Ποίηση
Κ. Α. | Ένα ποίημα για τη Δονούσα
Ο αναπτήρας βγάζει την πύρινη γλώσσα του στο νερό και το
πυρπολεί
ενόσω εσύ συγκρίνεις τις πατημασιές των ανθρώπων
στον πάτο
φτέρνες, κονίαμα και νύχια ακονισμένα
στο σκοτάδι γαντζωμένα
και οι δυο-
γάτες που παλεύουν στα σκουπίδια για ένα κομμάτι
κρύα κολοκυθόπιτα.
Τσιφλίκια θαμμένα στα σκουπίδια
Τα δόντια μου τρέμανε μέσα στα σκέλια μου
“γαβ, γαβ, γαβ”!
Σκάσε και χόρευε.
Τα πόδια μου κοιτούν το ταβάνι. Κόκαλα, σάρκα και το
λάδι στο φούρνο αμύριστο χώμα
Η αλήθεια απομένει μακάβρια νύξη στο πέτρωμα
της μέρας
αέρας, δεν είμαστε μόνοι, αέρας
μη μας λησμόνει
Οι λυσσασμένες μέρες και τα κοιτάγματα
το καράβι για ανάμεσα
σανίδα και κίνδυνος.
Έχασες.
Είπες τη λέξη.
Δονούσα. Ηδονή. Αντρέας Εμπειρίκος. Σπλάχνα. Αιγαίον πέλαγος. Υγρά!
Προσκρούονται όλα τη νύχτα στην ήβη
Κρύα φωτιά
Κρύα φωτιά
Κρύα φωτιά
μάτια δαιμόνων, (κόμμα)
Τη φεγγαρόστρατα πήραν οι τσιγγάνοι
με κλαπατσίμπαλα κι όλα τα σέα τους
και πάνε…
Θάλασσα…
το πρωί που θα πας στη θάλασσα
να φέρεις πίσω τη θλίψη των παιδικών μας
χρόνων…
μουσική και βία
Τσογλανιά, με μανία πέφτεις στα βράχια
και τη χτυπάς
Βρεγμένη σαν ανθισμένο σύννεφο
σαν ανοιχτός ορίζοντας.
Share this Post