Κατερίνα Ζησάκη | Η ολομέλεια της δεκάτης πέμπτης

In Λογοτεχνία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα

Κατερίνα Ζησάκη | Η ολομέλεια της δεκάτης πέμπτης

Σε τούτο δω το αδιέξοδο πέρασαν μέρες και μέρες. Οι μέρες έγιναν βδομάδες. Οι βδομάδες παραλίγο φως. Κι ένας κατάκαρδος Ιούλιος ξεσκίζει τα μάτια του να μη βλέπει.
Ρεύματα, ρυθμιζόμενες δανειοδοτήσεις και υπόλοιπα νερού, σήμερα απ’ όλα πιο πολύ οι συναλλαγές μας. Σούμα οι φίλοι, σούμα κι οι εραστές. Συνθηκολόγηση μ’ ένα άλλου είδους κρύο. Ο θεωρητικός παροξυσμός θεωρητικά δεν προσέφερε τίποτα και πάρε για παράδειγμα τα λιγοστά παιδιά που χτες πετούσαν πέτρες.
Μετά τα τριάντα η επανάσταση είναι άκομψη, κυρίως λες «περιμένουμε – λίγο – ακόμη». Και θέλει ακόμα πολύ φως να ξημερώσει. Όχι καλοκαιριάτικο. Φως με φανάρι ματωμένο. Κομμένες γλώσσες στα χαρακώματα. Επαλήθεψες όσα σου καταμαρτυρούσι. Με κόπο τα χνώτα μας. Πέντε κιλά μείον. Καιρέ κι αγάπη μ’ εγκατέλειψες. Σ’ ετούτο το καράβι που παλιώνει με τα ποντίκια μες στα πόδια μας, με τις μακροσκελείς γοές μου, με την παράφραση, το φόβο της κατάφασης, τ’ άρρωστα περιστέρια.
Πες μου γιατί.
-Κι εσύ κοιτάς το κρύο.-
Το που βαδίζουμε ολομόναχοι εδώ δεν το περίμενα. Το σαρκίο μας κι η άλλη άκρη του τηλεφώνου. Γυμνά καλώδια. Ριγκολέτο.
Για την πονοψυχία μας δεν θα μιλήσω.
Πονοψιχία. Κουκκίδες ύπαρξης. Ξερά αμύγδαλα. Νερό κι αλάτι. Έτσι τη βγάζουμε. Ανάξιοι. Μικροί. Πρώην αντιφρονούντες. Τα βουνά τα παραδώσαμε σύντροφοι. Κι ας φοράμε ακόμα την προβιά των λύκων –όχι σαν μάγκες με τις λεοντές, χωρίς σκοπό παραθεμένοι. Το φύλο μας ζέχνει. Το ίδιο κι οι μέρες μας. Η μάνα δε μας γνώρισε ποτέ. Κι ας ήμασταν εμείς. Κι ας ήταν μάνα.
Σκοτώνουμε ένα ένα τα καταφύγιά μας. Στο σκοπευτήριο αναπηδούν τα ξεραμένα αίματα. Άλλοι γελάστηκαν. Άλλοι γελάνε. Η φωνή έρχεται μέσα απ’ τα ασύρματα τσαλακωμένη. Το εδώ αητός καλεί γεράκι το δώσαμε αντιπαροχή για την ασφάλειά σας η κλήση αυτή ενδέχεται να ηχογραφηθεί. Τούτες τις μέρες το σαρκίο μας και οι συναλλαγές μας.
Ο Γιώργος τραγουδάει αυτούς που πέφτουν. Ο Κώστας τους εξόριστους. Η Έλενα -που δεν τον ξέχασε τον Νίκο- αρνιέται. Κι άλλοι. Πολλοί. Παντού. Όμως απλώνουμε να πιαστούμε καθώς γκρεμίζεται και τα χέρια γλιστρούν απ’ τα αίματα. Κι όλο απλώνουμε. Και γλιστράμε. Όποιος θα πέσει πρώτος, τουλάχιστο να ξεψυχήσει ακέραιος σύντροφοι. Όποιος τελευταίος μείνει, τουλάχιστο να υποσχεθεί πρωτοπορία.
Οι σφαίρες κι οι πέτρες που δε ρίξαμε έγιναν κόμπος στο λαιμό και πονάνε. Δεν καταπίνονται. Δε φεύγουν με τίποτα.
Σε τούτο δω το αδιέξοδο πέρασαν μέρες και μέρες. Οι μέρες έγιναν βδομάδες. Οι βδομάδες μήνες. Όλος ο χρόνος σ’ ένα μαύρο κουτί. Κι ο Ιούλιος νικημένος ξεσκίζει τα μάτια του να μη βλέπει.
Ορφανοί από ήλιο κι από καιρό συνεχίζουμε. Ως να μην έχουμε χέρια ή αίματα. Προχωράμε.

Κατερίνα Ζησάκη

χαρακτικό: Τάσσος- Κορίτσι και μικρά δέντρα

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία