Η παραλία λεγόταν «Παράδεισος» κι όντως δεν ήταν τυχαίο το όνομα. Ήταν στην ανατολική πλευρά του νησιού, μακριά από οικισμούς και δεν φαινόταν καν από τον περιφερειακό δρόμο που έζωνε το νησί. Κατέβαινες από έναν απότομο χωματόδρομο, ανάμεσα σε πεύκα που έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Όταν πλησίαζες στην ακτή αντίκριζες έκθαμβος μια απέραντη αμμουδιά και μια ιριδίζουσα πρασινογάλαζη θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι. Στη μια άκρη της παραλίας υπήρχε ένα μοναδικό μαγαζί, χωρίς ηλεκτρική σύνδεση, μόνο ο θόρυβος μιας γεννήτριας έσπαγε κατά διαστήματα τους φυσικούς ήχους των κυμάτων και των πουλιών. Το μαγαζί αυτό ήταν απ’ όλα: καφενείο το πρωί και το απόγευμα, εστιατόριο το μεσημέρι, ταβέρνα και μπαρ το βράδυ και διέθετε τουαλέτα και ντουζ για τις βασικές ανάγκες. Το λειτουργούσε ένα ζευγάρι, ξεχασμένα φρικιά μιας άλλης εποχής κι η μουσική που βάζανε ήταν σκληρό ροκ και ρεμπέτικα. Στη διάρκεια της μέρας είχε αρκετό κόσμο που χανόταν στην τεράστια παραλία, δίνοντας χώρο για τους γυμνιστές στη δεξιά της άκρη. Από το απόγευμα ο κόσμος άρχιζε να αραιώνει και μετά το ηλιοβασίλεμα έμεναν στην ακτή μόνο κάποιοι ελάχιστοι μυημένοι. Παράδεισος με τα όλα του!
Αφήσαμε το χωριό όπου ήταν το πατρικό μου, στη δυτική πλευρά του νησιού, και με δανεικό αντίσκηνο κατασκηνώσαμε δίπλα στο μαγαζί του «Παραδείσου». Οι μέρες περνούσαν ονειρικά, Όλη μέρα στη θάλασσα και το βράδυ, με τους λίγους «μόνιμους», στο μπαρ με μουσικές και μπύρες. Στην αρχή κάναμε παρέα μ’ έναν γερμανό χίπη που είχε μια παλιά Μάσταγκ που στα πλαϊνά της είχε τυπωμένο ένα μεγάλο λογότυπο μ’ έναν φλεγόμενο κεραυνό, «thunder». Έπινε ατέλειωτες μπύρες και μετά φοβόταν να πάει για ύπνο μήπως και κάποιος επιτεθεί στην ανύπαρκτη κοπέλα του. Έτσι, για να τον καθησυχάσουμε, κάποιες φορές πηγαίναμε και κοιμόμασταν μαζί του στην αμμουδιά. Συχνά η βραδιά εξελισσόταν σε χορευτικό πάρτι με τις ροκιές που έβαζε ο μπάρμαν. Άλλες πάλι βραδιές μερακλώναμε με κλασικά ρεμπέτικα και λαϊκά. Μια τέτοια υπέροχη νύχτα, μια παρέα, που την είχα προσέξει γιατί όλοι ήταν κάποιας ηλικίας, έβγαλε ένα μπουζούκι. Αυτός που έπαιζε ήταν ξερακιανός, με γωνιώδη χαρακτηριστικά, σκληρό ύφος και πλούσια άσπρα μαλλιά με φροντισμένη χωρίστρα. Τον λέγανε Σωκράτη και φαινόταν από το παίξιμό του επαγγελματίας με πλούσιο ρεπερτόριο. Οι υπόλοιποι τον συνόδευαν με σωστές φωνές και πολύ μεράκι και αίσθημα στην ερμηνεία. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα περίεργος τύπος μικρόσωμος, με περίεργη φάτσα και μάτια που πέταγαν σπίθες. Ήταν ο Θεόφιλος και φαινόταν να είναι ο οργανωτικός νους της παρέας. Ακόμα και τα κομμάτια που έπαιζε ο Σωκράτης του τα ψιθύριζε στ’ αυτί κι είχαν όλα μια ενότητα και μια οργανική συνέχεια σα να ήταν μέρος ενός προσεγμένου προγράμματος νυχτερινού κέντρου. Σε μια στιγμή, κάποιος φώναξε «Ήρθε ο μανάβης» κι αμέσως όλα σταμάτησαν. Εμφανίστηκε ένας φαλακρός τύπος με φαβορίτες και κάτι τους μοίρασε. Όταν μας πήραν τα ντουμάνια καταλάβαμε ότι η βραδιά θα είχε ιδιαίτερη συνέχεια…
Σύντομα γίναμε όλοι μια παρέα, Ο Σωκράτης «κεντούσε» στο μπουζούκι κι ακούγαμε σπάνια λαϊκά που δεν τα είχαμε ξανακούσει. «Έχουμε στη Θεσσαλονίκη το “Μινουΐ”, δίπλα στην Καμάρα, να έρθετε να μας δείτε», μας είπε ο Θεόφιλος. Το «Μινουΐ» το θυμόμουνα παλιά σε ένα στενό κάθετο στην Τσιμισκή, ως το μοναδικό ξενυχτάδικο που έσπαγε το εμπάργκο του Παπαθεμελή, ο οποίος εξανάγκαζε, διά νόμου, τα μαγαζιά να κλείνουν στις δύο. Τώρα είχε μεταφερθεί σ’ ένα μεγάλο υπόγειο χώρο στην Καμάρα. Η γνωριμία είχε γίνει κι είχε σφραγιστεί με μαγικές βραδιές στην ονειρική παραλία του «Παράδεισου». Οπότε, μόλις φθινοπώριασε, η επίσκεψη στο «Μινουΐ» ήταν μονόδρομος. Μια μικρή, χαμηλά φωτισμένη πόρτα, οδηγούσε σε απότομα σκαλοπάτια που κατηφόριζαν σ’ ένα υπόγεια με μια λανθάνουσα μυρωδιά μούχλας. Στην υποδοχή περίμενε στητός ο Θεόφιλος, με στενό κουστουμάκι και φουλάρι στο λαιμό, ποτέ γραβάτα. Πίσω από τον πάγκο με τα λουλούδια ήταν πάντα ο πιο ηλικιωμένος της παρέας. Στα τραπέζια, οδηγούσε τους πελάτες ένας ψηλός, σωματώδης σερβιτόρος, με γκρίζο καλοχτενισμένο μαλλί και περιποιημένο μουστάκι, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να «καθαρίζει» στις συχνές δύσκολες περιπτώσεις των πελατών που δεν πλήρωναν ή εκδήλωναν επιθετικές προθέσεις για φασαρίες και βεντέτες. Θύμιζε τη μορφή του Βεληγκέκα από τις ιστορίες του Καραγκιόζη. Τα τραπέζια δίπλα στην πίστα ήταν πάντα στρωμένα με έτοιμο μπουκάλι ουίσκι, περιμένοντας τους συχνούς θαμώνες που έκαναν μεγάλους λογαριασμούς. Καθίσαμε στα «ορεινά» γιατί πάντα μ’ αρέσει να έχω την εικόνα όλου του μαγαζιού κι ας είμαι μακριά από την πίστα. Ήταν ακόμη σχετικά νωρίς, τα φώτα δεν είχαν χαμηλώσει, ότι πρέπει για να περιεργαστείς τον χώρο. Τα τραπέζια είχαν απόσταση μεταξύ τους, όχι όπως στα μεγάλα μαγαζιά που δεν σ’ αφήνουν χώρο να ανασάνεις. Οι παρέες ήταν λίγες, κυρίως παρέες φοιτητών, τα «βαριά χαρτιά» δεν είχαν πέσει ακόμη. Ο τοίχος πίσω από την ορχήστρα ήταν καλυμμένος με ένα πολύχρωμο γκράφιτι. Μόλις άρχισαν να χαμηλώνουν τα φώτα και να βγαίνουν οι μουσικοί έμεινα έκπληκτος από το μέγεθος της ορχήστρας. Δυο μπουζούκια, μπαγλαμάς, μπάσο, κιθάρα, ντράμς και τρεις τραγουδίστριες, ξέχωρα από τη Λιλή η οποία έβγαινε πάντα αργότερα. Ο γνωστός μας Σωκράτης, με το αετίσιο μάτι του, «έκοβε» τις διαθέσεις των θαμώνων και ανταποκρινόταν αναλόγως. Κι όταν, μετά το πρώτο μέρος του προγράμματος περνάγαμε στη φάση της παραγγελιάς, αυτός ήταν που δεχόταν και έπαιζε αυτομάτως όλες τις παραγγελιές του κόσμου! Ο έτερος μπουζουκτής, ο Καμπουρέλος, ήταν λιγότερο εκδηλωτικός, εσωστρεφής, αλλά μεγάλος παίκτης, κυρίως σε απαιτητικά κομμάτια όπου διέπρεπε σε δύσκολες εισαγωγές και βιρτουόζικα σόλα. Ο κιθαρίστας ήταν βαρύς και σκυθρωπός κι ερμήνευε τραγούδια του Καζαντζίδη με μια βαλαντωμένη φωνή που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του. Ο Πετρίδης με τον μπαγλαμά του έδινε μια θεατρική διάσταση στην ερμηνεία των τραγουδιών μιας και είχε θητεύσει κι ως ηθοποιός στο Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ο ντράμερ φορούσε πάντα μαύρο κασκέτο και για ζέσταμα χτυπούσε με τις μπαγκέτες του πίσω στον τοίχο. Οι τραγουδίστριες δεν ήταν ντίβες, είχαν τα χρονάκια τους και τραγουδούσαν πάντα καθιστές, σύμφωνα με τα πρότυπα των παλιών ρεμπετάδικων. Η μια ήταν μελαχρινή, η άλλη ξανθιά κι η τρίτη καστανή με βαριά, ανδρική φωνή. Προτιμούσα την Ρένα την ξανθιά που η φωνή της έμοιαζε με τη φωνή της Πόλυς Πάνου. Αυτή όμως που ήταν η πραγματική βασίλισσα της βραδιάς και έκλεβε πάντα την παράσταση ήταν η Λιλή, ένας πραγματικός οδοστρωτήρας με πληθωρική σκηνική παρουσία, μπρίο, ζωντάνια, χιούμορ και εκφραστικότητα. Παρότι ήταν αρκετά ηλικιωμένη, όργωνε την πίστα τραγουδώντας και ξεσήκωνε τον κόσμο. Αυστηρό ντύσιμο, κοντό μαλλάκι, φούστα-μπλούζα σε καφέ-μπεζ αποχρώσεις και χαμηλά παπούτσια συνέθεταν πάντα την εμφάνισή της. Προσφυγοπούλα, είχε περάσει δύσκολα χρόνια αβεβαιότητας κι ανέχειας, κατόπιν όμως έγραψε τη δική της ιστορία, για πολλά χρόνια, στις πίστες της Θεσσαλονίκης. Δεν μπορούσες να την χαρακτηρίσεις ρεμπέτισσα με την αυστηρή έννοια του όρου, η φωνή της ήταν μπελκάντο κι οι επιλογές της ήταν περισσότερο λαϊκές και μελωδικές, μέχρι και Πάριο τραγουδούσε. Ό,τι κι αν τραγουδούσε, όμως, το έκανε με τον τρόπο της ελκυστικό, έδινε πάσες στο κοινό και με ιδιαίτερη ευκολία το ανέβαζε στην πίστα. Με ένα απαράμιλλο κέφι συνομιλούσε με τον κόσμο κι ήταν εντυπωσιακή η αμεσότητα κι η αθυροστομία της. Όταν πια γίναμε θαμώνες του μαγαζιού κι εξοικειωθήκαμε με το στυλ της, μετά το τέλος μιας σειράς τραγουδιών, χορεύοντας πάνω στην πίστα βρέθηκα κοντά της και τη φίλησα στο μάγουλο. Γυρνάει, λοιπόν, η αθεόφοβη με κοιτά με χαμόγελο και λέει στο μικρόφωνο: «γλυκό το φιλί σου παλικάρι, πώς θάναι άραγε και το πουλί σου;»!
Ήταν μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, πολιτικά και κινηματικά, περίοδος κατά την οποία το αντιπολεμικό και το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ήταν σε άνθηση. Είχαμε μπροστά μας τη σύνοδο των G7 στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής και το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ προετοίμαζε την αντισύνοδο των κινημάτων, με μια πολύχρωμη συνάντηση στο Βελλίδειο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης στην προοπτική της μεγάλης διαδήλωσης στο Πόρτο Καράς στη Χαλκιδική. Μια συνεχής, σχεδόν ολοήμερη κινηματική δραστηριότητα θα έκλεινε άδοξα αν δεν πηγαίναμε το βράδυ στα μπουζούκια, αντιμετωπίζοντας, βέβαια, την απαξιωτική συγκατάβαση των ερμητικά στοχοπροσηλωμένων συντρόφων μας. Ο Μάκης που είχε έρθει από την Αθήνα ήταν μανούλα για τέτοιες παρεκκλίσεις από την πολιτική ορθότητα, η τήρηση της οποίας είχε καταντήσει εμμονή για κάποιους «σκληρούς» συντρόφους. Ακραίο παράδειγμα που έχει γίνει ανέκδοτο είναι η περίπτωση του Γιάννη ο οποίος, σε κάποιο νυχτερινό μαγαζί, έκανε παρατήρηση στον σερβιτόρο που μας άλλαζε συχνά τα παγάκια, υποστηρίζοντας ότι έτσι σπαταλούνται απερίσκεπτα φυσικοί πόροι! Αφού, λοιπόν, ξεκινήσαμε με μπαρότσαρκα που κατέληξε σε ρομαντική βόλτα στον Θερμαϊκό, με τα γνωστά καραβάκια-μπαρ που περιδιαβάζουν όλη νύχτα το λιμάνι, έφτασαν τα χαράματα όταν κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια του «Μινουΐ». Η βραδιά θα πρέπει να ήταν εντυπωσιακή αν έκρινες από τα γαρύφαλλα που ήταν απλωμένα παντού και κάλυπταν κάθε ελεύθερο χώρο στο πάτωμα και τα τραπέζια. Είχαν απομείνει πλέον λίγες παρέες που είχαν καταναλώσει πολύ αλκοόλ κι αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα των θαμώνων του μαγαζιού. Δύσκολη φάση που αν δεν γνωρίζεις τους κανόνες της και κάνεις καμιά στραβή, μέσα στο κέφι και την αφέλειά σου, μπορεί να μπλέξεις άσχημα. Πλέον το πρόγραμμα γινόταν μόνο με παραγγελιές οι οποίες μεταφερόταν στον Σωκράτη είτε απευθείας μιλώντας του στο αυτί είτε μέσω των σερβιτόρων. Κι εδώ οι κανόνες ήταν απαράβατοι: όποιος έκανε την παραγγελιά ήταν δική του η πίστα κι επιτρεπόταν μόνο να το συνοδεύουν αυτοί που θέλανε να του χτυπήσουν παλαμάκια. Στις λίγες φορές που κάποιος αμύητος μερακλωμένος ανέβαινε στην πίστα να χορέψει σε παραγγελιά άλλου, πριν προκύψει η σίγουρη παρεξήγηση με απρόβλεπτες συνέπειες, τον κατέβαζε κάτω διακριτικά ο πανταχού παρών Βεληγκέκας. Τέτοιες πρωινές ώρες προχωρημένου γλεντιού οι παραγγελιές ήταν σχεδόν αποκλειστικά ζεμπεκιές, βαριά λαϊκά στα οποία ανταποκρινόταν άμεσα ο Σωκράτης με τον Καμπουρέλο. Έτσι, λοιπόν, με την εισαγωγή του «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» ένας περίεργος, αγριωπός τύπος ανέβηκε στην πίστα φορώντας το ένα του παπούτσι και χόρευε «μονοσάνδαλος» αφού είχε χώσει το βγαλμένο παπούτσι στη ζώνη, πίσω στη μέση του. Την πρωτότυπη αυτή χορογραφία ζητήσαμε να μας εξηγήσει ο Βεληγκέκας με τον οποίο είχαμε αναπτύξει ήδη ιδιαίτερη οικειότητα. «Χορεύει έτσι γιατί του έχουν δώσει τα παπούτσια στο χέρι!», μας είπε με νόημα, χαμογελώντας πονηρά.
Κάποια στιγμή, ενώ ο Καμπουρέλος με τον οξύ και πεντακάθαρο ήχο του μπουζουκιού του είχε ξεκινήσει την εισαγωγή ενός αμπντάλικου, μια εντυπωσιακή μορφή σηκώθηκε από την παρέα του τύπου με το ένα παπούτσι. Ήταν μια πανύψηλη νταρντανογυναίκα με πλούσια κι ατημέλητα μαλλιά, αγέρωχη κορμοστασιά και φίνα χαρακτηριστικά, φορώντας ένα μακρύ φόρεμα που τόνιζε τις έντονες καμπύλες της. Άρχισε να χορεύει γεμίζοντας μόνη της την πίστα, με αέρινη κίνηση, πατώντας απολύτως πάνω στο ρυθμό και ταυτόχρονα ξεφεύγοντας περίτεχνα σε δικές της χορευτικές προεκτάσεις, χωρίς ποτέ να προδίδει το αίσθημα του τραγουδιού. Εκείνη τη στιγμή ανατρεπόταν κάθε στερεότυπο που θεωρεί ότι καμιά γυναίκα δεν μπορεί να χορέψει σωστό ζεμπέκικο κι ότι το ζεμπέκικο είναι αυστηρά ανδρικός χορός. Ο Μάκης έμεινε έκθαμβος και για να εκδηλώσει τον ενθουσιασμό του άρχισε να πετά λουλούδια στην εντυπωσιακή κοπέλα που συνέχισε να χορεύει. Ένα σούσουρο ακούστηκε από το τραπέζι της παρέας της κι αμέσως μου κόπηκαν τα πόδια. Ο «μονοσάνδαλος» μεγαλόσωμος τύπος σηκώθηκε κι άρχισε να κινείται με άγριες διαθέσεις προς το μέρος μας. Ένας σερβιτόρος του έκοψε το δρόμο προσπαθώντας να τον ηρεμίσει κι ο Βεληγκέκας ήρθε προς το μέρος μου, λέγοντάς: «φίλε, μίλησε του γρήγορα και κάνε κάτι να τον καθησυχάσεις γιατί αλλιώς τη βάψατε». Μαζεύοντας όσο κουράγιο μπορούσα, πλησίασα τον τύπο και του είπα: «καρντάσι, σ’ έχω δει πολλές φορές να γλεντάς στο μαγαζί και ξέρω ότι είσαι ξηγημένος. Μη δίνεις σημασία στον φίλο μας, είναι ξένος και δεν ξέρει να φερθεί. Ζητάμε συγνώμη από την κοπέλα γι’ αυτή τη συμπεριφορά». Τον είδα να ηρεμεί σιγά-σιγά, πλησίασε και μου είπε στ’ αυτί: «εντάξει καρντάσι, πες πως δεν έγινε τίποτα. Να πεις όμως σ’ αυτόν το μαλάκα, στη γλώσσα του, ότι τις θεές δεν τις αγγίζουν ούτε με λουλούδια! Τώρα, θα ζητήσω παραγγελιά το “Πίνω και μεθώ” και θέλω να το χορέψουμε μαζί». Θέλοντας και μη, ανέβηκα στην πίστα κι αρχίσαμε να χορεύουμε αντικριστά ένα αμπντάλικο, με τον αργόσυρτο ρυθμό που το έπαιζε ο Καμπουρέλος. Το μεράκι που απέπνεαν οι κινήσεις του και το σεκλέτι που χάραζε την έκφραση του προσώπου του ήταν εντυπωσιακά. Τον παρακολουθούσα συντονισμένος με το ρυθμό του και χορέψαμε ένα αμπντάλικο που θα το θυμάμαι πάντα. Όταν γύρισα στο τραπέζι μας, ο σερβιτόρος είχε ήδη φέρει μια γύρα ποτά κερασμένα από τον «μονοσάνδαλο»! Και μέχρι να φύγουμε, στην ανατολή πλέον του ηλίου, ο Μάκης μας μιλούσε μόνο στα αγγλικά!
Μετά από λίγο καιρό το «Μινουΐ έκλεισε όπως και τα περισσότερα αντίστοιχα μαγαζιά της πόλης. Η οικονομική κρίση χτύπησε πρώτα απ’ όλα τη διασκέδαση κι ότι είχε σχέση μ’ αυτήν. Ο κόσμος άρχισε να κλείνεται σιγά-σιγά και να βγαίνει επιλεκτικά, κυρίως παρασκευοσάββατα, ενώ παράλληλα άρχιζαν να αλλάζουν και τα γούστα εγκαινιάζοντας μια νέου τύπου, ανούσια, φαστ φουντ διασκέδαση. Ήταν ένα τέλος εποχής γι’ αυτού του είδους τα μπουζουκτσίδικα τα οποία είχαν δώσει μια ιδιαίτερη αίγλη στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Το «Μινουΐ ήταν μια μεγάλη απώλεια για μας που το ζήσαμε, όχι μόνο γιατί χάσαμε το στέκι μας αλλά γιατί εμπεριείχε τη ζωντανή ιστορία σπουδαίων μουσικών της Θεσσαλονίκης οι οποίοι καθόρισαν την ποιότητα και το στίγμα του. Μα πάνω απ’ όλα, γιατί εγκαθίδρυσε και τηρούσε με ευλάβεια τους κανόνες μιας ξεχωριστής ηθικής στη νυχτερινή διασκέδαση, μαθαίνοντας στους θαμώνες του πόσο απαιτητική, πλανεύτρα κι ονειρική είναι η νύχτα!
Ιούλιος 2018
Υ.Γ. Μια ιστορία που ξαναζωντάνεψε το προχτεσινό γλέντι μας στο Χόρτο, στον Βόλο, ανήμερα της 25ης Μαρτίου 2022. Γιατί η ζωή παρά τις δυσκολίες εξακολουθεί να τραβάει την ανηφόρα με σημαίες, με ταμπούρλα και με μπουζούκια ‘ τα άγια και τα ιερά του τόπου μας.