Ποίηση
Πάνος Δημητρούδης | Ο Δικηγόρος του διαβόλου
Στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, όταν στον ελληνικό τύπο άρχισαν να εισρέουν τα εκατομμύρια της διαφημιστικής διαπλοκής, των προσφορών και του λάιφσταιλ, εμφανίστηκε μια μικρή ανεξάρτητη αριστερή εφημερίδα, που κατάφερε να μην παρασυρθεί από το συρμό, και που μολονότι οι άνθρωποι που την εξέδιδαν προέρχονταν από έναν πολύ συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, αυτόν της ΑΚΟΑ, η ίδια κατάφερε να μην αποτελέσει ένα ακόμα ξύλινο πολιτικό έντυπο της Αριστεράς, αλλά να είναι ανοιχτή σε κάθε είδους αιρετικές και ριζοσπαστικές φωνές.
Με μικρή κυκλοφορία και πενιχρά μέσα, αλλά δίνοντας βαρύτητα σε κείμενα ουσίας και κριτικής σκέψης, η «Εποχή» -όσο κι αν δυστυχώς σήμερα κάνει προσπάθειες να γίνει μια μικρή «Αυγή»- ακόμα και τώρα διατηρεί το στίγμα μιας διαφορετικής φωνής ανάμεσα στα έντυπα της αριστεράς.
Σ’ αυτήν την εφημερίδα λοιπόν φιλοξενήθηκε –και φιλοξενείται ακόμα– η αρθρογραφία του φίλου Πάνου Δημητρούδη που πίσω από την υπογραφή «Ο δικηγόρος του διαβόλου» διατηρεί επί χρόνια σε εβδομαδιαία βάση μιας από τις πιο ανορθόδοξες και αιρετικές στήλες της εν λόγω εφημερίδας.
Ασφαλώς, ένα βιβλίο σαν κι αυτό, που συναπαρτίζεται από άρθρα γραμμένα με επικαιρικές αφορμές, είναι πάντα ένα δύσκολο στοίχημα γιατί υπάρχει ο κίνδυνος λίγο καιρό μετά τα κείμενα αυτά να μην διατηρούν καμιά επικαιρότητα.
Μολονότι η πολιτική αφετηρία του, η διαδρομή του και η πολιτική του τοποθέτηση είναι διαφορετικές από την δική μου, η αιρετική του ματιά και διάθεση τον καθιστά ενδιαφέροντα συνομιλητή, κυρίως όταν επιτρέπει στον εαυτό του –και ευτυχώς αυτό συμβαίνει συχνά– να απαλλαγεί από το «κομματικό καθήκον» και τον συνακόλουθο συναισθηματισμό, και να μιλήσει με το προσωπικό του αισθητήριο.
Αυτή η αιρετική σε σχέση με την κατεστημένη αριστερά ματιά του Δημητρούδη διατρέχει τα περισσότερα από τα κείμενα του τόμου, και αποτέλεσε άλλωστε το ευδιάκριτο στίγμα της στήλης όλα αυτά τα χρόνια, που το χάρισε –όπως λέει κι αυτός– μάλλον περισσότερους εχθρούς παρά φίλους μέσα στον χώρο στον οποίο ανδρώθηκε πολιτικά
Για παράδειγμα, στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, όπου είναι συγκεντρωμένα τα κείμενα τα σχετικά με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, για το ζήτημα του μονοπωλίου της κρατικής βίας (ένα ζήτημα για το οποίο το μεγαλύτερο κομμάτι της επίσημης αριστεράς κάθε απόχρωσης –κουβαλώντας την πικρή ήττα της Βάρκιζας, του Εμφυλίου και της μεταπολιτευτικής θεσμικής ενσωμάτωσης διστάζει να θίξει και φαίνεται να έχει αποδεχτεί πλήρως την βεμπεριανή θέση που θέλει το κράτος να διαθέτει το μονοπώλιο της βίας) ο Δημητρούδης τολμά να μιλήσει με τρόπο που δύσκολα θα έκανε ο υποστηρικτής ενός αριστερού κοινοβουλευτικού κόμματος ή ένας τυπικός αρθρογράφος αριστερής εφημερίδας.
Σ’ έναν άρθρο του, αφού απαριθμεί μια σειρά από κρατικές και παρακρατικές δολοφονίες των τελευταίων ετών, υπερασπίζεται το δικαίωμα της λαϊκής αντι-βίας ως ύστατο ανάχωμα απέναντι στην κρατική βαρβαρότητα, κι έρχεται σε αντιπαράθεση με φωνές άλλων αριστερών αρθρογράφων ακόμα και της ίδιας εφημερίδας που έκαναν εκκλήσεις για φιλειρηνικές κινητοποιήσεις. Γράφει ένας απ’ αυτούς: «Όπου δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε την ειρήνη μιας εκδήλωσης, απλά δεν συμμετέχουμε», κι ο Δημητρούδης αντιλέγει: Αυτή είναι η τακτική «υγειονομικής ζώνης» στην οποία διαπρέπει το ΚΚΕ, κάνοντας χωριστές συγκεντρώσεις, αποκρουστικά περιφραγμένες με κνίτικα καδρόνια. Έτσι εξασφαλίζουν μια ειρήνη της κονσέρβας και της «απόλυτης κι αμόλυντης» αλήθειας. Μας ταιριάζει κάτι τέτοιο; […] Ο Σύριζα δεν μπορεί να είναι χώρος κομματικής καθαρότητας. Στην δύσκολη πορεία αναζήτησης της φυσιογνωμίας του χρειάζεται να είναι ανοιχτός και σε ενέργειες και σε παρενέργειες. Και είναι πραγματικά αξιόλογη η στάση του να σταθεί απέναντι στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα και στα υπόλοιπα κόμματα που το υπηρετούν, γνωρίζοντας το πολιτικό κόστος και το επικοινωνιακό πογκρόμ που θα ακολουθούσε, και να ακούσει το σφυγμό της εξεγερμένης νεολαίας, χωρίς φόβο να μολυνθεί από τη βίαιη και οργισμένη ορμή της. Αν παραφράσουμε το διαχρονικό σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», θα καταλήξουμε στο ισχυρότερο «νόμος είναι το δίκαιο του εξεγερμένου».
Κι έπειτα, συνεχίζει σχολιάζοντας τη στάση ορισμένων πρωτοκλασάτων στελεχών του κόμματος: Ήρθαν πρώτα τα γκάλοπ με τη μείωση των ποσοστών του Σύριζα, έγινε και η προβοκατόρικη απόπειρα κατά του αστυνομικού και άρχισε η οπισθοχώρηση. Μάστορες του είδους τα στελέχη της Ανανεωτικής πτέρυγας του ΣΥΝ, άρχισαν τις δηλώσεις και τις συνεντεύξεις, λέγοντας ότι δεν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες αποστάσεις από τα φαινόμενα βίας και δεν καταγγέλθηκαν επαρκώς οι κουκουλοφόροι. Επίσης άρχισαν να ξορκίζουν τα συνθήματα που κυριάρχησαν στη νεανική εξέγεραση, με αιχμή το «ρατσιστικό» σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», το οποίο δεν τιμά τον συστημικό πολιτικό πολιτισμό που θέλουν να επιδεικνύουν. Μεσολάβησαν και συνεδριάσεις της Πολιτικής γραμματείας του ΣΥΝ, όπου πρυτάνευσε η λογική και ο ρεαλισμός, κι έτσι φτιάχτηκε το κατάλληλο κλίμα ώστε να οδηγηθούμε σε μια υπέροχη εκπομπή εθνικής σύμπνοιας κι ομοψυχίας, στην «Ανατροπή» της Δευτέρας 12.1.2015. Ο οικοδεσπότης Γιάννης Πρετεντέρης, εκπληρώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τον ρόλο του ως επίσημου θεματοφύλακα του συστήματος, καλλιέργησε πρώτα το κλίμα υπεράσπισης κι αποδοχής του σημαντικού ρόλου της αστυνομίας σε ένα σύγχρονο ευνομούμενο κράτος. […] Αυτή την κοινή γραμμή φαίνεται, δυστυχώς, να υπερθεματίζει κι ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης. Στην τηλεοπτική «Ανατροπή», προφανώς για να ικανοποιήσει τον οικοδεσπότη του αλλά και να τινάξει πάνω από τον Σύριζα την αντισυστημική σκόνη που είχε αφήσει ο Δεκέμβρης του 2008, ήταν τόσο καταγγελτικός κι απόλυτος που ο υπουργός Χρυσοχοΐδης έμοιαζε με αρσακειάδα! Ε μια συζήτηση για τη μαζικότητα που αποκτούν πλέον οργανώσεις όπως οι «Πυρήνες της φωτιάς», ο εκπρόσωπος της Αριστεράς μιλά για ένα αρραγές κι άτεγκτο μέτωπο όλων των πολιτικών δυνάμεων εναντίον της τρομοκρατίας κι ο υπουργός της κυβέρνησης θέτει θέμα κοινωνικών αιτιών και πολιτικής συζήτησης! Βρε πού καταντήσαμε…
Μια άλλη μεγάλη ενότητα κειμένων –η επιχειρηματολογία των οποίων αποτελεί λογική συνέχεια των όσων είπαμε παραπάνω– που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα κείμενα στα οποία ο Δημητρούδης ασκεί κριτική «από τα αριστερά» όπως θα λέγαμε, στον Σύριζα.
Με διάφορες αφορμές, ο συγγραφέας επισημαίνει κακώς κείμενα εντός του πολιτικού χώρου στον οποίο κινείται, δείχνοντας ότι δεν είναι διατεθειμένος να συνταχθεί άκριτα πίσω από κομματικές «γραμμές» και «ορθοδοξίες».
Επισημαίνει φερ’ ειπείν ότι: ο Σύριζα πάτησε πάνω στην κινηματική υπεραξία του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και η ανάπτυξη του κόμματος ήταν παράλληλη με την υποχώρηση, μέχρι εξαφανίσεως, του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος, και καταλήγει στο εύλογο συμπέρασμα ότι «το κόμμα βλάπτει σοβαρά το κίνημα»× αλλού, μιλώντας για τις συνιστώσες, διαπιστώνει πως «όποιος ελέγχει τον μηχανισμό κατέχει και το κόμμα. Ο μηχανισμός της Κουμουνδούρου πετυχαίνει μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: δρομολογεί το ενιαίο κόμμα, κλείνοντας τα στόματα όσων, τόσα χρόνια, επιζητούσαν τη δημοκρατική του συγκρότηση και ταυτόχρονα παγιώνει την απόλυτη κυριαρχία της ηγετικής ομάδας του Συνασπισμού μέσα στον Σύριζα»× αντιμετωπίζει με αρνητική διάθεση το γεγονός ότι καθώς ο Σύριζα αποκτά χαρακτηριστικά ενός μεγάλου κόμματος ευθυγραμμίζεται με τις απαιτήσεις της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, λειαίνει τις αιχμές του πολιτικού του λόγου και έχει μια ιδεολογική ασάφεια, προκειμένου να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο.
Δεν έχει νόημα να συνεχίσω την παράθεση των σημείων που ασκεί κριτική ο Δημητρούδης, όπως για παράδειγμα το φαινόμενο «της βαθμιαίας πασοκοποίησης του κόμματος», αλλά διαβάζοντας τα κείμενα αυτά μου δημιουργήθηκε εύλογα η απορία ποιοι μπορεί να είναι οι συναισθηματικοί μηχανισμοί που κρατάν έναν άνθρωπο με τέτοιες απόψεις δεμένο με έναν κομματικό χώρο, τι είδους μεταφυσικές σχεδόν ψευδαισθήσεις μπορεί να τρέφει ένα έλλογο ον που έχει κάνεις αυτές τις επισημάνσεις και εν τέλει ποιος είναι ο ρόλος του συναισθήματος στην πολιτική; Αλλά γι’ αυτά μπορούμε αν θέλετε να συζητήσουμε μετά με τον ίδιο τον συγγραφέα.
Επειδή όμως αρκετά μίλησα για κομματικές πολιτικολογίες, που εγώ τις βαριέμαι, άφησα για το τέλος την ενότητα που έχει κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και αυτήν στην οποία ο συγγραφέας βρίσκει πραγματικά μια ιδιαίτερη και προσωπική γραφή. Φιλολογικά μιλώντας, τα κείμενα αυτά είναι τα πιο καλογραμμένα. Ο Δημητρούδης εδώ, απαλλαγμένος από το άγχος των επιχειρημάτων και των λογικών αναλύσεων, των κομματικών διαφωνιών και της επικαιρικής σχολιογραφίας, βρίσκει τον συναισθηματικό και συγγραφικό βηματισμό του.
Πρόκειται για χρονογραφήματα στα οποία ο αρθρογράφος εκφράζει την αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι και τα σκυλάδικα, υμνεί την λαϊκότητα και τη λαϊκή θυμοσοφία υπενθυμίζοντας ότι εκεί ήταν κάποτε ριζωμένες οι αριστερές αναφορές, δείχνει συμπάθεια ακόμα και για το λούμπεν απέναντι στο οποίο η επίσημη αριστερά από την εποχή που η κομματική ορθοδοξία ξόρκιζε τα ρεμπέτικα δείχνει να έχει αλλεργία, μιλά αποενοχοποιημένα για τις αγάπες και τις εμμονές του, τις παιδικές του μνήμες στο χωριό, εν τέλει για τον βιότοπο μέσα στον οποίο μεγάλωσε και ανδρώθηκε πολιτικά και τον οποίο δεν είναι διατεθειμένος να απεμπολήσει για χάρη κάποιου είδους πολιτικής ορθότητας που κατατρέχει πολλούς αριστερούς.
Επειδή σαν αναγνώστης, μ’ αυτόν τον Δημητρούδη ταυτίζομαι περισσότερο, μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω ένα από αυτά: Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, στην εποχή της άνοιξης του ραδιοφώνου, υπήρχε στη Θεσσαλονίκη ένας διαδημοτικός σταθμός περιφερειακών δήμων της πόλης, το «Ένατο Κύμα». Εκεί, τα μεσάνυχτα κάθε Δευτέρας, έκανε την εκπομπή του ο φίλος μου ο Γιάννης. Ήταν ένα ραδιοφωνικό μαγκαζίνο με πολιτιστικά θέματα, ποικίλα σχόλια και ποιοτική μουσική. Τότε έγινε η πρώτη εμφάνιση, με την μορφή ενός ολιγόλεπτου κοινωνικοπολιτικού σχολίου, της ραδιοφωνικής στήλης με τίτλο «Ο δικηγόρος του διαβόλου», η οποία έμελλε αργότερα να αποκτήσει έντυπη μορφή στην «Εποχή». Μια άλλη στήλη, την κινηματογραφική, κρατούσε με μεγάλο μεράκι για τον σινεμά ο Αντώνης που δυστυχώς μας άφησε νωρίς για το μεγάλο ταξίδι. Μια Δευτέρα, λοιπόν, μαζί με τον έτερο παλιόφιλο, τον Φώτη, σκεφτήκαμε να κάνουμε στον Γιάννη μεγάλο χουνέρι. Πήγαμε από το πρωί στην πλούσια δισκοθήκη του σταθμού και διαλέξαμε τα καλύτερα λαϊκά της εποχής, μιας από τις καλύτερες του λούμπεν λαϊκού τραγουδιού τότε που μεσουρανούσαν τοπικές δισκογραφικές εταιρίες όπως η ΠΑΝΙΒΑΡ κι η ΒΑΣΙΠΑΠ. Πείσαμε τον Γιάννη να μας αφήσει να κάνουμε παιχνίδι και το κακό έγινε. Το πολιτιστικό μαγκαζίνο με τις ποιητικές γέφυρες, τον Χατζιδάκι και το νέο κύμα μετατράπηκε σε εκπομπή λούμπεν ραδιοπειρατή με καψούρικα σχόλια, αφιερώσεις ξενύχτηδων και βαριά και ασήκωτα λαϊκά τραγούδια. Στην αρχή ο Γιάννης ήταν αμήχανος, σιγά-σιγά όμως μπήκε στο πνεύμα και στην ανάταση της ψαγμένης υποκουλτούρας. Στο στούντιο έγινε χαμός. Ο ηχολήπτης χόρευε ζεμπεκιές και τα τηλέφωνα έσπασαν από μερακλωμένους ξενύχτηδες που ζητούσαν τραγούδια κι έκαναν αφιερώσεις.
Κάποια στιγμή, και ενώ ο Στράτος Διονυσίου τραγουδούσε «Πέταξα τα σκεπάσματα και φόρεσα ότι βρήκα…», μάς πήρε τηλέφωνο ένας γνωστός βιοτέχνης της πόλης, μόνος και πιωμένος, και μιλούσαμε μαζί του πάνω από μισή ώρα. Φιλοσοφούσε για τη ζωή του εργένη που είχε λεφτά αλλά του έλειπε η ανθρώπινη επικοινωνία, μιλούσε για την μάνα του κι έκλαιγε, για τη σκληρότητα των γυναικών. Μόνος στο σπίτι, δίπλα στο ραδιόφωνο, μεράκλωσε με τον Στράτο Διονυσίου. Μας πρότεινε να πάμε μετά την εκπομπή να μας κεράσει στα μπουζούκια, στη «Θεσσαλονικιά» που τότε μεσουρανούσε. Δυστυχώς δεν πήγαμε, ξύπνησε ξαφνικά η αριστερή λογοκρισία και μπλοκάραμε.
Τώρα που βουβάθηκαν οι ραδιοφωνικές συχνότητες της ΕΡΤ μου ήρθε ξανά στο μυαλό αυτή η ραδιοφωνική ιστορία. Τότε, τα ερτζιανά φώτιζαν την καθημερινότητα, τη μοναξιά, τα μεράκια μας. Τώρα, το σκοτάδι των μνημονίων και της νέας ακροδεξιάς έπεσε βαρύ πάνω στο ραδιόφωνο και στη ζωή μας…
Κλείνοντας, θα κάνω ένα γενικότερο σχόλιο απευθυνόμενος και προς τον φίλο μου τον Πάνο τώρα που τα κείμενά του υπό μορφήν βιβλίου μπορεί να φτάσουν σε ένα κοινό ευρύτερο από αυτό της εφημερίδας: όποιος θέλει να αντιτεθεί επί της ουσίας με το υπάρχον δια της γραφής θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να προσπαθήσει –όσο δύσκολο κι αν ακούγεται αυτό- να δημιουργήσει έναν αυτόνομο χώρο διαλόγου με τους όποιους αναγνώστες του, με κείμενα που ακόμα κι αν οι αφορμές τους είναι επικαιρικές, θα μπορούν να ανασυγκροτήσουν μια άλλη αφήγηση της πραγματικότητας. Ειδάλλως θα αναγκαστεί να παίζει με την σημαδεμένη τράπουλα που οι κυρίαρχοι μηχανισμοί προπαγάνδας μοιράζουν στους «εναλλακτικούς» σχολιαστές, οι οποίοι βλέπουν το τυρί της ελεύθερης έκφρασης αλλά δεν βλέπουν τη φάκα του ποιος θέτει τα υπό συζήτηση θέματα το προηγούμενο βράδυ στα δελτία των 8.
Ακόμα και τώρα, με το ξέσπασμα της κρίσης και το γκρέμισμα πολλών αυταπατών, οι κυρίαρχοι έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Ένα κοινό αποβλακωμένο από χρόνια, απαίδευτο και συγχυσμένο, δίχως κριτήρια, που ασφαλώς δεν μπορεί να αποκτήσει πλήρη συνείδηση του τι συμβαίνει τώρα που νιώθει ότι ο ουρανός πέφτει στο κεφάλι του, ακριβώς γιατί τόσα χρόνια, που ο ουρανός έπεφτε στα κεφάλια αλλωνών ανά τον πλανήτη αυτός παρακολουθούσε αμέριμνος Ολυμπιακούς αγώνες και γιουροβίζιον.
Σε μια τέτοια συνθήκη, φίλε Πάνο, είναι αναμενόμενο όποιος επιλέγει να εκφραστεί γραπτά να τεθεί αντιμέτωπος με το ακόλουθο ερώτημα: Αφού ο κόσμος ήταν και είναι κάτι άλλο από εμάς, αφού η ύπαρξή μας, απ’ τη μια, και ό,τι πέρα απ’ αυτήν, απ’ την άλλη, είναι δυο στοιχεία συνεχώς αντιτιθέμενα, αλλά ταυτόχρονα όταν (λέμε ότι) υπάρχουμε, υπάρχουμε αναγκαστικά μέσα από τα πράγματα του κόσμου, πώς μπορούμε να γεφυρώσουμε αυτόν τον ανελέητο διχασμό; Και αφού επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε τον λόγο και τις λέξεις, δεν μπορούμε παρά να έχουμε επίγνωση ότι σε έναν κατακερματισμένο και φθαρμένο κόσμο, σε μια κοινωνία που τελεί εν συγχύσει, αναγκαστικά και οι λέξεις είναι φθαρμένες, τα νοήματα κατακερματισμένα. Και αυτό είναι ίσως το τραγικότερο που μας συμβαίνει και συμβαίνει και στον Δημητρούδη. Προσπαθεί να μην «αποχωρήσει» αλλά να «φωνάξει» με τις «φθαρμένες λέξεις του σ’ έναν τέλεια καλουπωμένο κόσμο».
Ελπίζω, τώρα που ο Σύριζα οδεύει προς την Εξουσία, η «Εποχή» που τον φιλοξενεί να μην εισακούσει τις φωνές προβεβλημένων στελεχών του κόμματος που ζήτησαν να μην φιλοξενούνται τέτοιες φωνές στην εφημερίδα και ο Δημητρούδης να συνεχίσει να κάνει τον ενοχλητικό δικηγόρο του διαβόλου.
Κώστας Δεσποινιάδης
από την παρουσίαση του βιβλίου του Πάνου Δητρούδη «Ο Δικηγόρος του διαβόλου» στις 16-1-2015 στην Πρωτοπορία Θεσσαλονίκης.
κείμενα από τη στήλη «δαιμονικά» της εφημερίδας «Η Εποχή»,
έργο εξωφύλλου Μόδης Γούναρης, σελ. 176
ISBN:978-960-9476-89-8
Share this Post