Τρίτη ποιητική συλλογή της Κ.Ζ. χωρισμένη σε τρεις ενότητες πτέρυγα τρελλών (13 απόστολοι), 9:46 ποίηση και σημείο μηδέν. Δεν διευκρινίζεται αν το «κρύψε με/ κρύψου κάπου» αποτελεί υποενότητα της πρώτης ενότητας ή απλώς στίχος που όμως τοποθετείται στο ίδιο των λοιπών ενοτήτων. Ίσως αν υπήρχαν περιεχόμενα, μάλλον χρήσιμα σε κάθε βιβλίο, να διευκρινιζόταν. Προσωπικά το εκλαμβάνω ως τίτλο-κραυγή (και όχι αίτημα) των όσων ακολουθούν. Το σπαραχτικότερο της συλλογής ίσως το τελευταίο εικονο-ποίημα «Μάνα εγώ το έκανα». Τα ποιήματα που προηγούνται της α’ ενότητας θα μπορούσαν να συνθέσουν μια τέταρτη υπό τον κύριο τίτλο του βιβλίου. Εμφανής η παρουσία της Μάτσης Χατζηλαζάρου στον πρώτο στίχο σε υποθέτω/ άρα ακούς, ή στο να σε υπάρξω κατά το «σε ερωτεύω» ή «σε γιασεμί» στην «Αντίστροφη αφιέρωση». Φαίνεται πως ολοκληρώνεται ο κύκλο της Γώγου και των Εξαρχείων και η Ζ. περνά στον αστερισμό αστικότερων ποιητών τουλάχιστον στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου, σελ. 64, όπου διαβάζεται ευθέως Εγγονόπουλος, a la maniere de… (Βλ. «Το γλωσσάριο των ανθέων», Έλευσις (1948), Ποιήματα Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1985, σ. 140-141. Στα νεωτερικά της στοιχεία να προσθέσουμε και κάποιους ελευθερωμένους στίχους: θα πάρω τ’ όνομά μου απ’ το Αυτονόητο/ θα με λένε Ανόητο. Και: μετά τον ζόφον τον βαθύν/ και τας μικράς θυέλλας/ το άλλο σέλας!
Δίχως να θίγω φεμινιστικές ευαισθησίες επαναλαμβάνω πως στην αιτιατική ενικού των αρσενικών χρειάζεται «ν», βοηθά και προσθέτει στο ποίημα: τον σταυρό, τον θεό, τον μονόλογο. Όπως σωστά υπάρχει αλλού: τον ζόφο τον βαθύ. Και τα θηλυκά αν ακολουθεί διπλό γκ, μπ, ντ, τζ… χρειάζονται το «ν»: θα την γκρεμίσει.
Η Κατερίνα ξέρει και καλώς γράφει ποίηση. Δεν είναι λοιπόν «η μανία/ για κάτι αόριστο» αλλά η αγωνία της για το συγκεκριμένο, καθώς έχει έρμα: «το βάρος μέσα// ή αλλιώς/ προνόμιο». Κατά βάθος γίνεται πιο σίγουρη και πιο αισιόδοξη παρά το «με μισώ» ή το «ό,τι ειπώθηκε δεν με περιείχε». Κι ας βάζει ως προϋπόθεση ευτυχίας της την απουσία κάποιων: «αν δεν υπήρχατε θα μπορούσα να στρογγυλοκαθόμουνα στην αγάπη/ να έσκαγα να έλιωνα να γινόμουν χυλός και να έφθινα/ μια παχιά αγάπη σαν αφράτο ζώο να βούλιαζα…», των οποίων το άχθος, εντούτοις, την προφυλάσσει κατά βάθος από τη σήψη και την παρακμή μιας συμβατικής ζωής αλλά και την οδηγεί στην ποίηση, άρα ουδέν κακόν αμιγές καλού… Παραθέτω ενδεικτικά: «ο θάνατος σημαίνει τρεις φορές θάνατο/ αν τον γράψεις: καμία [ ] αν θέλουμε έχει καλώς/ αν δεν θέλουμε πάλι έχει». Ενώ τη διαφυγή-λύτρωση ή έστω την παραδοχή τετελεσμένων και αναπόφευκτων εξακολουθεί να την ελπίζει όχι μόνη αλλά μαζί με άλλον: ενώ ξεκινά το ρήμα της σε α’ πρόσωπο ενικό: «παίρνω στο στόμα» καταλήγει το αίτημα σε πρώτο πληθυντικό: ερχόμαστε από κάπου που μας ξέχασαν/ ―αν μας ξέρει κανένας―/ και πάμε αλλού.
Ίσως στην αγωνία της να παρουσιάσει κάτι νεωτερικό αποσυναρμολογεί υπέρ το δέον στίχους, φράσεις, λέξεις, έννοιες, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, προσθέτοντας αλλεπάλληλες εικόνες, ασφυκτικά πολλές και κατά παράταξη, με αποτέλεσμα να δίνει λιγότερο βάρος [ή συνειδητά αποδυναμώνει], συμπιέζει το συναίσθημα που χρειάζεται χώρο να καρπίσει για να καλλιεργηθεί από τον αναγνώστη.
Δεν κατάλαβα το «Μαλόν πεθαίνεις» σελ. 51. Παραφθορά του μάλλον πεθαίνεις; Αν ναι σε τι βοηθά το «Μαλόν» που μπορεί να εκληφθεί κι ως λάθος. Στην ίδια προσπάθεια και η παραποίηση, παραφθορά, παρατονισμός, λεξιπλασία νεολογισμοί που δεν ξέρω αν απελευθερώνει τη γλώσσα πάντως για να επιτύχει χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Τόσο σπουδαία και ποιητική η ελληνική γλώσσα που γράφεται και μιλιέται με τον ίδιο τρόπο ασταμάτητα και ανεμπόδιστα 3.000 χρόνια, 30 αιώνες. Τόσο ωραίες λέξεις ας μην τις χαλάμε αν δεν έχουμε κάτι καλύτερο να προτείνουμε. Η Ζ. γράφει: μυόδεντρο/ σοκολάμα / περιβραδύνομαι / αναστέρπω / κατάλεξη / πρόσωπός σου / αγκπώ / παράξερη / καταφρένω / παράφθορα / δυστυχάνω / επιτρέξτε μου / μη / σος / αχ / νο / αβάσταρδο / κι ώμος αγκπώ // σκαρτά στο λεξικόναν / φτούξελευθ ευθ ευθ… Εγώ κρατώ το «αχνό μίσος» και βέβαια τη διαρκή προσπάθεια του ανθρώπου «να ξεριζώνει δέντρα που μεγαλώνουν πάνω μας».
Κώστας Α. Κρεμμύδας
[Κατερίνα Ζησάκη, χωρίς εαυτό, Ποίηση, εκδ. έρμα, Μάρτιος 2022, σελ. 69]