Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Θ’ ανοίξω πόρτες και παράθυρα του νου
μ’ ένα ματσάκι αστραπές.
Απ’ τον λαιμό μου θα ξεκρεμάσω όμορφες λέξεις
και θα τις βάλω να φάνε την καρδιά μου.
Με δάκρυα χαράς και λύπης θα τις πνίξω
ύστερα θα τις κοιμίσω με το κρασί της λησμονιάς μου
ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ως εδώ έφθασε η ζωή σου
ως εδώ κι ο θάνατός σου
μα αν πλησιάσεις τ’ ανώφλι τ’ ουρανού
με κλαδί βασιλικού
και μ’ ένα ματσάκι δυόσμου
οι σκιές που θε να ’ρθουν
στο συναπάντημά σου
τραγούδια θα σου πουν της μνήμης
τραγούδια της φωτιάς.
Kι αν σφάξεις τον κόκορα του χρόνου
μπορείς ακόμα να θυμηθείς
τι είχες και τι έχασες
τι δε θα επιστρέψει
και θα ξεχάσεις
αυτά που τώρα δε ξεχνάς
που δε θα λησμονούσες
όλες τις πόρτες τις κλειστές
κι άλλες που δεν άνοιξαν
κι αφού ανηφορίσεις
τα σκαλοπάτια του κενού
και δεν καθίσεις πάλι
στου ήλιου το κατώφλι
αφού αγγίξεις για τελευταία φορά
το τείχος της ζωής και του θανάτου
θε να περάσεις της σκιάς το φως
στο φως τ’ αληθινό
Και τότε θά ’ρθει γλυκά το όλο
να πιείς από το χέρι του τ’ αθάνατο νερό
να πιείς το φως του απείρου.
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΧΟΥΝ ΣΥΜΒΕΙ
Ήρθε το μέλλον
ντυμένο αθωότητα
και το αγάπησα σαν να ’μουν παιδί.
Φοβάμαι να ταράξω
τούτη τη σιωπή.
Έχει νυχτώσει
στον κήπο του πουθενά.
Ζω ελεύθερος
στο κέντρο
του εαυτού μου.
Θα ξαναγεννηθώ σαν πέτρα
θα ξαναγεννηθώ σαν άνεμος
σαν κύμα
σαν μια άπειρη στιγμή
‘Η μήπως τα πάντα έχουν συμβεί
κι είμαι πια ήρεμος
μέσα στο καινούργιο;
ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ Η ΙΔΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Είναι πάντα η ίδια ιστορία
μα δεν ωφελεί σε τίποτα να το ξέρεις
Έρχεται από έναν απρόβλεπτο ουρανό
Ένα φως αποσπάται και κάθεται στην καρδιά σου
από μια σχισμάδα του απείρου
μια τόση δα κηλίδα φωτός
μια τρέλα των αγγέλων
Την σκεπάζει όλη
σου μαθαίνει πως έπεσες σε δυσμένεια
σου διδάσκει τη μηδαμινότητά σου.
Παρ’ όλο που όλα βρίσκονται εδώ
παρ’ όλο που έχουμε χώρο και χρόνο και σιωπή
η ζωή μας λείπει
Όλα βρίσκονται εδώ εκτός από μας
Έτσι ο χρόνος περνάει δίπλα μας
σαν χαμηλός ουρανός
Είμαστε πάντα καθυστερημένοι
στον εαυτό μας
στα πράγματα του κόσμου
Δεν γεννηθήκαμε ακόμη
δεν είμαστε κανένας
Υπάρχει μια συμπεριφορά φυλακισμένου
στη ζωή μας
υπάρχει αυτή η συμπεριφορά
που μεταμορφώνει τα πάντα σε πέτρα
σε ακίνητο ύπνο
Όλα αυτά χωράνε σε μια λέξη
στην άκρη των χειλιών:
τίποτα
Ένα τίποτα μας μαγεύει
αλλά κι ένα τίποτα μπορεί να μας εκμηδενίσει.
Όπως το φως του απείρου
ανάλογα με τις στιγμές
και την κατεύθυνση του ονείρου
Μπορεί να μας ελευθερώσει
ή να μας φυλακίσει.
ΕΞΟΔΟΣ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Νύχτα γεμάτη όνειρα
μάγια κι ανατριχίλες
πρόσωπα χωρίς υπόσταση
σκιές αγαπημένες.
Μέσα απ’ τις ψηλές κεραίες
τα χθόνια μηχανήματα
μέσα από τα μαύρα νήματα
της φυλακής του κόσμου
χρυσά γέλια
Τα κοιμισμένα φαντάσματα ξυπνούν
παιδιά με μαγικούς φανούς
γυρεύουν την έξοδο
του κήπου με τις αυταπάτες.
ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΚΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Άγριος άνεμος
χάρτινος κι ο ουρανός.
Πως τρίζουν τ’ άστρα
στα βήματά σου
πως σωπαίνει το φεγγάρι
στην κραυγή σου.
ΤΙ ΠΙΑ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ
Σ’ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο
σ’ αυτόν τον σκοτεινό ουρανό
τι πια να περιμένεις.
Τον σιδερένιο ήλιο
ή το χάρτινο το φεγγαράκι;