράκια της αμάξης, δυσήλια και χλωμά οίον της αινιγματώδους επικρατούσας ατμόσφαιρας, τα χαμηλόστεγα καμιναδοπλούμιστα οσπίτια του χωριού. Τούτα σκαρφάλωναν αμφιθεατρικώς εις έναν γήλοφο το ‘να πλάι μετ’ άλλο, κάμνοντας όλα μαζί ένα «μπούργκος» κι όπως ήξερα απ’ τα χαρτιά με τα ιστορικά του τόπου που είχα εις την αποσκευή μου, εχωρίζονταν σε τρεις μαχαλάδες. Ανεβαίνοντας τον αμαξιτό δρόμο μέχρις εκεί που σβηνόταν σε μίαν πλατεΐτσα, επρόλαβα να ιδώ από το παραθύρι ένα ζεύγος ανθρώπων να πορεύονται προς τα άνω κι από τα ρούχα που εφόρηγαν υπέθεσα με τα σωστά μου -ως εδιαπίστωσα και κατόπιν- ότι επρόκειτο για τον προύχοντα του χωριού και την γυνή του, οι οποίοι είχανε ξυπνήσει από νωρίς για να με προϋπαντήσουν.

Κάποτες, σαν ο αμαξηλάτης ετράβηξε τα χάμουρα των αλόγων, η άμαξα επιβράδυνε εντός ολίγου τρίζοντας, ώσπου τελικώς εσταμάτησε. Και το λοιπόν, καθώς άνοιξα το πορτάκι της και πάτησα και με τα δυό μου πόδια εις το χώμα, γύρισα το βλέμμα προς τα άνω μα, τούτη τη φορά προς δυσμάς και εκείθε πρωτόειδα μέσα στη αλλόκοτη θολούρα να υψώνεται αναπαυόμενο εις ένα «πουπουλένιο ανάκλιντρο», μα στην πραγματικότητα σκαρφαλωμένο σε έναν μέγα τεφρώδη βράχο, το «Μαγεμένο Κάστρο».

Αφού εθαύμασα για λίγο το μεσαιωνικό αυτό δημιούργημα του 13ου αιώνος κι ένοιωσα ολότελα μέσα μου να εγείρεται περσότερο το κάλεσμα προς την περιπέτεια, εστράφη το βλέμμα μου κατά την κατηφοριά όπου επρόβαλλε το ζεύγος των προυχόντων. Δεν θα μας εχώριζαν είκοσι-εικοσιπέντε μέτρα και σε μίαν στράτα η οποία χανότανε μέσα εις το μπούργκος, έπιασε το μάτι μου τυχαίως μιαν ανδρική ψιλόλιγνη σιλουέτα, να ίσταται κατά μόνας κοιτώντας με εντρόμως. Τούτος υπέθεσα πως θα ήτο σίγουρα ο παράφρων του χωριού και μην δίνοντας περσότερη σημασία, εστράφηκα προς το αντρόγυνο που τώρα πλια σίμωνε κοντινά μου. Αφού ανταλλάξαμε χειραψίες και χαμόγελα, οι τρεις μας πια, αποχαιρετίσαμε τον αμαξηλάτη και προχωρήσαμε προς το πανδοχείο το οποίο δεν απείχε περσότερο από σαράντα βήματα. Μέχρις να φτάσουμε κει, τους απηγήθηκα εν τάχει πώς ήταν το ταξίδι μου.

Στο πανδοχείο, έκαιε από λίγην ώρα εις το παραγώνι η πρωϊνή φλοξ, ήτις εθέρμαινε ικανοποιητικώς τον χώρο των πέντ’ έξι τραπεζιών. Όσην ώρα κουβεντιάζαμε καθήμενοι σ’ ένα απ’ αυτά, το πρόσωπο του πολυλογά προύχοντα των πενήντα περίπου ετών, μου έφερνε εις το νου κάτι απροσδιορίστως γνώριμο. Είχα δεν είχα, σαν έπιασα την ευκαιρία, τόνε ρώτηξα για το δύσλυτο αίνιγμα του παλιόκαστρου που ακόμη και τα ντόπια χείλη -όπως μου ‘πε- αρνούνται να το μελετήσουν. «Το αφεντεύουν τα στοιχειά, τα νεραϊδικά και τα τελώνια» μου είπε και συνέχισε, καθώς εγώ τα σημείωνα. «Εγώ που λέτε αγαπητέ μου κύριε Τ…, έχασα τον μικραδελφό μου τον Φώτο προ δύο ετών σ’ εφτούνο το καταραμένο πράμα. Πήγε νια βολά νύχτα να το ‘ξερευνήσει στα κρυφά μα δεν ματαγύρισε πίσω ο ίδιος. Και ήτο κανονικό παιδί από μικρός, προκομμένος, ήτανε και κοπελιάρης. Λεν οι γραμματιζούμενοι πως τον είχε ‘πιλέξει το κάστρο για να τόνε λωλέψει. Πως του ‘στέλνε ονείρατα με πανώριες γδυμνές κοπέλες κι άλλα τέτοια του διαόλου μηχανεύματα, το ήξευρα, μου το ‘λεγε.

Στο μεταξύ, δυο άντρες μεσόκοποι εμπήκαν εις το πανδοχείο, μας καλημέρισαν και προχώρησαν ως ένα τραπέζι όχι μακρινό απ’ το δικό μας και αφήνοντας απάνω σε κείνο μιαν τράπουλα, παράγγειλαν στην γλυκυτάτη νεαρά θυγατήρ του πανδοχέα τα καφεδάκια τους. Κατόπιν που θα φθάνανε κι άλλοι, θα το ‘στρώνανε. Καθώς ήκουσαν το θέμα που συζητούσαμε, ο εις, ο πιο σωματώδης και ολίγον φαλακρός, επήρε τον λόγο ίνα συμβουλέψει τον συνομιλητή μου να «μην τα θυμάται όλα αυτά» για να μην πάθει κανένα κακό από τον καημό του. Μα, λαβαίνοντας τον λόγο και πάλι ο προύχοντας, με τα δυο χρυσά του δόντια να γυαλίζουν εις το μισόφωτο, εξακολούθησε να ομιλεί χαμηλοφώνως: Αναπαμό δεν έχει βρει από τότες ο δόλιος. Ξεβράστη το επόμενο πρωί σε μιαν όχθη αποκάτω απ’ το βράχο σιμά εις τον Ρουφιά, κι από κει τον εμαζέψαμε κατατσακισμένον και μισότρελο. Πιότερο για μένα θα ήτο να μου τον έπαιρνε η γης ή το ποτάμι, παρά ετούτο που μου συνέβη. Λοιπούμαι που ατός συμβαίνει να ‘ναι ο μικραδελφός μου, όστις πίπτει συχνά σε τρικυμιώδη παραληρήματα και φωνασκεί ασυναρτήτως ως σεληνιασμένος σε μιαν γλώσσα τρομώδη και ανύπαρκτη. Κάλιο να μου τον έπαιρνε η γης καλέ μου κύριε Τ. ή ο Ρουφιάς, παρά ετούτο το πράμα…

Η μέρα έκαμνε τον κύκλο της ομαλώς και κατά τ’ απομεσήμερο, όταν η πάχνη είχε ηττηθεί για τα καλά από το διακεχυμένο φως του γήλιου που για λίγες ώρες ακόμη θα πύρωνε τον οικισμό, επήρα μίαν καρέκλα από το πανδοχείο και κάθισα όξω ίνα εξετάσω και να σκαριφίσω κατόπιν εκ του μακρόθεν το κάστρο. Λίγα παράξενα πράματα ακόμη που έμαθα γι’ αυτό τα κατέγραψα και σας τα δίνω:  

Κάθε που σιμώνει το σουρούπωμα και μέχρις το πρωί, σ’ όλη την καστροπολιτεία ακούονται όργανα να παίζουν ρυθμικώς μα πριν από τούτο, η μυστηριακή καταχνάδα, συρόμενη λες από άπειρα πολυδύναμα φασματικά φαριά, καταφθάνει, άγνωστο γιατί και από πού γεννημένη, προς τα ριζά του κάστρου, κάμνοντας πρώτα έναν μέγα και θαυμαλέον δακτύλιο ολοτρόγυρά του, όστις εξυψώνεται εις το ύστερο κατά τον ουρανόν, ινά το κατακαλύψει ολάκερο. Σαν ήκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά για το αυτό παράξενο θέαμα και από τους εντόπιους κατοίκους, δεν έπαυσα μήτε λεπτό να στοχάζουμαι όλα τα σχετικά με το αυτό δυσαίνιγμα και ο φιλοπερίεργός μου νους με την απόκοτη καρδία μου, εδώσανε τον όρκον τους για την τελικήν αυτήν μου απόφαση, που ‘λεγε εν ολίγοις ότι καταμεσής της νύχτας, θα επιχειρούσα κρυφίως να ‘ξερευνήσω το μαγεμένο καστέλι.

Καθώς εξέταζα εκ του μακρόθεν το αντικείμενον της ερεύνης μου, εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου γραία κατσαρομάλλα γαϊδουρολάτισσα πο ‘χε δυο τσάντες αντάμα, να κατέρχεται βραδέως την στράτα της καστροπολιτείας. Σαν εσίμωσε προς τη μεριά μου, τουτέστιν προς την πλατεΐτσα του οικισμού, επρόσεξα ότι με κοιτούσε μ’ επιμονή, για τούτο κι εγώ δεν εντράπηκα καθόλου να της ανοίξω την κουβέντα. Τ’ όνομά της ήτο Σοφιά και κείνο που αποζητούσε στην καστροπολιτεία ήτανε ραδίκια. Τήνε ρώτησα –όπως αντιλαμβάνεται και ο πιο αδαής αναγνώστης μου–, σε ποίο μέρος της ψυχής της έκρυπτε την αφοβιά της για το καστέλι και κείνη μου απήντησε εις το περίπου πως, όσο σκα ο γήλιος και φωτάει, τα δαιμόνια του καστελίου είναι ακίντυνα γιατί αποσύρονται εις τα ερεβώδη λαγούμια τους. Και για τις εμπάσεις αυτών των τεχνητών σπηλαίων, μου έδωκε να ηξεύρω ότι χάσκουν ολάνοιχτες απάνω εις το αψηλότερο σημείο του μεσαιωνικού συγκροτήματος, σαν να λέμε δηλαδής εμείς που ξέρομε λίγο τα γράμματα, εις την ακρόπολή του.  

Πεθυμούσα πολύ να συνεχίσω την συζήτηση με την κυρα-Σοφιά, καθ’ ότι μου εξιστόρησε και άλλα παράδοξα για την Κ… όπως λ.χ. για μίαν αγέλη από τσακάλια που με το λυκόφως, αρχινάν να τριγυρίζουν στα αδειανά από ανθρώπους στενορύμια του χωριού λεύτερα και που τα οποία άδουν απόκοσμα τραγούδια που τα φαντάζεσαι πότε για σαρκαστικά γέλια και πότε για γοερότατα κλάματα από βρέφη. Κείνο ωστόσο που μ’ ενδιέφερε περσότερο απ’ όσα μου απηγήθηκε, ήτο το γεγονός ότι κάπου μέσα εις το καστέλι, βαστά το κατοικητήριό του ένας γηραιός βαθύς άνδρας, ο οποίος δεν φοβείται μήτε τα δαιμόνια, μήτε και κανένα από τα ακατανόμαστα πλάσματα. Ποίος ήτο αυτός ο γέρων την ερώτησα και κείνη μου αποκρίθηκε, ο «Γερο-Σέρρος». Παρόλα ταύτα, επειδής ο καιρός μεταβαλλότανε κι εβόγκαε ο ουρανός, δίχως ν’ αποσπάσω περσότερες λεπτομέρειες, χωρίσαμε τους δρόμους μας, εγώ για το πανδοχείο και κείνη για τον Πέρα Μαχαλά.

Κατά την ενδεκάτη νυχτερινή ώρα, όλο το χωριό είχε αποκοιμηθεί, κι ελόγου μου, δίχως να αποθυμώ να με κρατήσει κανείς μακριά από τον εθελούσιο επερχόμενο θάνατο του λογικού μου, εξήλθα του πανδοχείου από το παραθύρι της κάμαρης μου, αφήνοντας οπίσω μου ένα ενυπόγραφο σημείωμα πο’ λεγε ξεκάθαρα πως η ευθύνη για ότι κι αν μου συνέβαινε κατά το βράδυ κείνο, ήτανε ολότελα δική μου.

Η μεταβολή του καιρού από τ’ απόγευμα κι εμπρός, μολονότι ήτανε σφοδρότατη, δεν επτόησε διόλου την περιπετειώδικη ψυχή μου, καθόσον το μέγα πάθος μου για το αυτό εγχείρημά μου, είχε ζυγώσει εις το ζενίθ του, και, μ’ όλο που εγνώριζα πολύ καλά πως υπήρχε κίντυνος να επιστρέψω εις του συγγενείς μου τρελός ή ακόμη και αποθαμένος, δεν έχασα καθόλου χρόνο, για τούτο και επήρα κατευθείαν μίαν απ’ τις στράτες που θα μ’ οδηγούσαν εις τον προορισμό μου.

Όσο εβάδιζα καμπουριαστός προς το ομιχλιασμένο καστέλο, ο ραγδαίος και θυελλώδης όμβρος εδυνάμωνε ολοένα και περσότερο, ενώ μύριες κεραύνιες φλόγες κατέσχιζαν βιαίως τα ουράνια, άτινα εκαλύπτοντο από πρωτοφανή βροντοφόρα κατάμαυρα νέφη. Η γης, η οποία εμύριζε έντονα χωματίλα, ετρανταζότανε με το κάθε αστροπελέκι σε βαθμό που υπερέβαινε κάθε φαντασία. Μολαταύτα, εκείνο που μ’ έκανε εντός της διαδρομής μου προς το μαγικό καστέλι να τρεμουλιάσω περσότερο, ήτο η κατ’ ιδίαν μου συνάντησις με μίαν από τις τρομαλέες αγέλες των τσακαλιών του τόπου. Ετότε τα χρειάστηκα -οφείλω να το παραδεχτώ- καθ’ ότι εάν πεινούσαν όλα κείνα τα κρεοφάγα νυχτερόβια πλάσματα, με μίαν επίθεσή τους θα ημπορούσαν ευκόλως να τεμαχίσουν δια των σουβλερών οδόντων τους τις σάρκες μου επιφέροντάς μου έναν άδοξο και συνάμα βασανιστικότατον θάνατο. Παρόλα ταύτα, ετούτο δεν συνέβη κι έτσι, με τη φωταύγεια των κεραυνών να μου φανερώνει το δρόμο, αφού προσπέρασα την αγέλη, ύστερα από μερικήν ώρα εισχώρησα επιτέλους εις την αχανή ομίχλη. Ετότε, δίχως καμίαν καθυστέρηση εσίμωσα εις το μακρό τελικό μονοπατάκι για το κάστρο, το οποίο έσβηνε προ της σιδεροντυμένης παχυτάτης ξύλινης πύλης του.

Καθώς εμπήκα εις την εξωτερική αυλή του φρουρίου, όλα κατά παράδοξον τρόπο εφαίνονταν γαληνευμένα και εις την θέσιν τους, δηλαδή εις εκείνη την κατάσταση που θα πρέπει να ήταν προ εξακοσίων και πλέον ετών. Κανένα κουτσουρεμένο ρημάδι δεν φαινότανε, ουδείς λυπηρός λιθοσωρός υπήρχε και η σφοδρή καταιγίς είχε το ίδιο περιέργως κοπάσει. Άραγες, συλλογίστηκα σε μια στιγμή, να είν’ ετούτη μια φαντασίωσή μου εξαιτίας της κοπώσεώς του νου μου, ή μήπως πράγματι ευρισκόμουν εις τα σπάργανα μιάς θαυμαστής εξερεύνησης εις την αλλόκοτη πλευρά της πραγματικότητάς μας; Ότι και να συνέβαινε από τα δυό, άλλο παρόμοιο κάστρο σ’ ωραιότητα δεν είχα ιδεί από κοντά ποτές μου (μ’ όλο που είμαι δεινός καστροπεριηγητής), με πύργους και προμαχώνες άπαρτους και φινετσάτους, στων οποίων τα τειχιά έστεκαν ως πλουμιά άλλοτε σιδερένιες μεσαιωνικές αρματωσιές κι άλλοτε της ίδιας αυτής ρομαντικής μα και σκληρής εποχής περίτεχνα ζωγραφισμένες ασπίδες. Μολοντούτο, ως και την ώρα κείνη που σας απηγούμαι, σε κάθε μεριά του καστέλου, κατοικούσε η απόλυτη από ψυχές ανθρώπινες γδύμια. Παρόλα αυτά, εισερχόμενος σε μιαν σκοταδερή μικράν αίθουσα, ήτις φωτιζόταν από την μοναχική φλόγα μιας λυχνίας, εβρήκα και είδα από κοντινά τον αρχοντικόν γέροντα για τον οποίο μου είχε μιλήσει η Σοφιά και που ονομαζότανε «Γέρο-Σέρρος», να κοιμάται επί κλίνης, όστις εφαινότανε από τις νευρικές κινήσεις των μελών του και τα ασυνάρτητα λόγια που σκόρπαγε, να κάμνει ύπνον λίαν ανήσυχο.

Κι εδώ σημειώστε ότι φεύγοντας από την αίθουσα αυτή, μόνον σαν εβρέθηκα εις την αναγκαστική και δυσάρεστη δοκιμασία να διαβώ μίαν γκροτέσκα στενοτάτη πετρογέφυρα, ήτις θα με οδηγούσε εις την ακριβοθώρητη του κάστρου ακρόπολη, τότε κατανόησα ευθύς ότι κι ελόγου μου -όπως είχε συμβεί και με άλλους παλαιότερους τολμητίες-, είχα ήδη μαγευτεί τρόπον τινά, αφού και μόνον όταν ετήραξα από το γεφύρι προς τα κάτω, διαπίστωσα με τρόμον απερίγραπτον ότι τα τόξα της γέφυρας, αντί να πατάνε εις μίαν φυσιολογικήν βάση της γης, εχάνονταν ολοτελώς εις το απεράτωτο ζοφερό συμπαντικόν υπερπέραν.

Το λοιπόν, σαν επέρασα την πετρογέφυρα με φόβον ψυχής, έφτασα πλια εις το κατώφλι της ακροπόλεως. Και κει, συνέβη κάτι που καθόλου δεν περίμενα, καθώς το πλούσιο μα σχεδόν έρμο από ψυχές μέρος του καστέλου που άφηνα οπίσω μου, έδινε την θέσιν του σε μίαν μακρά ανοιχτή, ως αητοφωλιά ψηλή τοποθεσία, την οποία κυβερνούσε ένα πλήθος από αλλοκοσμικές οντότητες που είχανε πιάσει έναν μακάβριο χορό, γύρω από ένα αλλόκοτο εις το σχήμα μέγα λιθάρι, χαραγμένο με παράξενα σύμβολα, εις το οποίο απάνω στηρίζονταν ανάκατα ανθρώπινα κουφάρια ενδεδυμένα με ρούχα διαφόρων αιώνων, των οποίων οι μορφασμοί, εδήλωναν ότι απέθαναν με τον πιο τρομώδη κι απαίσιο τρόπο. Τούτη, εννόησα πως ήτανε η ώρα των οργάνων που λέγανε οι χωριανοί. Βρίσκοντας μίαν θέση εδεκεί εις το κατώφλι κοντινά όπου δεν εφαινόμουν, παρακολούθησα μ’ ανακάτωση στομάχου το αποκρουστικότερο των θεαμάτων, προσπαθώντας να κατανοήσω σε τι αποσκοπούσε, με τις οντότητες του σκότους πότε να φανερώνουν την σιχαμερή ασχήμια τους και πότε να μετατρέπονται σε ασώματες. Πλην αυτών όμως, υπήρχαν και δυο παρουσίες, διά τις οποίες ηθέλω να θυμούμαι τα ολιγότερα. Αυτές οι παρουσίες, δεν ήσανε άλλες από τον προύχοντα του χωριού και την γυνή του, των οποίων οι «σατανικές» δεήσεις κάμανε το λιθάρι να φέγγει ζωηρώς πλημμυρίζοντας με δέσμες φωτεινών αχτίνων τον νυχτερινό ουρανό, από τα βάθη του οποίου κατέρχονταν διαρκώς στροβιλιζόμενες με απίθανες ταχύτητες νέες απεχθείς οντότητες. Και κάποτε, λίγο πριν να τρομοκρατηθώ και ακολουθήσει ότι θα σας ειπώ σε πολύ λίγο, μετά φοβερής μου εκπλήξεως είδα την γυνή του προύχοντα να ξεθηκαρώνει αίφνης ένα λεπτό στιλέτο και να το μπήγει βαθέως εις τον λαιμό του συζύγου της. Τούτη η κίνησις της «μάγισσας» μ’ έκανε να φανταστώ ότι γίνηκε πιθανότατα για να δώσει έναν επίλογο εις το φρικώδες τελετουργικό. Και ο επίλογος τούτος, ήτο το ίδιο απαίσιος με ότι είχα ιδεί ως τότε, αφού, όταν έπαυσαν οι δεήσεις, δαίμονες απ’ όλο τον χώρο της ακροπόλεως άρχισαν μιαν λυσσαλέα πάλη μεταξύ των, διά να αρπάξουν με τα νύχια των, την ψυχή του δόλιου προύχοντα, όστις αιματοκύλιστος ακόμη, έπνεε τα λοίσθια. Ύστερα, αφού πλέον είχανε σταματήσει οι δεήσεις όπως προανέφερα, το φωτεινό λιθάρι άρχισε να σιγοσβήνει, η γυνή τραβήχτηκε μέσα εις τον ακρόπυργο του καστέλου και από τα δαιμονικά πλάσματα ούτε εν δεν εξακολούθησε να πιάνεται με το μάτι. Και κάπου τότε, καθώς η μακάβρια αυτή παράστασις ολοκληρώθηκε, έχασα πάραυτα τις αισθήσεις μου.

Κείνο το πρωϊνό, τα νερά τ’ Αλφειού ήσανε φουσκωμένα. Τα έβλεπα σιμά μου να λαμπυρίζουν εις την νέαν ηλιοβολή, τρέχοντας ογλήγορα μα εν ησυχία. Κουλουριασμένος μέσα σε μίαν χοντρή ποιμενική φλοκάτα, τήραξα γύρω μου και σε κοντινή απόσταση, κάτω από το παλιό φραγκικό γιοφύρι του χωριού, είδα δυο γνώριμες φιγούρες να συζητούν με έναν γέροντα φουστανελά, όστις εβαστιόταν όρθιος από ένα μπαστουνάκι. Σαν με είδαν να σαλεύω, με καλημέρισαν και ο νεότερος εξ’ αυτών, που δε ήτο άλλος από τον μικραδελφό του προσφάτως δολοφονημένου προύχοντα, σίμωσε κατά το μέρος μου βαστώντας ψωμί και τυρί και σύντομα, αν και πονούσε τρομακτικά ολάκερος ο σκελετός μου, επιάσαμε την κουβέντα. Έχοντας σε θαυμάσια κατάσταση τα λογικά του, μου εξήγησε ότι ποτέ δεν τα είχε χάσει, αλλά αντιθέτως υποκρινόταν τον «τρελό» επειδής εκινδύνευε να δολοφονηθεί από τον ίδιο τον αδελφό του, όστις μαζί με την γυνή του, ήτο απλώς μια μαριονέτα εις την υπηρεσία των δαιμονικών πλασμάτων της αβύσσου του σύμπαντος, που μερικά από κείνα τον είχανε εκπαιδεύσει από τα μικράτα του σε μάγο, για να ημπορούν μέσω των τελετουργιών που έκαμνε σε συνέργεια με τη γυνή του, να ταξιδεύουν ως τον πλανήτη μας για αιτίες οι οποίες ήσανε άγνωστες. Εις το κατόπιν, μου εξήγησε ότι από το βράχο του κάστρου ξεβράστηκα εις την όχθη του Ρουφιά (Αλφειού), μ’ ενέργεια του Γερο-Σέρρου, όστις, όταν με αναζήτησε και με βρήκε λιπόθυμο εις την κρυψώνα μου απάνω στην κορφή του μεσαιωνικού καστέλου, με έσυρε ως μίαν απότομη κατηφορική υπόγεια σήραγγα η οποία καταλήγει πλάι στο ιερό ποτάμι όπου και ευρέθηκα. Εκεί, με την χάραξη της νέας ημέρας, με παρέλαβε ο συνομιλητής μου και με τύλιξε στο χοντρό φλοκωτό του πανωφόρι.

Ετούτη ήτο εν ολίγοις η περιπέτειά μου εις τον τόπο της Κ…. Ύστερα από τα ανωτέρω, ο Φώτος (δηλαδή ο «μικραδελφός») και ο αμαξηλάτης με σήκωσαν προσεχτικά και με τοποθέτησαν ξαπλωτόν μέσα εις την άμαξα για να ‘πιστρέψω εις τον τόπο μου.

Και σαν ακούστηκε η πρώτη καμτσικιά του αμαξηλάτη και ξεκινήσαμε το δρόμο της επιστροφής, μ’ όλο πόβλεπα σε λίγο από το μικρό παραθύρι της αμάξης την πομπή μιας κηδείας, η ψυχή μου άρχισε να γιατρεύεται. Και, τώρα πια, με μίαν γνώση περί των περιέργων φαινομένων του κόσμου μας, από τις κινδυνώδεις περιπλανήσεις μου στους τόπους του αλλόκοτου, ζητώ να απαλλαχθώ.

Μιλτιάδης Τσαπόγας