Ο Λορέντζος Μαβίλης (1860 – 1912) υπήρξε σπουδαία φυσιογνωμία. Θεωρείται ο τελευταίος χρονικά εκπρόσωπος της «Επτανησιακής Σχολής» στη λογοτεχνία, αλλά και ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της «Επτανησιακής Σχολής» στο σκάκι. Έχουν διασωθεί, μάλιστα, σκακιστικές παρτίδες του αλλά και σκακιστικά προβλήματα, δηλ. ασχολήθηκε τόσο με το αγωνιστικό όσο και με το καλλιτεχνικό σκάκι. Υπήρξε βουλευτής Κέρκυρας, 1910-11, με το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου.
Έπεσε ηρωικά μαχόμενος για την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών που βρίσκονταν ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία. Θυμίζουμε ότι μόνον η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου απελευθερώθηκαν το 1830. Τα Επτάνησα, που ήταν η πατρίδα του Μαβίλη, ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864. Ο ίδιος ο Μαβίλης πολέμησε ως εθελοντής -και τελικά σκοτώθηκε- για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Κρήτης και για την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος.
Βιογραφικά στοιχεία
Η καταγωγή του πατέρα του ήταν ισπανική. Ο παππούς του, Δον Λορέντζο Μαβίλι (Lorenzo Mavilli de Bullini), Ισπανός ευγενής, ήταν πρόξενος της χώρας του στην Κέρκυρα από το 1803 ως το 1812. Μετά από σφοδρό έρωτα, παντρεύτηκε μια όμορφη Κερκυραία της οικογένειας Pierri και αργότερα, μετά τον πρόωρο θάνατο εκείνης, σε δεύτερο γάμο την αριστοκράτισσα Αικατερίνη Δούσμανη. Το 1825 έγινε Ιόνιος πολίτης (πολίτης του Ιονίου Κράτους, που ήταν αγγλικό προτεκτοράτο, εκείνη την εποχή). Ο πατέρας του ήταν ο δικαστικός Παύλος Μαβίλης, που υπηρετούσε στην Ιθάκη το 1860. Εκεί γεννήθηκε ο Λορέντζος, στις 6 Σεπτεμβρίου 1860. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, την Εσθήρ, που είχε γεννηθεί το 1846.
Η μητέρα του Λορέντζου, παντρεμένη με τον Παύλο Μαβίλη το 1845, λεγόταν Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη και ήταν από την πλευρά του πατέρα της ανηψιά του Ιωάννη Καποδίστρια, του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας μετά την ανεξαρτησία του 1830 και από την πλευρά της μητέρας εξαδέλφη του μετέπειτα Πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας, αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της. Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο συγγραφέας Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. 1
Κοντά του ήταν και ο ποιητής Γεράσιμος Μαρκοράς, ο Γεώργιος Καλοσγούρος -μεταφραστής των ιταλικών ποιημάτων του Διον. Σολωμού αλλά και της Κόλασης του Δάντη και των “Τάφων” (Dei Sepolcri) του Ούγου Φώσκολου – ο Διονύσιος Μελισσηνός, καθηγητής μαθηματικών, γιατρός (είχε πάρει δυο πτυχία από την Ιόνιο Ακαδημία) αλλά και σατιρικός συγγραφέας, o Στέλιος Χρυσομάλλης (καθηγητής γαλλικών), ο Νίκος Κογεβίνας (που μετέφρασε το ελεγείο του Γκαίτε “΄Αλεξις και Δώρα”), επιστήθιος φίλος του Μαβίλη. 2
Ο Λορέντζος έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Αφού η οικογένειά του επέστρεψε στην Κέρκυρα, μαθήτευσε στο εκεί εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» και κατόπιν στο κερκυραϊκό Γυμνάσιο, με καθηγητή τον ιστορικό, φιλόλογο και λόγιο Ιωάννη Ρωμανό.
Το 1875 ο Ρωμανός, που ήταν και βιβλιοθηκάριος της Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας, εκτίμησε τη φιλομάθεια του 15χρονου Λορέντζου και τον έφερε στο περιβάλλον της. Η Αναγνωστική Εταιρεία υπήρξε το πνευματικό κέντρο της Κέρκυρας. Είχε ιδρυθεί το 1836, από μεσήλικες αποφοίτους ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, με πρώτο πρόεδρό της τον Πέτρο Βράϊλα Αρμένη, τον οποίο διαδέχθηκε ο κόμης Σπυρίδων Βέγιας Βούλγαρης3.
Φοίτησε για ένα χρόνο (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά.
Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία, όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Η οικογένειά του είχε ανθηρά οικονομικά, κυρίως από κτηματική περιουσία, οπότε μπορούσε να υποστηρίζει τις πολυετείς και πολυδάπανες σπουδές του. Συνέχισε λοιπόν τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Μονάχου και Φράιμπουργκ (1878-1890), όπου παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας, αρχαιολογίας και σανσκριτικών. Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς, αλλά και τους Γερμανούς φιλοσόφους και έμαθε ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά, καθώς επίσης σανσκριτικά!
Ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1890, οπότε πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen, με τη διατριβή «Δύο βιεννέζικα χειρόγραφα του Ιωάννη Σκυλίτζη».
Πώς δικαιολογείται η πολυετής παραμονή του τόσον προικισμένου Μαβίλη στη Γερμανία? Ο εγκάρδιος φίλος του Ηλίας Πανταζόπουλος, από την Καλαμάτα, έγραψε: «Ένας υψηλός, ξανθός νέος, με γαλανά μάτια, δολιχοκέφαλος, ωραίος σαν Αρχάγγελος. Αι Γερμανίδες τον λέγουν “Ο νέος Απόλλων”!
(…) Ογκώδης και βαρυκίνητος. Ένα αρχαίο φως εξήρχετο από την ύπαρξή του και εφώτιζε και εξευγένιζε. Πολύ ζωηρός και έξυπνος, αλλά αριστοκράτης εις τους τρόπους, ομιλεί λαμπρά πέντε γλώσσας και με τη μητέρα του συνήθως αγγλικά. Χαρακτηρίζεται από ευσυνειδησία και αφοσίωσιν εις το καθήκον. Μεγαλοπρεπής εις το αίσθημα, φιλομαθής και τετραγωνικός εις την σκέψιν, ηγάπα τας επικινδύνους περιπετείας, λάτρης του ιπποτισμού, γενναίος και πιστός, ήτο ο τύπος του ιππότου παρελθόντων αιώνων. Την τελική σφραγίδα εις την ύπαρξίν του έδωσαν αι τρεις δυνάμεις του νεοελληνικού αίματός του, εις την πλέον καθαράν έκφανσίν των: Αγαθότης, εθελοθυσία και φιλοτιμία. Ένα πανωραίον αλλά τραγικόν μίγμα (…) Ατυχώς, ενεπλάκη με τα γερμανικά σωματεία, πίνει πολλή μπύρα, μονομαχεί συχνά και παρημέλησε τα μαθήματά του.»
Τα χρόνια αυτά ήσαν χρόνια ανέμελης ζωής, με περιπετειούλες με τελμερίνες (οι κοπέλες που σέρβιραν τους θαμώνες στις μπυραρίες), πολύ σκάκι, μονομαχίες και υπερβολές! 4
Κάτω απ’την επιφάνεια, όμως, ο Μαβίλης ήταν μελαγχολικός και πεισιθανάτιος.
Επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Φρίντριχ Νίτσε (έχει γράψει και σονέτο με τίτλο «Υπεράνθρωπος»), την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ, την πολιτική φιλοσοφία του Γιόχαν Φίχτε (ύμνησε το πατριωτικό χρέος και θεωρείται ένας από τους πρώτους υπερασπιστές του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού των λαών) και τη «Βουλησιαρχία» του απαισιόδοξου Άρθουρ Σοπενχάουερ.
Στα σπάνια προσωπικά του χαρίσματα, αναφέρεται το ότι είχε εξαιρετική μνήμη, γνώριζε ολόκληρα κείμενα από τα ομηρικά έπη, τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, ενώ μπορούσε να παίζει ταυτόχρονα σκάκι με επτά αντιπάλους, χωρίς να βλέπει τη σκακιέρα! (blind σιμουλτανέ, τυφλό σιμουλτανέ, στη σημερινή σκακιστική ορολογία)!
Σημαντικό είναι και το έμμετρο μεταφραστικό έργο του Μαβίλη. Στη Γερμανία ασχολήθηκε με τη μετάφραση σε σημαντικά έργα, όπως η Αινειάδα του Βιργίλιου, Το «Klage der Ceres» / «Παράπονο της Δήμητρας» του Schiller, η “Parisina” / “Παριζίνα” του Byron, το ινδικό έπος «Νάλας και Νταμαγιάντη» (από τα σανσκριτικά!) και άλλα αποσπάσματα από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα, ποιήματα του Shelley και του Tennyson κ.ά. 5
Δεν παντρεύτηκε και ούτε απέκτησε απογόνους, όμως διατηρούσε, για χρόνια, ερωτική σχέση με την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Μυρτιώτισσα», η οποία έγραψε και του αφιέρωσε τους στίχους «Σ’ αγαπώ / δεν μπορώ / τίποτ’ άλλο να πω / πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!» 6 .
Εθελοντής για την πατρίδα
Ο Μαβίλης δεν ήταν μόνο άνθρωπος του πνεύματος, αλλά και της δράσης. Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους. Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κων/νο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας.
Η Κρητική Επανάσταση, τα εθνικά κινήματα, οι αψιμαχίες με τους Τούρκους, εύρισκαν πάντοτε πρόθυμο τον Μαβίλη. Καρτερικός στον πόνο και στη στέρηση, συμμετείχε στον άτυχο πόλεμο του 1897 ως επικεφαλής επαναστατικής ομάδας από 70 Κερκυραίους το οποίο όπλισε και συντηρούσε με δικά του έξοδα και ξεκίνησε για την Ήπειρο, όπου πήρε μέρος σε διάφορες μάχες. Στη φονική μάχη των Πέντε Πηγαδιών τραυματίστηκε στο χέρι, ενώ σκοτώθηκε ο Άγγλος φίλος του Κλέμενς Χάρρις. Πολέμησε στον ατυχή πόλεμο εκείνου του έτους και στη συνέχεια σχεδόν αποσύρθηκε από τα κοινά ως το 1902, οπότε τον συναντάμε να πρωταγωνιστεί να μην εγκατασταθεί καζίνο για τυχερά παιχνίδια στο νησί της Κέρκυρας. Λίγα χρόνια αργότερα εκλέχθηκε μέλος της Επιτροπής του Μοτσενιγείου Κληροδοτήματος.
Μετά τη νέα επάνοδό του στην Κέρκυρα έγραψε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του και ασχολήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα, που το θεωρούσε συνδεδεμένο με το εθνικό.
Το 1910 εκλέχθηκε βουλευτής Κέρκυρας στη Β’ Αναθεωρητική Βουλή με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Ο λόγος του στη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 1911, για το γλωσσικό ζήτημα, αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική. Υπερασπιζόμενος την ευγένεια της δημοτικής γλώσσας, χρησιμοποίησε την παροιμιώδη φράση του «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν».
Το τέλος του
Το 1912 όταν κηρύχθηκαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ζήτησε να καταταγεί στρατιώτης αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω ηλικίας. Κατατάχτηκε ως εθελοντής λοχαγός των ερυθροχιτώνων στο σώμα των Γαριβαλδινών7 με επικεφαλής τον Κόντε Αλέξανδρο Ρώμα, Ζακυνθινό πολιτικό που διατέλεσε πρόεδρος της Βουλής και υπουργός. Ο Ρώμας ήταν ο αρχηγός, εμπνευστής και χρηματοδότης των Ελλήνων εθελοντών. Πιστός στα ιδανικά του, ο Μαβίλης ήθελε να αγωνιστεί για την ελευθερία της Ηπείρου, όπως περιέγραψε σε σονέτο του,
«Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας
Σ’ εφλόγισε πατώντας της Ηπείρου
Το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου
Νάστραφτε από το “εν τούτω νίκα” ο αιθέρας,
Και σα σε λάμψη παρουσίας δευτέρας
Μ’ αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου
Νάβλεπες στο βυθό του Παμπονήρου
Να γκρεμιστή η Τουρκιά, το ανίερο τέρας».
Η υπέρτατη θυσία του προς την πατρίδα ήλθε στις 28 Νοεμβρίου του 1912 όταν έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά των Τούρκων στο βουνό Δρίσκος της Ηπείρου. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι Γαριβαλδινοί ήσαν ντυμένοι με κόκκινο χιτώνιο (για να μη φαίνεται το αίμα!), με τα σημερινά δεδομένα όμως η αμφίεση αυτή είναι αδόκιμη, καθώς «δίνει στόχο» στον εχθρό. Ο Μαβίλης σκοτώθηκε σε ηλικία μόλις 52 ετών, πάνω στην κορύφωση της πνευματικής του δημιουργίας.
Λαχταρούσε να φτάσει «στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει / της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας / και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας / η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει…». Πολεμώντας σκληρά, ο λόχος του καταλαμβάνει το όρος Δρίσκο και απωθεί τους Τούρκους μέχρι την ανατολική όχθη της λίμνης των Ιωαννίνων. Στη μάχη του υψώματος στο Δρίσκο, την ώρα που οι Τούρκοι εξαπέλυσαν αντεπίθεση κατά των Γαριβαλδινών εθελοντών, και ο ίδιος μάχονταν επικεφαλής των στρατιωτών του, μια εχθρική σφαίρα τον τραυμάτισε σοβαρά, διατρυπώντας τα δύο του μάγουλα.
Σύμφωνα με το συμπολεμιστή του Νίκο Καρβούνη (1880 – 1947, επίσης σκακιστής!), που του παραστάθηκε μόλις ο Μαβίλης τραυματίστηκε, με γεμάτο το στόμα του από αίμα, θα πει, «…Περίμενα πολλές τιμές, από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου». Την ώρα που μεταφέρονταν στο νοσοκομείο τον βρήκε μια δεύτερη σφαίρα στο λάρυγγα…
Στο πρόχειρο χειρουργείο συναντήθηκε με τον επίσης τραυματισμένο αρχηγό του, τον Αλέξανδρο Ρώμα, ο οποίος του έδωσε το χέρι και του είπε «..Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου!», ενώ ο ποιητής σε στάση προσοχής, ανταπέδωσε τη χειραψία. Το αίμα από τις πληγές, έτρεχε και πάγωνε στο λαιμό του εμποδίζοντάς τον να μιλήσει. Ζήτησε χαρτί για να γράψει, όμως δεν πρόλαβε κι έπεσε νεκρός. Την ώρα που ξεψυχούσε, ο Αλ. Ρώμας συμπλήρωσε, «…Αγαθή η μοίρα σου λοχαγέ Μαβίλη!», ενώ ο παπα-Φώτης τού έκλεισε τα μάτια και ο Πιπίνος Γαριβάλδης, τον αποχαιρέτησε σε στάση προσοχής, την ώρα που οι υπόλοιποι έκαναν την προσευχή τους. Ξεψύχησε στο πεζούλι του ναού της Αγίας Παρασκευής σκεπασμένος με τον κόκκινο μανδύα που φορούσε και ταξίδεψε να συναντήσει «..δώρα άγια τρία: Θάνατο, Αθανασία κ’ Ελευθερία». Διασώθηκε φωτογραφία που απεικονίζει τον ποιητή να κείτεται στο χώμα και οι γύρω του, σκυφτοί, να τον φροντίζουν οι συμπολεμιστές του. Ήταν ο εθελοντής παπα-Φώτης και η εθελόντρια νοσοκόμα Ασπασία, συζ. Ιωάννη Ράλλη, κόρη του πρώην πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και ανηψιά του Αλ. Ρώμα8.
Ηρωικός θάνατος σε πνεύμα ομηρικό! Άλλωστε ο τρόπος που σκοτώνεται μοιάζει με τον θάνατο του Πάνδαρου (Ιλιάδα Ε 290 κκ) κατά τον Τρωικό Πόλεμο, όπου το ακόντιο του Διομήδη του διατρύπησε το πρόσωπο και του απέκοψε τη γλώσσα. Έτσι πεθαίνει κι ένας άλλος λογοτεχνικός ήρωας: ο καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, που ανοίγει το στόμα του και φωνάζει «Ελευτερία ή…», χωρίς να αποτελειώσει τη φράση – «μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του, μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό». Τον θάνατο του Μαβίλη τον ορίζει η ίδια η μοίρα: την ώρα της μάχης μια σφαίρα τού διαπερνά τα μάγουλα και του σπάει τα δόντια. Καθώς μεταφέρεται αιμόφυρτος στο πρόχειρο νοσοκομείο μια δεύτερη σφαίρα τον χτυπά στο στόμα. Αυτός ο τρόπος θανάτου είναι σημαδιακός για έναν ποιητή. Ένα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα, έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση.9
(τέλος 1ου μέρους)
Παραπομπές
1 Παράσχος Κλέων, «Λορέντζος Μαβίλης», Μορφές και ιδέες, σ.209-214. Αθήνα, 1938.
2https://www.translatum.gr/journal/2/ionian-translators.htm και https://meganisinews.wordpress.com/
3 Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας, Θεοδ. Πυλαρινός (επιμ.), Κέρκυρα 2006.
4 “Εποχές και Συγγραφείς»: Λορέντζος Μαβίλης (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ) και http://ethnologic.blogspot.com/2010/11/blog-post_29.html
5 Ειρ. Δεντρινού, διάλεξη στην ¨Ένωση Ερασιτεχνών Κέρκυρας, 15-03-1015, αναφέρεται στον πρόλογο της έκδοσης των έργων του ποιητή, Αλεξάνδρεια 1922
6 https://el.metapedia.org/wiki/
7 Ορισμένα στοιχεία για τους Γκαριμπάλντι και τους Καρμπονάρους:
Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι (παλαιότερα και Ιωσήφ Γαριβάλδης, ιταλ. Giuseppe Garibaldi, 4 Ιουλίου 1807 – 2 Ιουνίου 1882) ήταν σημαντική στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Ιταλίας, καθώς και ήρωας του Ιταλικού πολέμου της Ανεξαρτησίας. Συμμετείχε επίσης στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ουρουγουάης στο πλευρό του Κόμματος Κολοράντο, το οποίο και επικράτησε. Έχει λάβει το προσωνύμιο του “Ήρωα των Δύο Κόσμων” για τη συμμετοχή του στους δύο αυτούς πολέμους, ενώ για τους Ιταλούς θεωρείται εθνικός ήρωας.
Με την εκλογή του Πάπα Πίου Θ΄, η οποία προκάλεσε αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας στους Ιταλούς πατριώτες, ο οποίος και έχρισε τον Γκαριμπάλντι ως νούντσιο στο Ρίο ντε Τζανέιρο, και με το ξέσπασμα επανάστασης στο Παλέρμο το 1848, ο Γκαριμπάλντι αναχώρησε για την Ιταλία. Αν και ο πρώτος πόλεμος για την Ανεξαρτησία απέναντι στην Αυστριακή Αυτοκρατορία ήταν ανεπιτυχής, ο δεύτερος πόλεμος στέφθηκε με επιτυχία και προκάλεσε την δημιουργία του Βασιλείου της Ιταλίας. Στον δεύτερο πόλεμο της Ανεξαρτησίας, ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι συμμετείχε με τους Καρμπονάρι αλλά και με το εθελοντικό σώμα που δημιούργησε, γνωστό ως “Κυνηγοί των Άλπεων“, με το οποίο και νίκησε τους Αυστριακούς στο Βαρέζε και στο Κόμο. Σε συνάντησή του το 1860 με τον βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε Β’, ο Γκαριμπάλντι τον αναγνώρισε ως βασιλιά. Ο Γκαριμπάλντι διετέλεσε επίσης βουλευτής στο Ιταλικό Κοινοβούλιο.
Οι Καρμπονάροι ήταν μυστικές επαναστατικές οργανώσεις-εταιρείες που ιδρύθηκαν το 19ο αιώνα στην Ιταλία. Οι Ιταλοί καρμπονάροι επηρέασαν πολλές άλλες επαναστατικές ομάδες στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία (Δεκεμβριστές π.χ.) καθώς και τη Φιλική Εταιρεία, τη μυστική οργάνωση που έθεσε τις βάσεις της ελληνικής ανεξαρτησίας. Οι στόχοι των καρμπονάρων είχαν πατριωτικό και γενικότερα φιλελεύθερο-δημοκρατικό σκοπό, σε μια Ευρώπη που μετά την ήττα του Ναπολέοντα, τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης είχαν ατονήσει και οι αντιδραστικές δυνάμεις της φεουδαρχίας και του συντηρητισμού είχαν επανακτήσει τα πρωτεία. Με τον αυστριακό καγκελάριο Κλέμενς φον Μέττερνιχ στο τιμόνι, οι δυνάμεις αυτές σχημάτισαν την Ιερή Συμμαχία του 1815 και κατέπνιγαν κάθε κίνημα που μπορούσε να διαταράξει το υπάρχον status quo και να αναζωπυρώσει τα μηνύματα της Γαλλίας του 1789, μηνύματα περί ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με την παροχή συντάγματος και γενικότερες δημοκρατικές ελευθερίες.
Η Ιταλία, κατακερματισμένη εκείνη την περίοδο σε πόλεις-κράτη, αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος για την ένωση σε μυστικές εταιρείες Ιταλών πατριωτών που ονειρεύονταν μια πατρίδα ενωμένη και ανεξάρτητη καθώς και δημοκρατική. Οι Καρμπονάροι σημάδεψαν μια ολόκληρη επαναστατική εποχή και μέλη τους πήραν μέρος σε σημαντικότατα γεγονότα, όπως την ιταλική επανένωση, την επανάσταση του 1820 στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας (βλ. το φιλέλληνα Σανταρόζα).
Ο Ριτσιόττι Γαριβάλδης (1847 – 1924) ήταν Ιταλός πολιτικός.
Γεννήθηκε το 1847 και ήταν γιος του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι. Εκλέχτηκε το 1887 βουλευτής στο Ιταλικό Κοινοβούλιο. Το 1897 στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο πολέμησε μαζί με 3.000 Ιταλούς στο πλευρό της Ελλάδας, ιδιαίτερα στη μάχη στον Δομοκό. Το 1912 συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους, επικεφαλής του σώματος των Γαριβαλδινών.
8 https://www.sansimera.gr/biographies/390
9 Δημητρίου Χατζόπουλου, Οι Γαριβαλδινοί και η μάχη του Δρίσκου, 1914.