Έχει το παράθυρο ανοιχτό κι ένα τσιγάρο στο στόμα. Από μακριά διακρίνει την πελάτισσα που σηκώνει το χέρι. Αυτή ανοίγει την πόρτα, καθαρίζει τον καπνό και του δίνει οδηγίες, κοιτάζοντας το ρολόι. Ο ταξιτζής πετά το τσιγάρο και με το ζόρι της χαμογελά. Σιωπηρός ξεκινά την κούρσα. Το μυαλό του τρέχει στην κοπέλα με την λευκή ποδιά που χαϊδεύει το άσπρο πυκνό τρίχωμα ενός σκύλου στο κρεβάτι του κτηνιατρείου, του λέει γλυκόλογα και μιλά με τον γιατρό. Ο σκύλος έχει τα μάτια καρφωμένα πάνω του σε όλη την εξέταση μέχρι αυτός να απομακρυνθεί. Τόσο αφαιρείται που φωνάζει το όνομά του κι η πελάτισσα σκιάζεται. Η πελάτισσα μιλά μόνη της -καθένας με τα προβλήματά του σήμερα- αλλά πόσοι και πόσοι δεν μιλάνε μόνοι στο ταξί. Λένε ότι ο ταξιτζής και η κομμώτρια είναι οι καλύτεροι ψυχολόγοι! Το αυτοκίνητο σταματά στο φανάρι. Κόκκινο.
Δυο παιδιά τρέχουν να προλάβουν το σχολικό και κουνούν τις ζακέτες, κάνοντας σήματα στον οδηγό του λεωφορείου να σταματήσει. Αυτός δεν τους βλέπει. Ο Ηλίας σταματά ιδρωμένος, η Ιόνη τον σπρώχνει να τρέξουν κι άλλο. Από πίσω τους ακολουθεί ένα μικρό μαυριδερό σκυλάκι μ΄ ένα κόκκαλο στο στόμα. Η Ιόνη μπροστά, το μαυριδερό σκυλάκι πίσω, ο Ηλίας στέλνει μήνυμα. Το φανάρι πράσινο. Δυσκίνητος ο ταξιτζής ενοχλεί τον πίσω οδηγό που πατά την κόρνα απειλητικά, προσπερνά με φόρα και πέφτει καταπάνω στο μαυριδερό σκυλάκι που τρέχει προς τον Ηλία. Αυτό πετάγεται ψηλά και σκάει κάτω. Η Ιόνη παγώνει κι ανοίγει τα μάτια της. Είναι μέρα αλλά βλέπει σκοτάδι. Ο Ηλίας πετάει την τσάντα, το κινητό και τρέχει κι αυτός με φόρα. Πιτσιλιές κόκκινες στο δρόμο βρέχουν τα μάτια του. Ο οδηγός πατάει γκάζι κι εξαφανίζεται. Η Ιόνη τον παίρνει αγκαλιά. Κι οι δυο φωνάζουν κάποιος να τους πάει σ΄ έναν γιατρό. Από το σώμα του σκύλου τρέχουν αίματα. Τα παπούτσια των παιδιών κολλάν στη γη.
Ο ταξιτζής παρακολουθεί καρέ καρέ τα γεγονότα, κάνει μια γκριμάτσα απολογητική, σα να λέει «Ρε παιδιά, Θα γίνει χάλια το σαλόνι» και προσπερνά, κοιτάζοντας από τον καθρέφτη πίσω. Η πελάτισσα του κάνει σήμα να βιαστεί. Πατάει γκάζι.
Η Ιόνη προχωρά γρήγορα με το μαυριδερό σκυλάκι αγκαλιά στη μέση του δρόμου. Ο Ηλίας ακολουθεί, σηκώνοντας το χέρι σε κάθε αυτοκίνητο που περνά. Η μπλούζα της Ιόνης είναι κόκκινη. Τα αίματα τρέχουν από πάνω της. Δεν έχουν ειδοποιήσει κανέναν. Θα τους ψάχνουν απ΄ το σχολείο, σίγουρα. Τα παιδιά προχωράν πιο γρήγορα, κάνοντας νοήματα στους οδηγούς να σταματήσουν. Κανείς, όμως. Ποιος θα νοιαστεί, σήμερα, για έναν σκύλο, που δεν είναι δικός του -εδώ δεν νοιάζεται ο άνθρωπος για τον άνθρωπο.
Τα παιδιά, λαχανιασμένα, αφήνουν το σκυλάκι κάτω και κάθονται δίπλα του στην άκρη του δρόμου. Έχει ακόμη το κόκκαλο στο στόμα. Ήχοι υπόκωφοι διακόπτουν την ησυχία. Ο Ηλίας βγάζει την μπλούζα του και την ακουμπά στο μικρό σώμα του σκύλου που τρέμει. Ακούν μια κόρνα. Ο ταξιτζής σταματά μπροστά τους. Κάτι μουρμουρίζει και σκύβει στο σκυλί.
Ό Ηλίας σηκώνει το κεφάλι χωρίς να μιλά. Η Ιόνη τον κατηγορεί που δεν σταμάτησε πρωτύτερα. Ο ταξιτζής τους κάνει νόημα να μπουν μέσα να τους πάει στον κτηνίατρο που είναι πιο κάτω. Με το σκυλάκι αγκαλιά, τυλιγμένο στην μπλούζα του Ηλία, μπαίνουν στο ταξί. Η Ιόνη μαλακώνει. Κοιτάζει κάτω. Ο Ηλίας τον ευχαριστεί.
Ο ταξιτζής, κοιτάζοντας το μαυριδερό σκυλάκι, τους εκμυστηρεύεται πως σήμερα το πρωί πέθανε ο δικός του σκύλος. Τον αγαπούσε. Τον είχε δεκαπέντε χρόνια.
Η Ιόνη ρωτά το όνομα του σκύλου. Ο ταξιτζής απαντά: «Έκτορας». Λίγα λεπτά μετά τα παιδιά βγαίνουν απ’ το ταξί, αφήνοντας κόκκινες στάμπες από παλάμες στο σαλόνι. Τους ακολουθεί ο ταξιτζής.
Η Ιόνη χαϊδεύει το μαυριδερό σκυλάκι μέσα στο κτηνιατρείο, παρηγορώντας το: «Μην ανησυχείς, Έκτορα, θα γίνεις καλά». Ο ταξιτζής την κοιτά βουρκωμένος.
Βουρκωμένη εποχή αυτή.