Χρονογράφημα
Κώστας Κρεμμύδας |”Θεός φυλάξοι, να ζεις σε …ιστορικές στιγμές”*
Κάποιες φορές δεν είναι τόσο το περιεχόμενο ενός βιβλίου, η στόφα ενός ηγέτη, η αυτοθυσία του κυβερνητικού μηχανισμού, η στιβαρότητα του ανωτάτου άρχοντος, που σε εμπνέει να γίνεις θυσία (όπως σε προτρέπουν), και παρανάλωμα (όσο καταδεικνύει το πλήρωμα του χρόνου), όσο η διάθεσή μας να τραβηχτούμε μακριά από τις «ιστορικές στιγμές που ζούμε ως έθνος» (και ως άτομα). Που παρότι ικανοί να μεγαλουργήσουμε και να θυσιαστούμε για ένα καλύτερο αύριο της φυλής (όπως το οραματίζεται ο Βορίδης και το προσδιορίζει παραληρηματικά, κι ελαφρώς σαλιωμένα ο Γεωργιάδης), εντούτοις καταλήγουμε, αδιέξοδοι πολιτικά, ν’ αποζητάμε τη διαφυγή στους ονειρικούς δρόμους των αναμνήσεων. Να νιώσουμε ξανά νέοι και αυθάδεις απέναντι στο σύστημα και τις μηχανορραφίες του, που δεν κάνει άλλο απ’ το συρρικνώνει τις ιδέες, να διαβάλλει τα οράματα και να μικραίνει τους αντιπάλους του στα δικά του ευτελή όρια. (Επηρεάζοντας δυστυχώς ανθρώπους που θα ’πρεπε θεωρητικά να διαφυλάττουν το έρμα και την ιστορία τους).
Ο ξεχωριστός με καταβολές στην Αριστερά και ειδικότερα στο ΚΚΕ, Κωστής Μοσκώφ, έγραφε στη δεκαετία του ’80: Ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι είναι ποιητής, άρα επαναστάτης, άρα και ερωτικός το ίδιο. Όπως ποιητής, επαναστάτης και ερωτικός είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η κοινωνική του συνείδηση δεν είναι η συνείδηση του Εμείς (σ.σ. δε διαθέτει δηλαδή ο ποιητής εμφανή πιστοποιητικά αριστεροφροσύνης), …αλλά η διαλεκτική σχέση του Εγώ με το Εμείς. (Που αν θέλετε είναι και το ζητούμενο κάθε φορά στην τέχνη και τη ζωή). Κι αν ένας «στιγματισμένος» ποιητής «με την αρρωστημένη ψυχολογία του παρακμασμένου αστού» κατάφερε πριν 100 χρόνια αυτόν τον συγκερασμό του Εγώ με το Εμείς, πώς δικαιολογείται η σημερινή μας αποτυχία, με το Εγώ (ως παρέα, ομάδα, τάση, κόμμα) να μονοπωλεί/νομιμοποιεί λυσσαλέες επιθέσεις, δίχως καν το πρόσχημα της συλλογικής έκφρασης; Πριν 40 χρόνια κοπτόμαστε για την αυτονομία των συνδικάτων από κόμματα, κυβέρνηση και εργοδοσία. Σήμερα διαφημίζουμε από ραδιοφώνου, μονομερώς, συνδικαλιστικές παρατάξεις! Αλλά και βιβλία, έντυπα, συγγραφείς, όχι με γνώμονα την ποιότητα της δουλειάς τους αλλά τις διαπροσωπικές σχέσεις.
–Γιατί δεν γράψατε κάτι στην Εποχή για την Ημερίδα του Γιώργου Σαραντάρη; μου παραπονιόταν δικαιολογημένα η Μαρίνα Λ. Τι να της απαντήσω; αφού και στον Μανδραγόρα η μόνη αναφορά που γίνεται στα έντυπα της Αριστεράς είναι έμμεση, μέσω του mail που ακολουθεί τη στήλη «Ξούθου & Μενάνδρου γωνία».
Προκειμένου να ξεφύγω, για όσο καιρό μού αναλογεί η ανοχή, από τη μπόχα, τη μαυρίλα και την εγκατάληψη της σύγχρονης Αθήνας, την οποία οι παθητικοί δημότες θα κληθούν σε λίγους μήνες ν’ αποτελειώσουν από κοινού με τις άλλες ελληνικές πόλεις, επιλέγοντας μεταξύ των πλέον ακατάλληλων που θα υποδείξουν οι κομματικοί μηχανισμοί, σχεδίαζα με αφορμή τα διηγήματα «Εννέα, Τρυφερή Αθήνα» του Άγγελου Γέροντα, μια προσέγγιση στον Κολωνό, μέσα από τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια. Μια ελεγεία για τη γενιά μας που τσαλαπάτησε σε πολλά, αδόκιμα, μπορεί φοβισμένα, μπορεί ακροθιγώς (και αναποτελεσματικά όπως δείχνει η τωρινή μας κατάντια), μα με τη διάθεση να τα δώσει όλα για όλα μέχρι τελικής πτώσης.
Άλλωστε ο τυφλωμένος με τα ίδια του τα χέρια Οιδίπους που ξεκίνησε ακουμπώντας στον ώμο της κόρης του οδηγού Αντιγόνης, από την Καδμεία (την πόλη που ίδρυσε ο Κάδμος, αδελφός της χαμένης Ευρώπης (με το «χαμένης» δεν απαξιώνω και δε συσχετίζω τη σύγχρονη κατάντια της Ευρώπης), είναι ο καλύτερος συμβολισμός για την εποχή και τους ανθρώπους της. Που τελικά δεν εμπιστευθεί την τύχη της στους ποιητές –κι ας πάσχιζαν από κείνα τα χρόνια οι τραγικοί κι ο Αριστοφάνης–, αλλά στους πολιτικούς. Που με τη σειρά τους τη χρησιμοποιούν μόνον ως (δύστυχα) δίστιχα από του βήματος της Βουλής και τις προσόψεις των λεωφορείων κατά το πρότζεκτ του άλλοτε γραμματοκομιστή του Κοσκωτά και νυν Συμβούλου του σχετικού προγράμματος Αναστάσιου – Ιωάννη Δ. Μεταξά.
Η διαφορά και η αξία της ανάμνησης, για να ξαναγυρίσουμε στον Κολωνό του Οιδίποδα, είναι όταν μετατρέπεται από προσωπική στιγμή σε γεγονός ευρύτερου ενδιαφέροντος. Τότε μόνο αξίζει να μοιραστώ την ατομική μου συγκίνηση. (Άλλως οφείλω να αναμετρηθώ μόνος με τα περιορισμένου βεληνεκούς βιώματά μου, δηλαδή να σωπάσω). Κι αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη: πώς πέρα από πληροφορία, διατηρεί το κείμενο αφ’ εαυτού καλλιτεχνική υπόσταση. Δηλαδή δυνατότητα συνομιλίας με τον απέναντι-άγνωστο. Και προοπτική συν-κίνησης. Μια διαδικασία δηλαδή σε ροή. Το αντίθετο της πλήξης/αδράνειας. Από την άποψη αυτή το στοίχημα παίζεται από σκηνής με δυο πρωταγωνιστές: τον συγγραφέα και τους θεατές/αναγνώστες ως κριτές και συμμέτοχους. Όπως ακριβώς το αφηγείται ο Μάνος Χατζιδάκις στον Πρόλογο του Λουίτζι Πιραντέλο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» με αισθαντικό ερμηνευτή τον Δημήτρη Μυράτ:
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,/ είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.// Είναι οι γυναίκες που μας ρωτούν,/ είναι τα παιδιά που μας κοιτούν,/ έτσι που, εσείς, καθώς κι εγώ,/ αφήνουμε την ώρα να πηγαίνει μόνη της// Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,/ είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.// Είναι η αδιακρισία σας στη μοναξιά μας/ είναι η αναπνοή σας στη σιωπή μας/ τέλος είναι η αγάπη σας, Για μας
Κώστας Κρεμμύδας
*Κινέζικη παροιμία
Share this Post