Διήγημα
Στράτος Φυντανίδης | ιστορίες
Dans le vide laissé par la poésie s’installe son contraire
Raoul Vaneigem
Σαρδέλες
Στις επαρχίες, περιφερειακά του κέντρου, οι ηλικιωμένοι άντρες παστώνουν σαρδέλες τόσο ευλαβικά όσο οι γυναίκες τους συρρέουν στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Πάντα αυτό έκαναν. Οι πατεράδες τους έφτιαχναν παστά, οι παππούδες τους έφτιαχναν παστά.
Μεθοδικά, οι γέροι αναζητούν τις καλύτερες φρέσκες και ζουμερές σαρδέλες και χοντρό αλάτι, ανοίγουν καπάκια σε παλιούς τενεκέδες από λάδι και στριμώχνουν μέσα τα υλικά. Μετά ασφαλίζουν τα δοχεία και τοποθετούν πάνω τους κοτρόνες. Η εύρεση της κατάλληλης πέτρας είναι υπόθεση σημαντική, συχνά οργανώνονται ειδικές εξορμήσεις.
Ο καιρός περνάει, οι γέροι μαζεύονται στα καφενεία της πλατείας και μιλάνε για τις προσδοκίες τους σε σχέση με τα ερμητικά κλειστά κουτιά, ενώ τρώνε τα αποτελέσματα παλιών εγχειρημάτων. Οι περισσότεροι αποδοκιμάζουν τις προσπάθειες των συγχωριανών τους, κάποιοι κουνάνε το κεφάλι χωρίς να εκφράζουνε άποψη.
Κανά δυο μήνες μετά, η πέτρα απομακρύνεται και γίνονται τα αποκαλυπτήρια. Συνήθως ετοιμάζεται ένα μεγάλο τραπέζι , ή γίνονται επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι, για να γευτούν το προϊόν οι επικριτικοί συνάδελφοι. Σε περιπτώσεις που η επιτυχία είναι αδιαμφισβήτητη, οι χωριανοί πεισμώνουν και ορκίζονται αιώνια αφοσίωση στον αγώνα για να ξεπεράσουν την σαρδέλα του άλλου.
Πάντα αυτό κάνουν, πάντα παστώνουν σαρδέλες.
Στέλλα
Παγκράτι, Αύγουστος του 83. Η Στέλλα κάθεται στο μπαλκόνι και ξεψειρίζει τη μικρή. Ρίχνει ματιές στους περαστικούς την ώρα που βουρτσίζει τα μακριά ξανθά μαλλιά. Η μικρή βγάζει πνιχτές κραυγές που και που και η Στέλλα σταματάει για λίγο και συνεχίζει πιο αποφασιστικά.
Χτυπάει το κουδούνι, σηκώνεται και πατάει το κουμπί. Ανοίγει την πόρτα πριν εμφανιστεί ο άντρας μέσα απ’το ασανσέρ. Τον κοιτάει να βγαίνει και να στέκεται μπροστά της. Κρατάει μια μαύρη δερμάτινη τσάντα, την αφήνει κάτω, απλώνει το χέρι του. Η Στέλλα το σφίγγει. Τον καλεί μέσα και κλείνει την πόρτα. Κλειδώνει. Δεν θέλει ν’αγοράσει εγκυκλοπαίδεια, δεν ξέρει τί θέλει. Ο άντρας την πλησιάζει, την ακουμπάει σχεδόν. Κάνει πίσω, αυτός ξανά.
Περίμενε, του λέει. Σπρώχνει την μπαλκονόπορτα και γυρίζει το πόμολο. Αυτός αφήνει το χοντρό βιβλίο στο τραπεζάκι κι αυτή ξαπλώνει στον καναπέ. Πέφτει πάνω της, κατεβάζει άγαρμπα τη μπλούζα της, παίρνει τη ρώγα στο στόμα του. Η Στέλλα κοιτάει το κεφάλι του, τ’αραιωμένα μαλλιά, το βλέμμα της κολλάει πάνω σ’ένα ζωύφιο που κάνει βόλτες ανάμεσα στις τρίχες. Εχει ψείρες.
Ομ
Βγήκε στο δρόμο με το σώβρακο, είχε θολώσει.
Κατέβηκε το στενό, έστριψε αριστερά στον κεντρικό, προς την πλατεία. Τα είδε από μακριά να κάθονται στα παγκάκια, τον είδαν κι αυτά. Σάστισαν, δεν κουνήθηκαν, πλησίασε κι όρμησε πάνω τους. Πριν σκορπίσουν, κατάφερε ν’αρπάξει ένα. Τον έπιασε απ’το μανίκι και τον τράβηξε στο χώμα. Επεσε πάνω του και του έχωσε μια μπουνιά στη μύτη. Πλάκα κάναμε, φώναξε το παιδί, πλάκα. Του έσφιξε το λαιμό με το χέρι του, δεν μπορούσε ν’αναπνεύσει. Απ’το στόμα του τρέχανε σάλια πάνω στο παιδί.
Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις, του φώναξε, κωλόπαιδο. Του έριξε μία στην κοιλιά, φάνηκε να χάνει τις αισθήσεις του. Τον σήκωσε όρθιο και τον τράβηξε δυό μέτρα πιό πέρα, τον κόλλησε στον τοίχο και τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο. Μαλακισμένα, άμα ξαναπλησιάσετε το Νίκο, θα σας γαμήσω την παναγία. Αυγά, ρέ μαλακισμένα; Γιατί, ρε μαλακισμένα;
Το παιδί έκλαιγε με λυγμούς, τον άφησε να πέσει κάτω κι έκανε πίσω. Κοίταξε το χέρι του να στάζει αίμα, το μόνο που έβλεπε ήταν τα σπασμένα αυγά πάνω στο τζάμι.
Ζαμπονοτυρόπιτα
Βρήκε εύκολα θέση να παρκάρει. Καλό σημάδι. Γιά αρχή, όλα καλά. Ηταν η πρώτη φορά που έφερνε το παιδί στο σπίτι. Τ ον είχε πάρει το πρωί απ’τη μάνα του για να τον κρατήσει μέχρι την Κυριακή το βράδυ.
Ακριβώς απέναντι από το διαμέρισμα που είχε νοικιάσει λίγο μετά τους πρώτους μεγάλους καβγάδες με την γυναίκα του, υπήρχε ένας φούρνος, 2 ευρώ μιά σφολιάτα κι ένα μπουκαλάκι νερό, μπήκανε μέσα και τον ρώτησε τί ήθελε να φάει. Ο μικρός απάντησε βαριεστημένα και ο πατέρας του ζήτησε δύο ζαμπονοτυρόπιτες και μια πορτοκαλάδα.
Ανέβηκαν πάνω, το ολοκαίνουργιο παιδικό δωμάτιο μάλλον απογοήτευσε, βρέθηκαν στην κουζίνα, όπου ο γιός ρούφηξε με τη μία το χυμό μ’ένα καλαμάκι και άνοιξε το σακουλάκι με το πρωινό του. Αρχισε να μασουλάει κι αμέσως έφτυσε την πρώτη μπουκιά στο πάτωμα. Κοίταξε παραξενεμένος τη δαγκωμένη ζαμπονοτυρόπιτα. Μέσα της ξάπλωνε το πτώμα μιας κατάμαυρης κατσαρίδας.
Ενα στοιχιωμένο σπίτι πρέπει να μένει πάντα κλειδωμένο
Καράβια πέφτανε απ’ τον ουρανό, αρουραίοι φιλιόντουσαν στ’αμπάρια, μόλις είχε αρχίσει να βρέχει έξω. Ο Νίκος ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της, τη χάιδεψε απαλά για να δει είχε κοιμηθεί. Εκείνη κουνήθηκε προς τη μεριά του, αλλάζοντας πλευρό, και φέρνοντας το πρόσωπό της μπροστά στο δικό του. Ανοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε.
Οι στάλες ταξιδεύανε στα λούκια. Κλείσε το φως, του είπε,αυτός σήκωσε το χέρι του και πάτησε τον διακόπτη. Κόλλησε το σώμα του πάνω της, ακούμπησε το στόμα του στο λαιμό της. Ξέρεις κάτι, του είπε, δεν το ήθελα, δεν ξέρω πώς έγινε. Τυλίχτηκε γύρω του. Του είχε σηκωθεί. Μωρό μου, του είπε. Ανοιξε τα πόδια κι αυτός βρέθηκε ανάμεσά τους, να κουνάει τη γλώσσα του μέσα έξω, πάνω κάτω, και να τρώει τις κοντές τρίχες και να πίνει τα υγρά και να τον παίζει ταυτόχρονα μέσα στην παλάμη του.
Η σκουριά έτρωγε τα σίδερα. Στο κάτω μέρος του κρεββατιού, ο Νίκος έχυσε πάνω στο σεντόνι κι έφτιαξε μιά λίμνη που μέσα της κολυμπούσε η δυσεντερία όλων των χρωμάτων του ουράνιου τόξου.
Βρωμοπούσι, Κερατέα, Λαύριο
Η βρύση να στάζει, τα σπασμένα κεραμίδια γύρω από τ’αμπέλι, το ούζο στο ποτήρι, κατέβαζα ασπιρίνες με συνταγή γιατρού, βάφτιζα πόνο στο κεφάλι τα σαπισμένα δόντια. Μου έκρυβε ο ήλιος τη θέα κι ήμουνα καλά έτσι, να μη βλέπω και να μην ανοίγω τα μάτια για τίποτα. Δορυφορικά πιάτα στην ταράτσα και γάτες που γρυλίζουν, ακουμπούσα τα χέρια στο τραπέζι και στερέωνα το βάρος μου πάνω τους. Τα πλακάκια να καίνε και το χώμα βρεμένο, έτρεχε το νερό απ’το λάστιχο, καυτό στην αρχή, και βρώμικο. Δεν περνούσε σκέψη απ’το μυαλό μου, το δάχτυλό της μου χτύπησε την πλάτη, για να μου θυμίσει ότι δεν ήτανε για πάντα, υπήρχε ο θάνατος, για λίγο ακόμα.
Οι καρποί βαραίνουν το κλαδί, πλησιάζει το έδαφος, οι πλαστικές καρέκλες σφηνωμένες στο χώμα, έγραφα λοιπόν γράμματα με στυλό χωρίς μελάνι. Μετά μάζευα τα ξερά φύλλα, τα έχωνα σε σακούλες σκουπιδιών για να τ’ανακυκλώσω. Μεταλλικά κουτιά, μου είπε, δεν ανακυκλώνονται τα ξερά φύλλα. Την κοίταζα με απορία, χαμογελούσε με οίκτο.
Περιφέρανε την εικόνα με τυμπανοκρουσίες, χαρούμενοι, βαράγανε τις καμπάνες. Γιατί είσαι θλιμμένος, αδελφέ; Κοίταξέ με μέσα στο πλήθος, έχουμε γιορτή, πανηγύρια. Και σένα είναι μιά εικόνα μόνο κολλημένη στο μυαλό σου, μύγες να γαμιούνται στον αέρα.
Ο κόλπος των χοίρων
Μια τρύπα ήταν ο κόλπος των χοίρων. Ενα άθλιο, μακρόστενο καφενείο με ξεθωριασμένα μωσαϊκά και μουχλιασμένους τοίχους.
Έπιασα ένα από τα τέσσερα τραπέζια, γοητευμένος απ΄την τιμή της μπύρας, ζωγραφισμένη στην τζαμαρία, και κατέβασα δύο ποτήρια. Λίγο πριν παραγγείλω το τρίτο, μπήκε στο μαγαζί μιά αφράτη κυρία, πενηντάρα, λικνίζοντας τα οπίσθιά της. Κάθησε απέναντί μου και σταύρωσε τα πόδια της. Εκανε νόημα στο γκαρσόνι, ένα μπασμένο νεαρό γύρω στα 45 κιλά.
Ο μικρός πλησίασε το τραπέζι της κυρίας, κρατώντας ένα ψηλό ποτήρι με ούζο. Παραπάτησε όμως καθώς έφτανε κοντά και το ποτήρι άδειασε πάνω στο ύφασμα που κάλυπτε το ζάμπλουτο μπούστο της, η γυναίκα έγινε μούσκεμα. Γέλασα χωρίς να το θέλω. Αυτή με στραβοκοίταξε, ενώ το παιδί άρχισε να της ζητάει συγγνώμη και να τρέχει πανικόβλητο γύρω της. Η γυναίκα σηκώθηκε, ελαφρώς τσαντισμένη, και πήγε προς τις τουαλέτες, με το νεαρό να την ακολουθεί.
Τελείωσα το τρίτο ποτήρι κι έπρεπε να κατουρήσω, είχα σκοπό να συνεχίσω να εκμεταλλεύομαι τη γενναιόδωρη προσφορά του κόλπου των χοίρων. Πριν στρίψω δεξιά προς το δωματιάκι με την ένδειξη MEN στην πόρτα, το μάτι μου στράβωσε προς τ’αριστερά, όπου ξεχώρισα, μέσα από την γραμμή που έφτιαχνε η μισόκλειστη πόρτα με την ένδειξη WOMEN, τη βρεμένη κυρία καθισμένη στη λεκάνη με το μισό μπλουζάκι κατεβασμένο, να φανερώνει τον ένα από τους δύο θηριώδεις μαστούς της, τον οποίο, ξαπλωμένο πάνω στα μπούτια της, βύζαινε το γκαρσόνι.
Καστοριάδης
Κατέβασα το χάπι και σωριάστηκα στον καναπέ. Η κοιλιά μου ήταν φουσκωμένη σαν μπαλόνι, έλυσα τη ζώνη. Η Ελπίδα με κοίταζε μ’απογοήτευση. Στα μάτια της δεν είμαι πιά ο άντρας που ήξερε. Εχω μεταμορφωθεί απότομα σ’ένα πρόωρα γερασμένο έρμαιο των περιστάσεων, το σώμα μου αντανακλά τις βίαιες εναλλαγές των συναισθημάτων μου, μιά χειμωνιάτικη, περιφραγμένη ακτή που ταλαιπωρούν τα κύματα, οι παραμορφωμένες ιδέες που κολλάνε στο μυαλό μου.
Ηρέμησε, μου είπε, ένα απλό φούσκωμα είναι. Πονάς; Ξέρω γω, της είπα, δεν είναι περίεργο; Εφαγες πολύ. Κούνησα το κεφάλι. Κάθησε στον καναπέ, έσπρωξε τα πόδια μου πιό μέσα. Ψιθύρισε κάτι, σηκώθηκε και έβγαλε τα παπούτσια της, μετά σήκωσε τη φούστα της και τράβηξε την κυλότα μέχρι να φτάσει στα γόνατά της. Πήδηξε πάνω στην κοιλιά μου και η πίεση με ξάφνιασε, έπνιξα ένα βογγητό. Πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό μου, κόλλησε πάνω μου αλλά έκανε πίσω απότομα. Έχεις πιεί, μου είπε.
Γλυκιά μου, είπα, δε νοιώθω καλά, ο κόσμος πεινάει, και ρεύεται.
Το στόμα
Δύο σκαλιά βγάζανε στο στενό πεζοδρόμιο. Μπροστά τους η γιαγιά ήταν καθισμένη σε μιά παλιά, χαμηλή καρέκλα κι έβλεπε τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, άλλοτε πλέκοντας, άλλοτε καθαρίζοντας μ’ένα μαχαίρι μήλα κι άλλοτε με τα χέρια αδειανά, μόνο να κοιτάζει.
Για να πάω στο σχολείο, περνούσα από το δρόμο της γιαγιάς. Με παρακολουθούσε μέχρι να στρίψω στη γωνία, γύριζα καμιά φορά το κεφάλι και τα μάτια της ήτανε καρφωμένα πάνω μου. Όλους τους ακολουθούσε με το βλέμμα της, μέχρι να χαθούν στο τέλος του δρόμου.
Ένα πρωί, ήτανε κόσμος μαζεμένος μπροστά στην πόρτα της. Έτρεξα κοντά και στήθηκα να δω. Ένα στόμα με τεράστια, κοφτερά και κίτρινα δόντια έτρωγε τη γιαγιά.Είχε καταβροχθίσει το ένα της πόδι και προχωρούσε καταπίνοντας και το δεύτερο, μέχρι που έφτασε στα δάχτυλα, κι αφού τα εξαφάνισε, πήδηξε πάνω στο κεφάλι της. Αυτή χαμογελούσε, σχεδόν υπνωτισμένη. Το στόμα χίμηξε στο πρόσωπό της και έσβησε το χαμόγελο. Στη στιγμή έφαγε ολόκληρο το κεφάλι και άρχισε να ροκανίζει το σώμα. Τα δόντια μασάγανε σαν μηχανή, η γιαγιά δεν υπήρχε πια.
Θυμάμαι ν’ αναρωτιέμαι πού να πήγε η γιαγιά, το στόμα δεν είχε στομάχι. Είχε ξαπλώσει στο πεζοδρόμιο εξουθενωμένο.
Το πιό ζεστό καλοκαίρι
Η πουτάνα η κλειδαριά. Ήθελε λάδωμα. Και του το’λεγε, φτιάξε την πόρτα, θα κολλήσει καμιά φορά και δεν θα μπορούμε να μπούμε μέσα. Το γύρισε στο τέλος το κλειδί και άνοιξε. Εβγαλε τα παπούτσια στο διάδρομο, πήγε στην κουζίνα και ήπιε ένα ποτήρι νερό. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο, ο ιδρώτας το είχε μουσκέψει. Το πιό ζεστό καλοκαίρι, σκέφτηκε, βράζει ο τόπος.
Στο σαλόνι, ξάπλωσε στον καναπέ, με τα πόδια στο πάτωμα, είχε τον ανεμιστήρα απέναντί του. Το κόκκινο φωτάκι του τηλεφωνητή αναβόσβηνε. Πάτησε το κουμπί, η φωνή της, μην ελπίζεις σε τίποτα. Ανασηκώθηκε. Ξανά, μην ελπίζεις σε τίποτα, είπε το μηχάνημα. Δεκαεννιά χρόνια, το πιό ζεστό καλοκαίρι, ήταν ανάγκη;
Καλά, κάνε ό,τι θες, άμα δε γουστάρεις, δε γουστάρω κι εγώ. Σήκωσε το ακουστικό, πήρε το νούμερο. Είχαμε συμφωνήσει να το σκεφτείς, της είπε. Τόσο απλά, δηλαδή το’χεις αποφασίσει; Κάτσε λίγο, περίμενε. Γαμώτο κέρατό σου. Κοπάνησε τη συσκευή με το ακουστικό.
Κατέβηκε τα σκαλιά και πέρασε το δρόμο. Πήρε ένα σουβλάκι και κάθησε στο παγκάκι μπροστά απ’το σουβλατζίδικο, το πιό ζεστό καλοκαίρι κράταγε γερά. Έχωσε το χέρι στην τσέπη και βεβαιώθηκε ότι είχε μαζί του τα κλειδιά.
Απόσταση
Ανεβήκαμε στο δωμάτιο, πέταξε τα παπούτσια της και ξάπλωσε. Πριν προλάβω να καθήσω στην άκρη του κρεβατιού, ήταν γυμνή. Πάτησα το πλήκτρο του τηλεκοντρόλ και η οθόνη γέμισε μουνί. Κόλλησε πάνω μου, με φίλαγε στο λαιμό και έγλειφε τα γένια στο μάγουλό μου σα να ήταν παγωτό. Τα έκανε όλα μόνη της, μου έβγαλε το σακάκι , ανέβηκε πάνω μου και κατέβασε το φερμουάρ. Ανάμεσα στα παχουλά της μπούτια έτρεχαν ζουμιά. Άρπαξε τον φαλλό, τον περιεργάστηκε με φιλομάθεια, τον έντυσε με μιά φανταχτερή ροζ καπότα και κάθησε πάνω του. Άρχισε να χοροπηδάει, εξασφαλίζοντας ότι δεν μου κρύβει τη θέα.
Λίγο μετά,ενώ ακόμα κουνιόταν πάνω κάτω,με το παπάρι μου όρθιο μέσα της, ήμουνα έτοιμος να φτάσω στο τέρμα, κι εκείνη άρχισε να τραγουδάει δυνατά. Γύρισα και την κοίταξα, την παρακολουθούσα, αλλά δεν μου έδινε σημασία. Τα μάτια της ήταν κλειστά και η φωνή της έφτανε σε ανήκουστα ύψη. Δεν είχα ιδέα τί τραγούδι τραγουδούσε.
Ένα σκότωμα
Η αίθουσα αναμονής ήταν ευχάριστη. Μουσική έπαιζε σε χαμηλή ένταση. Η γραμματέας πατούσε πλήκτρα με το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη. Πάνω απ’το γραφείο της,μέσα σε μιά σιδερένια κορνίζα στον τοίχο, ένα βάζο με λουλούδια, χοντρές στρώσεις μπογιάς, μεγάλες πινελιές και η υπογραφή κάτω δεξιά, η υπογραφή του γιατρού.
Παρακαλώ, περάστε. Πέρασε. Κάθησε. Περίμενε ώσπου ήρθε ο γιατρός, του έσφιξε το χέρι. Τον ρώτησε για το ατύχημα. Μιλούσαν κι ο γιατρός κρατούσε σημειώσεις. Έχουν περάσει χρόνια, πώς βλέπεις τώρα; Δεν έχει αλλάξει κάτι, απάντησε, άλλες φορές είναι σκοτάδι, μπορεί να βλέπω μόνο το μισό πρόσωπο, το άλλο μισό μαύρο, τίποτα. Πολύ συχνά όμως βλέπω άλλα, σχήματα, εικόνες. Ο γιατρός έξυσε το κεφάλι του. Η μαϊμού πήδηξε απ’τον ώμο του στα γόνατά του και έπιασε το μολύβι. Άρχισε να μουντζουρώνει το χαρτί με τις σημειώσεις, το τσαλάκωσε μετά κι έφτιαξε μιά μπάλα. Όταν ο γιατρός πήγε να μιλήσει , του βούλωσε μ’αυτή το στόμα.
Η ζωή θα μπορούσε να είναι τρομπέτες
Στ’ ακουστικά, μονοφωνικό σύστημα, έλεγχος, όλοι γύρω γίνανε σεκιουριτάδες. Μετά, κιθάρες και μπουζούκια και φωνές, οι χορδές σπάνε, μιά γυναίκα σηκώνεται να χορέψει και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της.
Είμαι σε ψάθινη καρέκλα πάνω, με το τραπέζι ντυμένο με χαρτί, και οι κανάτες αδειάζουν και το κρασί έχει τη γεύση χυμού από εξωτικά φρούτα, που ποτέ δεν έχω ακούσει τ’όνομά τους. Χτυπάω παλαμάκια.
Η γυναίκα σέρνεται από τις δεκαετίες καταναγκαστικής πεζοπορίας. Πιό πέρα, άντρες πετάνε γαρύφαλλα. Βγάζει τη γόβα της και την εκσφενδονίζει, σκύβει, πιάνει ένα λουλούδι, το σφίγγει στη χούφτα της. Ένας άντρας πάει κοντά, στη θήκη του αριστερού του ματιού είναι καρφωμένο το τακούνι, γεμάτος αίματα, περνάει τη γλώσσα πάνω στα χείλια του και μαζεύει το υγρό, που μοιάζει με το κρασί, και η γυναίκα τραβάει το τακούνι και μαζί μ’αυτό ξεκολλάει και το μάτι, και πέφτει πάνω στον άντρα και τον φιλαέι στο στόμα, εκεί, στη μέση της πίστας.
Μετά, το μικρόφωνο, τα πηρούνια, ο θόρυβος, ο καπνός δεν μ’αφήνει να δω καλά. Φιλιούνται, χτυπάω παλαμάκια.
Είδη προς εξαφάνιση
Ύστερα από ένα ψιλόβροχο που κράτησε ίσα ίσα για να υγράνει την άσφαλτο ώστε το φως του ήλιου να λαμπυρίζει πάνω της, η Λένα φόρεσε μια κοντή φούστα κι ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι, πέρασε το κολάρο γύρω απ’το λαιμό της γάτας και έδεσε το λουρί στον κρίκο.
Έξω, η Λένα σταμάτησε για να επιτρέψει στη γάτα να γλείψει διεξοδικά και παθιασμένα όλο της το τρίχωμα. Ένα κοριτσάκι, που περνούσε μαζί με τη μαμά του, σταμάτησε και πήγε κοντά. Κοίτα, μαμά, τί γλυκιά γατούλα, είπε, και χάιδεψε το ζώο με απαλές κινήσεις, ανάμεσα στ’ αυτιά του.
Λίγο πιο κάτω, μπροστά στο σούπερμάρκετ, η Λένα αναγκάστηκε να κάνει μιά δεύτερη στάση. Το γατί άρχισε να πνίγεται και να βγάζει υπόκωφους ήχους μέχρι που έβηξε δυνατά και ξέρασε στο πεζοδρόμιο την τριχωτή μάζα που ήταν σφηνωμένη βαθιά στο λαρύγγι του.
Και μετά από δύο τρία λεπτά, έφτασαν στο πάρκο. Προχώρησαν ανάμεσα στα δέντρα, προς ένα μικρό περιφραγμένο χώρο, με μιά πινακίδα στη μέση που έδειχνε μαύρες φιγούρες διάφορων κατοικίδιων, και η Λένα άφησε το λουρί για να μπορέσει η γάτα να περάσει την είσοδο και να κατουρήσει.
Τζάκο Παστόριους
Όταν ήμουνα παιδί, έσκαβα τρύπες στο χώμα και τις χάριζα στα μυρμήγκια. Βρισκόμουνα πάντα εξόριστος στον κήπο κι έβρισκα ένα σωρό ασχολίες εκεί, να μαζεύω σαλιγκάρια, να κόβω σκουλήκια στη μέση μ’ένα φτυάρι, να πετάω πέτρες σε τζάμια. Μέσα απ’το σπίτι ακουγότανε το μπάσο του πατέρα μου κάθε φορά που έριχνε τη βελόνα στο βινύλιο ή την έμπηζε στο μπράτσο του.
Πάνω στην πορτοκαλιά, σ’ ένα χοντρό κλαδί, καθότανε ένα όρνιο , κοκκαλωμένο, υπομονετικό. Η φίλη μου, η Ρόζα, που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα, το φοβότανε. Δεν έβγαινε συχνά να μου κάνει παρέα, έλεγε ότι ήταν επικίνδυνο. Όταν όμως έβγαινε, πάντα κάτι σπουδαίο γινότανε. Μια φορά πασαλείψαμε τα χείλια μας με κόλλα και φιληθήκαμε και μας πήγανε στο νοσοκομείο και τους δυό, κολλημένους.
Τριγυρνούσανε αλεπούδες στον κήπο, τις διώχνανε για να μην τρώνε τις κότες, αλλ’αυτές δεν κάνανε πίσω, γύρω απ’το κοτέτσι συνέχεια, σα να ζηλεύανε τη θανατική ποινή των πουλερικών. Ήταν όμορφα πλάσματα οι αλεπούδες, εξαφανίστηκαν χρόνια αργότερα, όταν μεγάλωσα.
Γινόμαστε μάρτυρες των πιο άγριων ηλιοβασιλεμάτων
Αν ο τουρισμός είναι μία μορφή επεκτατισμού, το ταξίδι αναψυχής του Κώστα στο Λος Άντζελες ήταν μία παράδοξη οπισθοχώρηση στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου, όπου ο κόσμος λαμβάνεται ως απόλυτα προσωπική υπόθεση.
Περπατώντας στην παραλία του ωκεανού, χαζεύοντας, βρέθηκε μπροστά σ’έναν τύπο, ντυμένο με ολόσωμη στολή κόκκορα, που΄του έκλεισε το δρόμο, πλησίασε το ράμφος του στη μύτη του και φύσηξε μέσα στη σφυρίχτρα που είχε στο στόμα. Ο Κώστας έμεινε εκεί να τον κοιτάει κι ο κόκκορας ξανασφύριξε κι άρχισε να χοροπηδάει και να κουνάει τα πολύχρωμα φτερά του πάνω κάτω. Μετά, ο Κώστας ξάπλωσε στην άμμο κι ο κόκκορας τράβηξε το κεφάλι του και το πέταξε δίπλα. Κάθησε κι αυτός κάτω και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από μιά αόρατη τσέπη ανάμεσα στα πούπουλα. Ο Κώστας τον κοίταξε, ήταν ένας σαραντάρης ινδιάνος , με μακριά αλογοουρά και ένα μικρό χάσμα ανάμεσα στα μπροστινά του δόντια. Χαμογελούσε. Του κούνησε το πακέτο μπροστά στα μάτια.
Κάθονταν και οι δύο με τα τσιγάρα να κρέμονται και κοίταζαν τον ήλιο να πέφτει. Πιό πέρα, μία γυμνόστηθη γυναίκα, χυμένη πάνω σε μιά πετσέτα, έβγαλε έναν αναπτήρα απ’την τσάντα της και τον έριξε προς το μέρος τους. Ο ινδιάνος τον έπιασε στον αέρα.
Κουκουβάγια
Έπρεπε στις πέντε να είμαι στη δουλειά. Το ξυπνητήρι βάραγε στις τέσσερις, και πεταγόμουνα και έβαζα τα ρούχα κι έριχνα νερό στο πρόσωπό μου κι έκοβα λίγο ψωμί, που το μάσαγα όσο έφτιαχνα καφέ. Άναβα το πρώτο τσιγάρο λίγο πριν βγω απ’την πόρτα.
Είχα ένα μισάωρο δρόμο. Πάντα έκανα την ίδια διαδρομή για να βγω στον κεντρικό. Δεν ήτανε η πιό σύντομη, αλλά έπρεπε να δω την κουκουβάγια. Ήτανε πάντα εκεί, στο συγκεκριμένο σημείο, στην άκρη του δρόμου. Την έβλεπα από μακριά και πήγαινα αργά, πέρναγα δίπλα της, τα μάτια της, γουρλωμένα, με κοιτούσαν, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Πάντα εκεί ήτανε, σα να’χαμε κάνει συμφωνία. Κι εγώ ποτέ δεν πήγαινα από άλλο δρόμο. Μου κόλλαγε στο μυαλό καμιά φορά να σηκωθώ την ίδια ώρα και το Σάββατο ή την Κυριακή και να πάω να δω την κουκουβάγια, και μετά να γυρίσω σπίτι και να ξαναπέσω στο κρεβάτι και να ξανακοιμηθώ. Και σκεφτόμουνα να με καταλάβει η γυναίκα μου, θα της έλεγα πήγα να δω μια κουκουβάγια.
Και μια φορά, μ’ είχανε διώξει απ’ τη δουλειά, τελικά σηκώθηκα και μπήκα στ’αμάξι και πήγα. Εκεί πέρα ήτανε. Κατέβηκα και την πλησίασα και δεν κουνήθηκε. Έφτασα πολύ κοντά, μέχρι που της άπλωσα το χέρι, κι αυτή άνοιξε τα φτερά και πέταξε πιό πίσω κι έμεινε πάλι να κοιτάει. Έκατσα κι εγώ κάτω, για λίγο και μετά γύρισα σπίτι.
Φάντασμα
Το πένθος με κατέκτησε. Γυρνούσα πάνω κάτω ανάμεσα στους τοίχους, άπραγος.Είχα την ιδέα σου να χορεύει μέσα στις αισθήσεις μου, για μένα έγινες ορόσημο, όχι άνθρωπος. Τα σύνορα δύο κόσμων παράλληλων, της εποχής πριν και της εποχής μετά. Ήμουν στην πύλη,δεν είχα χαρτιά, οι φρουροί με κόλλησαν στον τοίχο, με χτύπησαν, με κλείδωσαν σε φυλακή. Ήταν και δική σου η φυλακή, ταφόπλακα.
Ο βίος όνειρο, κάποιος είχε σκαλίσει πάνω στο μάρμαρο, και δίπλα ξερά λουλούδια. Τί τα κάνεις τα ξερά λουλούδια όταν κολυμπάς στα πιο βαθιά νερά;
Καλό μου φάντασμα, σου ζήτησα να με πάρεις μαζί στ’απάτητα βουνά και τους άφαντους ωκεανούς, να με δεχτείς σαν πρόσφυγα που ψάχνει άσυλο, προστασία έξω απ’την εμπόλεμη ζώνη. Ήρθες, λοιπόν, στ’όνειρό μου, κουβαλώντας κάτασπρο χιόνι και συσκευές επεξεργασίας, μου χάρισες παραισθήσεις, και ξέχασα τη ζωή και τον θάνατο. Αρνήθηκα τον εαυτό μου, επινόησα εσένα, κι εσύ γέμισες μ’εμένα το κενό.
Share this Post