Σταύρος Μίχας | Ποιήματα (ανέκδοτα)

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras


ποίηση



Ανάσταση Διονυσίου Σολωμού

Σε είδα να περπατάς ωραίος θαλασσινός άγιος
ανάμεσα σε ελιές που μιλούσαν ελληνικά
και λεγεώνες τζιτζικιών που τραγουδούσαν το καλοκαίρι
λουσμένος στις ευωδιές του αγέρα.

Στεφανωμένος με τις αχτίδες του ήλιου
ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες
και κολώνες δωρικές
κοιτούσες στα μάτια τις κοπελιές
που περπατούσαν ξυπόλητες στις αμμουδιές του κόσμου
επιθυμώντας τη χαμένη λαμπρότητα του σώματος.

Μέσα στ’ όνειρο
που έκαιγε ανάμεσά μας
ενώ μου χαμογελούσες
σε είδα να υψώνεσαι
στο ναό τ’ ουρανού σου
για ν’ αναστηθείς μέσα σ’ αυτόν.

Αγία Τριάδα 4-10-2003

Η πέτρα είναι ο δρόμος

Εμπιστεύομαι την πέτρα
ψάχνω τις ρωγμές της
την τρυπώ με την βελόνα
των ματιών μου
της περνώ μια κόκκινη κλωστή
που κρέμονται ο ήλιος και τα όνειρα.

Η πέτρα πέφτει
στον ουρανό και στα κύματα
φωτίζει τις ερημιές
τις νύχτες.
Γλιστρά στις τροχιές των άστρων
και των εποχών
οδηγεί αυτόν που δε ξέρει να περπατήσει.
Είναι ο άρτος που επιστρέφει στον σπόρο του.

Η πέτρα
ειν’ ένα πουλί
που φλέγεται
στα χέρια του ποιητή.

Ονειροποιητής

Ο ονειροποιητής είναι αυτός που προφέρει τ’ αναρίθμητα
ονόματα του κόσμου
που κάνει τη ψυχή μας να ταξιδεύει στις γωνιές του απείρου
ένα χάδι στο πρόσωπο της αστραπής
μια φλέβα χρυσού στο βράχο που κάνει όλο το βουνό ν’ ακτινοβολεί
ένας ήλιος πουλί που πετά στις λαμπερές νεφέλες τ’ ουρανού
μια αόριστη νότα από σπασμένες χορδές φωτός
ένας ψαράς πού βγάζει αγκιστρωμένες λέξεις ψάρια απ’ το βυθό της καρδιάς του
το γέλιο μιας καμπάνας από νεφρίτη
ένα ρυάκι που λασπώσαμε
αλλά που γρήγορα ξανατρέχει καθαρό νερό
η μνήμη του κόσμου που βρήκε το λαλητή της
ένα έρημο στάχυ που υψώνεται για να ταΐσει όλους τους πεινασμένους.

Μια φωνή που καλεί το κενό ν’ απαντήσει.

ΜΙΑ ΦΑΟΥΣΑ* ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ ΤΩΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ

Πουθενά κανένα φως
μόνο το τραύλισμα της σιωπής πάνω στον τοίχο.
‘Όλο τη βλασφημώ κι όλο πάνω της αρπάζομαι.

Κλαίω με δάκρυα στις φυλλωσιές των σεντονιών.
Ήχοι βαρύθυμοι
σαν βράχοι μαύροι
πάνω στο στήθος μου.

‘Ό,τι ν’ αγγίξω με πληγώνει
αφού για άλλη μια φορά
περίμενα στο ρολόι την αυγή
κι όχι στην καρδιά μου.

Όλα γίνονται στις μέρες μας
όλο και πιο άσχημα
γιατί πάνω στη φόρα μας
να κυριαρχήσουμε στους άλλους και στα πράγματα
χύθηκε πολλές φορές το αίμα τ ’ουρανού
και τύφλωσε τα μάτια της ψυχής μας.

Έτσι έμεινε ο λόγος μας γυμνό κόκκαλο
που κρέμεται στο φράχτη του φωτός.

Και φωνή δεν έχω πια να κραυγάσω
για το τσακισμένο ρόδο του κόσμου
και δύναμη δεν έχω να σταματήσω
τον άνεμο εξαγνιστή που αφανίζει το δέντρο απ’ τις ρίζες.
Μια φάουσα σημαδεύει τώρα το χρόνο
καλύτερα κι από ρολόι.

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ

Πηγαίνω άδειος
προς την άκρη του κήπου.

Θέλω να φύγω από δω.

Όμως ξέρω
πως θα ’ρχομαι συχνά
στις τέσσερις γωνιές του εαυτού μου χαμένος
μες στον αγρό του κόσμου
και του χρόνου
για να συνάξω τη γη

όπου άνθισα.

ΠΕΤΡΑ

Πέτρα του ωραίου κόσμου
γιομάτη καλοσύνη πέτρα

πέτρα από φιλί και άνεμο
πέτρα λουλούδι του ήλιου

γέλιο παιδιού ξυπόλητου
που σεργιανάει στη μέρα.

ΑΥΓΗ

Όταν θα μιλήσουμε με τη φωνή των πουλιών
θα ’χουμε ξεχάσει ακόμα και τ’ όνομά μας.
Ο κόσμος θα έχει γίνει πιο ελαφρύς
και δε θα υπάρχουν πια εμπόδια.

Θα ’χουμε απαλλαγεί από κάθε φόβο
κι ο θάνατος δεν θα είναι για μας
παρά μια άλλη διαφάνεια.

Θα φύγουμε.

Το σώμα μας έγινε κιόλας λιγότερο πραγματικό
κι απλώνει ρίζες στ’ άπειρο του φωτός.

Τώρα ο κόσμος ξεγυμνώνεται
κι οι φωνές μας ανάβουνε φωτιές.
Πλησιάζεις το φως και φλέγεσαι.

Ας ανέβει λοιπόν
κι ας αστράψει τελευταία φορά η αυγή.

Σταύρος Μίχας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία