Καπουσίζη Αννίτα, Το θεατρικό εκπαιδευτικό μοντέλο μέσα από τη νευρολογική προσέγγιση της υποκριτικής, Εκδόσεις ΙΩΝ, 2023.
Η νευρολογική προσέγγιση της υποκριτικής είναι μια μεθοδολογία που βασίζεται στην ανάλυση και την εφαρμογή βασικών αρχών της υποκριτικής κάτω από το πρίσμα της νευρολογίας, ουσιαστικά κάτω από το φως της νέας γνώσης για τον εγκέφαλο. Όπως σωστά επισημαίνει η Αννίτα, ο λόγος που επιλέχθηκε να συμπεριληφθεί στη δουλειά της η νευρολογική παρατήρηση ήταν διότι η δομή και η λειτουργία του εγκεφάλου και κατά προέκταση η συμπεριφορά έχουν πολύ περισσότερα κοινά (παρά διαφορές) μεταξύ των ανθρώπων από ό,τι φανταζόμαστε.
Στην ομιλία μου, θα επισημάνω αρχικά μια γενικότητα και στη συνέχεια θα κάνω λίγες παρατηρήσεις από τη νευροβιολογική οπτική γωνία σε κάποια σημεία του βιβλίου για να εμβαθύνω λίγο περισσότερο στη συζήτηση που τόσο πετυχημένα άνοιξε η Αννίτα.
Πρώτα από όλα όμως θα ήθελα να πω ότι ευχαριστήθηκα τη συνεργασία μου μαζί της. Και νομίζω ότι αυτό είναι το βασικότερο όλων όταν ξεκινάει κανείς με κάποιον μια κοινή περιπέτεια. Τέλος με τα προσωπικά.
**
Πρώτα η γενικότητα:
Το οπίσθιο μισό του εγκεφάλου (πίσω από την κεντρική αύλακα), αποτελεί θα λέγαμε την είσοδο των πληροφοριών από το περιβάλλον και το ίδιο μας το σώμα στον εγκέφαλο. Είναι εξειδικευμένο στη μετατροπή των ερεθισμάτων – πληροφοριών από τα αισθητήρια όργανα, σε αισθήσεις, στην αντίληψη για τον κόσμο και το σώμα μας. Για τις περιοχές αυτές του εγκεφάλου έχουμε πληθώρα ερευνητικών αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον οπτικό εγκέφαλο.
Αντιθέτως, το πρόσθιο μισό του εγκεφάλου (μπροστά από την κεντρική αύλακα) είναι το μέρος εκείνο με το οποίο αποκρινόμαστε στο περιβάλλον. Είναι η δράση, είναι ο ονομαζόμενος εκτελεστικός εγκέφαλος. Περιέργως, για το ένα μας μισό του εγκεφάλου, το πρόσθιο, το ενδιαφέρον είναι περιορισμένο και ως εκ τούτου υπάρχει ένδεια των σχετικών ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Για να το πω με άλλα λόγια, το πίσω μέρος συλλαμβάνει και αποκωδικοποιεί τις πληροφορίες που κομίζουν οι αισθήσεις, τις αντιπαραβάλλει μετά με ό,τι έχει αποθηκεύσει ως αναμνήσεις και προτείνει με τον μετωπιαίο λοβό την καταλληλότερη συμπεριφορά. Ο μετωπιαίος λοβός, είναι η πλώρη του νευρωνικού μας δικτύου και η υπερτροφία του μας διακρίνει από τα ζώα και από τους προγόνους μας με το μικρό κούτελο (ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο με μέτωπο): Λίγο πιο συγκεκριμένα, ο προμετωπιαίος φλοιός, η πιο πρόσθια περιοχή του μετωπιαίου λοβού, θεωρείται ο «κοινωνικός εγκέφαλος» και του αποδίδονται ανώτερες λειτουργίες, όπως είναι ο σχεδιασμός και η εκτέλεση σύνθετων κινητικών δράσεων, η λύση προβλημάτων, η ανάκληση των αναμνήσεων, ο διαχωρισμός της πραγματικότητας από τα παράγωγα της φαντασίας, ο σχεδιασμός μελλοντικών ενεργειών και η συνείδηση του εαυτού μας (το να φανταζόμαστε τις μελλοντικές ενέργειές μας είναι ένα είδος προσομοίωσης του κόσμου -και η συνείδηση ίσως να εμφανίζεται όταν η προσομοίωση αυτή είναι τόσο πλήρης, ώστε να περιλαμβάνει και ένα μοντέλο του εαυτού).
Η Αννίτα με τη δουλειά της, δίνει βαρύτητα σε αυτό το πρόσθιο μισό, το εκτελεστικό μέρος, του εγκεφάλου και στη δράση και τα εξετάζει διεξοδικά στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου της. Αυτό δείχνει ότι η Αννίτα δεν δίστασε να βουτήξει στα βαθιά και να βάλει τη νέα γνώση για τον εγκέφαλο στη δουλειά της. Από όσο γνωρίζω, είναι η πρώτη που επιχειρεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα και στο θέατρο και θεωρώ την προσπάθειά της πρωτοποριακή και αξιοπρόσεκτη.
Πράγματι, η διακίνηση των ιδεών μεταξύ των χώρων της τέχνης και της επιστήμης, αναμένεται να δώσει στο μέλλον σημαντικά αποτελέσματα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της νευροβιολογίας στη μελέτη της τέχνης και της αισθητικής γενικότερα. Πώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποκρίνεται στην ομορφιά; Μπορούμε να θέσουμε κριτήρια για την αισθητική που να αφορούν όλους τους ανθρώπους;
Η επιστήμη και η τέχνη φαίνεται αρχικά ότι είναι ουσιωδώς αντιθετικές. Η επιστήμη αναζητεί γενικές αρχές, βασίζεται σε πειράματα και μετρήσεις που μπορούν να επαναληφθούν προκειμένου να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν, προσπαθεί να αποκλείσει όλους του υποκειμενικούς παράγοντες. Αντιθέτως, η τέχνη δοξολογεί την προσωπική φαντασία και το πνεύμα και εναγκαλίζεται την υποκειμενικότητα. Για τους λόγους αυτούς η ανάπτυξη μιας επιστήμης για την τέχνη φαίνεται ως κάτι το οξύμωρο. Κι όμως, η επιστημονική και η καλλιτεχνική δημιουργία δείχνουν ενίοτε να μοιάζουν με τρόπο αξιοπρόσεκτο. Και οι δύο αναζητούν το ουσιώδες, τη γνώση που μας φέρνει πιο κοντά στην πραγματικότητα. Διότι και οι καλλιτέχνες είναι κατά κάποιον τρόπο νευροεπιστήμονες χωρίς να το γνωρίζουν, γιατί μελετούν την αντίληψη, τη μνήμη, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά, δηλαδή τον εγκέφαλο με τον δικό τους μοναδικό τρόπο.
Είναι, εξάλλου, γεγονός ότι από την αρχαιότητα έως τους νεωτερικούς χρόνους η επιστήμη επηρέασε ποικιλοτρόπως την τέχνη. Λόγου χάρη, οι θεωρίες για το χρώμα, η φυσιολογία (ιδιαίτερα η φυσιολογία της οπτικής αντίληψης), η ευκλείδεια γεωμετρία, οι μη-ευκλείδειες γεωμετρίες, η φυσική (ιδιαίτερα η θεωρία της σχετικότητας και η έννοια του χωροχρόνου), η βιολογία, η ψυχανάλυση, οι στρουκτουραλιστικές θεωρίες του Λακάν, επηρέασαν όλα τα μείζονα εικαστικά κινήματα. Η ψυχανάλυση επηρέασε ιδιαίτερα τους Ντανταϊστές και τους Σουρεαλιστές. Στον κινηματογράφο είχαμε την παραγωγή του Ανδαλουσιανού Σκύλου του Λουίς Μπουνιουέλ σε συνεργασία με τον Σαλβαδόρ Νταλί. Στα θεωρητικά κείμενά τους οι κυβιστές, επηρεασμένοι από τη θεωρία της σχετικότητας, αναφερόταν στην τέταρτη διάσταση ως επιπλέον χωρική διάσταση που δεν είναι ορατή με τις αισθήσεις, αλλά επιτρέπει τη σωστή σύλληψη της πραγματικότητας. Το τραγούδι As time goes by, αν και έχει συνδεθεί περισσότερο με το έργο Καζαμπλάνκα (1942), είχε στην πραγματικότητα γραφτεί από τον Χέρμαν Χούπφελντ (1931) για το μιούζικαλ Everybody’s Welcome. Μέσα από τους στίχους του, όπως είναι οι «speed and new invention / and things like fourth dimension» και «yet we get atrifle weary / with Mister Einstein’s theory», αποκαλύπτεται η απήχηση που είχε ο Αϊνστάιν και η θεωρία της σχετικότητας στο αμερικανικό κοινό. Ο Τέο φαν Ντέσμπουργκ, σε πλήρη διάσταση με τις στατικές εικόνες του Πιτ Μοντριάν, εισήγαγε στη ζωγραφική σύστημα διαγώνιων που συμβόλιζαν τον χρόνο ως τέταρτη διάσταση του χώρου. Άλλωστε όλα αυτά δεν είναι τόσο πρωτότυπα. Κατά την Αναγέννηση η γεωμετρία τροφοδότησε την ανάπτυξη της προοπτικής στη ζωγραφική και η ανατομή ζώων και ανθρώπων τη γνώση για την ορθή απόδοση του σώματος, ενώ πιο πρόσφατα η τεχνολογία επέτρεψε την εμφάνιση του κινηματογράφου και της ηλεκτρονικής μουσικής και σήμερα ποιος ξέρει πόσα άλλα κινήματα της τέχνης.
Οι John Onians, Michael Baxandall και David Freedberg, ιστορικοί της τέχνης και μαθητές του Ερνστ Γκόμπριχ, έχουν υιοθετήσει μια νευροβιολογική προσέγγιση της τέχνης. Και ο Γκόμπριχ, άλλωστε, φλέρταρε με τη βιολογία και την ψυχολογία. Ο αριθμός των ανθρώπων που χρησιμοποιούν τη νευροεπιστημονική γνώση ως βοήθεια για τη μελέτη της τέχνης αυξάνεται με εκθετικό τρόπο, και η προσέγγιση αυτή αποτελεί ήδη καθιερωμένη πρακτική. Ας αναλογιστούμε μόνο τους νεολογισμούς σε διάφορα γνωστικά πεδία: neuroaesthetics, neuroethics, neuroeconomics, neuromarketing, neurocriminology. Το «neuro» δεν είναι μόδα, ο εγκέφαλος σε μεγάλο βαθμό μας κάνει αυτό που είμαστε.
**
Ας περάσω τώρα στα επιμέρους, στα επιμέρους που μας δείχνουν με πόσες ιδέες μπορούν να τροφοδοτήσουν οι καλλιτέχνες του νευροεπιστήμονες.
Διαβάζω από το βιβλίο της Αννίτας:
«Όσο περισσότερα εμπόδια υπάρχουν, τόσο πιο εφευρετικός γίνεται ο άνθρωπος. Είναι ο τρόπος που ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί. Δημιουργεί συνδέσεις και σχέσεις προκειμένου να βρει λύσεις, να ξεπεράσει δυσκολίες, να παραμείνει λειτουργικός, ζωντανός».
Πράγματι, ο εγκέφαλος είναι εύπλαστος (έχει πλαστικότητα λέγεται συνήθως, όρος που δεν μου αρέσει γιατί θυμίζει το πλαστικό). Η ευπλαστότητα είναι η ικανότητα που έχει ο εγκέφαλος να αλλάζει στον χώρο και στον χρόνο και να επανακαθορίζει τη λειτουργία του. Η ανεξάντλητη δυνατότητα αλλαγής του εγκεφάλου, επιτυγχάνεται με διεργασίες επιλογής και εξάλειψης –που εξαρτώνται από τη χρήση και άλλους παράγοντες– και οφείλεται στον τεράστιο πλούτο των νευρωνικών συνάψεων (1015 περίπου συνάψεις). Ο εγκέφαλος έπρεπε να είναι δομημένος με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει έναν κόσμο δυναμικό και μεταβαλλόμενο. Μια στρατηγική χρήσιμη αποκλειστικά για το κυνήγι, δεν είναι χρήσιμη για να κυκλοφορήσει κανείς στους δρόμους των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Ένας εγκέφαλος ικανός να αντεπεξέρχεται σε κοινωνικές σχέσεις 150 ατόμων (αυτός έχει υπολογιστεί ως ο αριθμός των ατόμων που μπορούσε να γνωρίσει στη ζωή του ο κυνηγός-τροφοσυλλέκτης) έγινε επίσης ικανός να ανταπεξέρχεται σε κοινωνικές σχέσεις χιλιάδων ατόμων (χωρίς να συνυπολογιστούν οι σχέσεις μέσω των κοινωνικών δικτύων–αυτών των προσωπικών θαλάμων ψυχικής αποσυμπίεσης…). Ένα ευφυές σύστημα πρέπει να είναι ικανό να αναμορφώνεται και να ανασυγκροτείται συνεχώς και να είναι πολυεπίπεδο. Σε ένα επιφανειακό επίπεδο, συγκεκριμένες λειτουργίες εξυπηρετούν πολύ συγκεκριμένες ανάγκες, ενώ στα βαθύτερα επίπεδα οι λειτουργίες είναι πιο αφηρημένες, ώστε να είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί κάθε δυνατή κατάσταση. Επομένως, ο εγκέφαλος δεν είναι μια μηχανή προγραμματισμένη εκ των προτέρων για τα πάντα, αλλά ένα όργανο εύπλαστο που μπορεί να γίνεται διαφορετικό, ελεύθερο να υιοθετεί εντελώς διαφορετικές μορφές, πάντοτε μέσα στα όρια του γενετικώς δυνατού. Ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να μην υπακούει πάντοτε στα κελεύσματα των γονιδίων του. Έχουμε την ανάδυση νέων νόμων καθώς περνάμε από τα γονίδια στους νευρώνες, τους εγκεφάλους, τα άτομα και τις κοινωνίες. Και είναι μέσα στο πλαίσιο αυτών των αναδυόμενων νέων νόμων που μπορούν να δουλέψουν οι άνθρωποι της τέχνης.
**
Διαβάζω από το βιβλίο της Αννίτας:
«Ο Στανισλάβσκι, παρατηρώντας αυτήν τη διάσπαση συγκέντρωσης, μίλησε για “απότομη αλλαγή κατεύθυνσης της προσοχής”. Αν εκείνη τη στιγμή που το μυαλό αρχίζει να διαγράφει τη δική του πορεία έξω από το “εδώ και τώρα” της στιγμής, το εμπλέξουμε σε μια καινούργια δραστηριότητα, αμέσως θα βρει το δρόμο πίσω στη συγκέντρωση μέσα από αυτή την καινούργια δραστηριότητα. Αν μάλιστα αυτή η δραστηριότητα είναι ενταγμένη μέσα στο πλαίσιο της προηγούμενης, τότε με πολύ απλό τρόπο το μυαλό επανέρχεται στην αρχική κατάσταση συγκέντρωσης, έχοντας αλλάξει τον στόχο, αλλά παραμένοντας στο πλαίσιο».
Προκειμένου να αντιληφθεί συνειδητά ο εγκέφαλος συγκεκριμένα πράγματα και καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μας, πρέπει να εστιάσει την προσοχή του σε αυτά. Η προσοχή, ωστόσο, δεν είναι ουδέτερη λέξη, αλλά έχει βαρύνουσα νευροβιολογική σημασία, κάτι που υπονοείται στο απόσπασμα που σας διάβασα προηγουμένως.
Πώς μπορούμε να παρακολουθούμε επιλεκτικά μια μόνο αισθητική πληροφορία και πώς έχουμε την αίσθηση του εσωτερικού αυτού προβολέα που μπορούμε να στρέψουμε προς διάφορα αντικείμενα που μας περιβάλλουν και γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω μας; Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο συμμετέχουν πολλές, πάρα πολλές περιοχές του εγκεφάλου, κάτι στο οποίο δεν έχουμε τον χρόνο να αναφερθούμε σήμερα. Η ντοπαμίνη που ελευθερώνεται στον προμετωπιαίο φλοιό διευκολύνει την εστίαση της προσοχής σε κρίσιμες δοκιμασίες και μας επιτρέπει να αγνοήσουμε τα ερεθίσματα που μας αποσπούν από τον επιλεγμένο στόχο. Στην πράξη, μεγάλο μέρος των αισθητηριακών πληροφοριών που δέχονται οι περιφερικοί υποδοχείς του σώματός μας πρέπει να διηθηθούν κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αγνοούμε το φόντο μιας εικόνας όταν εστιάζουμε την προσοχή μας στη μορφή. Η επιλεκτική προσοχή διηθεί ορισμένα χαρακτηριστικά και οξύνει την αντίληψή μας σε άλλα. Σε αυτήν τη στρατηγική τού όλα για τον νικητή, ορισμένα ερεθίσματα γίνονται εμφανή στη συνείδηση, ενώ άλλα φθίνουν σε ασαφή επίγνωση. Η προσοχή είναι τόσο επιλεκτική, προφανώς διότι προέκυψε από την εξελικτική πίεση που ασκείται στα ζώα να επιλέγουν κάθε φορά από ένα σύνολο κατάλληλων δράσεων, οι οποίες σχετίζονται με την επιβίωσή τους. Εξάλλου, επειδή οι εγκεφαλικές δράσεις είναι σύνθετες και απαιτούν την ενεργοποίηση πολλών περιοχών του εγκεφάλου, ίσως να είναι εξαιρετικά δύσκολο να εστιάσουμε την προσοχή μας σε περισσότερα από λίγα γεγονότα, αντικείμενα, αλληλουχίες σκέψης ή κινητικές ενέργειες, χωρίς η μια δράση να παρακωλύει την άλλη.
Μερικές φορές, ωστόσο, έχουμε την εντύπωση ότι μπορούμε να κάνουμε ταυτόχρονα δύο εργασίες, ή ακόμη και να ακολουθήσουμε δύο διακριτές διαδρομές της σκέψης – αλλά αυτό είναι καθαρή ψευδαίσθηση. Ο μόνος λόγος για τον οποίο πιστεύουμε ότι είμαστε ικανοί για πολυδιεργασία (multitasking), όπως ονομάζεται αυτή η ικανότητα, είναι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε την τεράστια καθυστέρηση την οποία αυτή προκαλεί. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μπορεί να κάνει δύο πράγματα ταυτόχρονα. Αυτό που κάνουμε ουσιαστικά δεν είναι να ασχολούμαστε με δύο πράγματα ταυτόχρονα, αλλά να στρέφουμε γρήγορα την προσοχή μας από τη μια εργασία στην άλλη.
Άραγε μπορούμε, μέσω της εντατικής εκπαίδευσης, να μετατρέψουμε τους εαυτούς σε άτομα που κάνουν πολλά πράγματα την ίδια στιγμή; Ίσως, αλλά μόνο με έντονη εξάσκηση σε μια από τις δύο εργασίες. Η αυτοματοποίηση, μια βασική, σύμφυτη, ικανότητα του εγκεφάλου, ελευθερώνει τον συνειδητό χώρο εργασίας. Έτσι, μπορεί να μετατρέψει μια δραστηριότητα σε ρουτίνα, την οποία εκτελούμε ασυνείδητα, δίχως να δεσμεύουμε τα κεντρικά αποθέματα του εγκεφάλου. Παραδείγματος χάρη, μέσω της σκληρής πρακτικής εξάσκησης, ένας επαγγελματίας πιανίστας μπορεί να μιλάει ενώ παίζει ή μια δακτυλογράφος μπορεί να αντιγράφει ένα έγγραφο, ενώ ακούει ραδιόφωνο. Ακόμη και όμως αυτές τις εξαιρέσεις οι ψυχολόγοι εξακολουθούν να τις αμφισβητούν, γιατί είναι επίσης δυνατό η εκτελεστική προσοχή να μεταβαίνει ταχύτατα από τη μια εργασία στην άλλη με έναν τρόπο που σχεδόν δεν είναι ανιχνεύσιμος. Ο βασικός κανόνας ισχύει: σε οποιαδήποτε κατάσταση πολυδιεργασίας, όποτε πρέπει να εκτελούμε πολλαπλές γνωσιακές πράξεις υπό τον έλεγχο της προσοχής, τουλάχιστον μια από αυτές επιβραδύνεται ή ξεχνιέται εντελώς. Στο διάστημα κατά το οποίο μια νοητική πράξη συνεχίζει να απαιτεί προσπάθεια, επειδή δεν έχει ακόμη αυτοματοποιηθεί με την (υπερ)μάθηση, απορροφά σημαντικά αποθέματα εκτελεστικής προσοχής και μας εμποδίζει να προσηλωθούμε σε οτιδήποτε άλλο. Η παγίωση είναι ουσιώδης γιατί καθιστά τα πολύτιμα αποθέματα του εγκεφάλου διαθέσιμα για άλλους σκοπούς. Όσοι θεωρούν τον εαυτό τους «πολύ ικανό» στη διαχείριση πολλών παράλληλων εργασιών είναι χειρότεροι να διαχωρίζουν τις χρήσιμες πληροφορίες από τις άχρηστες λεπτομέρειες. Τα άτομα αυτά είναι λιγότερο οργανωμένα νοητικά και έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στο να στρέφουν την προσοχή τους από τη μια δραστηριότητα στην άλλη.
**
Διαβάζω από το βιβλίο της Αννίτας:
«Ο εγκέφαλος, όπως διαπιστώσαμε, λειτουργεί χρησιμοποιώντας την προϋπάρχουσα, αποθηκευμένη γνώση. Η γνώση αυτή “προετοιμάζει” και το σώμα μας με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε πολύ συχνά σε τυποποιημένες και ατελέσφορες δράσεις. Όπως είδαμε στο κεφάλαιο για τη συγκέντρωση, ένας τρόπος να παρακάμψουμε αυτή την αυτοματοποιημένη λειτουργία είναι να αλλάξουμε “κατεύθυνση προσοχής”»
Ναι, έτσι φαίνεται να είναι τα πράγματα. Ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν αυτόματο και κατασκευάζει προβλεπτικά τον κόσμο. Η λειτουργία του εγκεφάλου είναι να κάνει εικασίες, να δίνει ερμηνείες για τον κόσμο, ακόμη και για πραγματικότητες που ποτέ δεν βιώσαμε.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μπορούμε να διακρίνουμε δύο μορφές αντιληπτικής επεξεργασίας. Την «από κάτω προς τα επάνω» (bottom-up) ή καθοδηγούμενη από τα δεδομένα επεξεργασία, που βασίζεται στην άμεση εξαγωγή πληροφοριών από τα αισθητηριακά δεδομένα, και την «από επάνω προς τα κάτω» (top-down) ή καθοδηγούμενη από τα αναμενόμενα επεξεργασία, που χρησιμοποιεί τις γνώσεις και τις προσδοκίες μας για να προβλέψει ή να συμπληρώσει τις εισερχόμενες πληροφορίες. Τα «από πάνω προς τα κάτω» σήματα ξεκινούν στις ανωτέρου επιπέδου εγκεφαλικές περιοχές, όπως είναι ο μετωπιαίος λοβός, και κατευθύνονται στις κατώτερες αισθητικές περιοχές, όπως είναι ο πρωτοταγής οπτικός φλοιός. Με την άποψη αυτή υποστηρίζεται ότι τα «από πάνω προς τα κάτω» σήματα εκφράζουν το χώρο των υποθέσεων τις οποίες ο εγκέφαλος εκλαμβάνει ως εύλογες και επιθυμεί να τις ελέγξει.
Καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που λειτουργεί η αντίληψη φαίνεται να παίζουν οι πληροφορίες που ακολουθούν την ανάδρομη αυτή πορεία, από τις «ανώτερες» περιοχές του εγκεφάλου προς τις «κατώτερες». Γεγονός είναι ότι πολύ συχνά αν η «κορυφή» είναι πεπεισμένη για κάτι, οι πληροφορίες απορρίπτονται ή, για να το διατυπώσω διαφορετικά, αν οι πληροφορίες δεν συνάδουν με τις πεποιθήσεις μας, τόσο το χειρότερο για τις πληροφορίες… Σε ένα πείραμα, όταν οι εθελοντές βλέπουν σε μια εικόνα έναν λευκό να βάφει τα παπούτσια ενός μαύρου, οι περισσότεροι απαντούν, όταν ερωτηθούν, ότι στην εικόνα είδαν έναν μαύρο να βάφει τα παπούτσια ενός λευκού. Βλέπουμε τον κόσμο μέσα από ένα πέπλο που μας τον παρουσιάζει όχι όπως είναι, αλλά όπως αναμένουμε να είναι. Ο εξωτερικός κόσμος συμμορφώνεται με τις προσδοκίες μας. Αν αποκλειστούν οι ερμηνείες από τις «ανώτερες» περιοχές, 7τότε η πραγματικότητα παύει να είναι αναγνωρίσιμη. Όπως υποστηρίζει ο Νίκος Λογοθέτης, η εικόνα του εγκεφάλου που αρχίζει να αναδύεται «είναι εκείνη ενός συστήματος, του οποίου οι διεργασίες δημιουργούν καταστάσεις συνείδησης ως απόκριση όχι μόνο σε εισερχόμενες αισθητηριακές πληροφορίες, αλλά και σε εσωτερικά σήματα που αντιπροσωπεύουν προσδοκίες βασισμένες σε προηγούμενες εμπειρίες». Αλλά ο Μαρσέλ Προυστ μας τα είχε πει νωρίτερα. «Η πραγματικότητα», έγραψε ο Προυστ στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, «δεν υπάρχει για μας όσο δεν έχει ξαναδημιουργηθεί από τη σκέψη μας» και, επιμένοντας στην άποψή του, σε άλλο σημείο του μνημειώδους έργου του υποστήριξε ότι «τα γεγονότα δεν εισχωρούν στον κόσμο όπου ζουν οι πεποιθήσεις μας, δεν τις δημιούργησαν αυτά κι ούτε τις καταστρέφουν». Για να μην υπάρχει, μάλιστα, η παραμικρή αμφιβολία για τις απόψεις του επισήμανε και τα ακόλουθα: «Η μαρτυρία των αισθήσεων είναι και αυτή μια λειτουργία της σκέψης όπου η πεποίθηση πλάθει τα αποδεικτικά στοιχεία». Ίσως η καθημερινή εμπειρία μας να είναι μια προσεκτικά ελεγχόμενη ψευδαίσθηση, η οποία περιορίζεται μεν από τις πληροφορίες που εισρέουν από τον εξωτερικό κόσμο και από το εσωτερικό του σώματος, αλλά εν τέλει κατασκευάζεται από τον εγκέφαλο. Πρόκειται για τον φυσιολογικό τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος δίνει νόημα στα αισθητηριακά δεδομένα, χωρίς να έχουμε επίγνωση ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Οι ενσυνείδητες καταστάσεις χρειάζονται χρόνους ολοκλήρωσης εκατοντάδων χιλιοστών του δευτερολέπτου. Αλλά η ασυνείδητη νευρωνική δραστηριότητα η οποία οδηγεί στη δράση μπορεί να επιφέρει πολύ ταχύτερες αποκρίσεις. Αυτό το «νέο ασυνείδητο», όχι το ασυνείδητο του Φρόυντ, δεν περιέχει μόνο τα επώδυνα θέματα που το συνειδητό προτιμάει να μην ανασκοπήσει, αλλά επίσης και πολλά θέματα που είναι τόσο οικεία ώστε δεν χρειάζονται ανασκόπηση. Η έξη, ως εκ τούτου, είναι μια θεμελιώδης οικονομία της συνειδητής σκέψης. Το «νέο ασυνείδητο» εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του ανθρώπου, αφού σε αυτό ανατίθενται πολλές διεργασίες της αντίληψης, της μνήμης, της προσοχής, της μάθησης και της κρίσης που διεκπεραιώνονται σε δομές του εγκεφάλου που βρίσκονται εκτός της συνειδητής επίγνωσης. Όπως επισημαίνει ο Λέοναρντ Μλοντίνοφ, «Όταν τρέχουμε γρήγορα, η κατανάλωση ενέργειας στους μυς είναι εκατονταπλάσια από την ενέργεια που χρησιμοποιείται στον καναπέ… Ας αντιπαραβάλουμε αυτό τον πολλαπλασιαστή ενέργειας με εκείνον που ισχύει για δύο μορφές νοητικής δραστηριότητας: την πλήρη πνευματική χαλάρωση, όταν ο συνειδητός νους είναι ουσιαστικά ανενεργός, και την προσήλωση σε μια παρτίδα σκάκι… Η έντονη συγκέντρωση προκαλεί μια αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας στον εγκέφαλο μόλις κατά 1% περίπου. Ό,τι κι αν κάνουμε με το συνειδητό μας νου, εκείνο που κυριαρχεί στη νοητική μας δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που καταναλώνεται από τον εγκέφαλο, είναι το ασυνείδητο. Είτε ο συνειδητός νους είναι ενεργός είτε όχι, ο ασυνείδητος νους εργάζεται σκληρά, εκτελώντας νοητική γυμναστική, που ισοδυναμεί με κάμψεις, βαθιά καθίσματα και σπρινταρίσματα». Πράγματι, κανένας οργανισμός δεν έχει την πολυτέλεια να έχει συνείδηση πραγμάτων τα οποία θα μπορούσε να διαχειριστεί σε ασυνείδητα επίπεδα.
Και, μετά από όλα αυτά, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς σε τι χρησιμεύει η συνείδηση. Η συνείδηση είναι ελεύθερη από όλες τις λεπτομέρειες και έτσι μπορεί να κατανοήσει το ευρύτερο πλαίσιο των πραγμάτων και να προγραμματίσει τις κατάλληλες αποκρίσεις. Αντιδρούμε γρήγορα σε ένα ερέθισμα, βάσει μιας προηγούμενης εμπειρίας η οποία μπορεί να μην ισχύει στη νέα κατάσταση που αντιμετωπίζουμε. Σε τέτοιου είδους νέες καταστάσεις, μπορεί να επέμβει η συνείδηση και να διορθώσει (μερικές φορές εκ των υστέρων) μια βιαστική κρίση.
Τα ένστικτα και οι αυτοματισμοί είναι τα οχήματα που οδηγούν στην σταθερότητα του οργανισμού, ενώ η νόηση μας επιτρέπει να κυνηγήσουμε την ελευθερία. Ο άνθρωπος ζει με το ένστικτο, αλλά προοδεύει με τη νοημοσύνη. Ο ενσυνείδητος έλεγχος είναι ελαστικός, δεκτικός σε νέες εμπειρίες και επηρεάζεται από το ευρύτερο πλαίσιο, ενώ οι ρουτίνες, η αυτόματη εκτέλεση είναι αυστηρή, δεν επιδέχεται καινοτομίες και δεν επηρεάζεται από το ευρύτερο πλαίσιο. Ωστόσο, ο ενσυνείδητος έλεγχος είναι απαραίτητος για την εκμάθηση νέων πραγμάτων κάθε φορά που πρέπει να ενοποιηθεί μεγάλη ποσότητα πληροφορίας. Τα ζόμπι (των φιλοσόφων) ή οι αλγόριθμοι του εγκεφάλου εκτελούν μόνο συγκεκριμένα προγράμματα, αντιδρώντας στις συνθήκες της δεδομένης στιγμής και χωρίς καμία συναίσθηση για ενδεχόμενες συνέπειες. Αντίθετα, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι μας καθορίζονται από τη συνειδητή σκέψη, με τον ίδιο τρόπο που οι επικεφαλής μιας επιχείρησης παίρνουν αποφάσεις τις οποίες υλοποιούν οι υφιστάμενοί τους. Ενώ τα φιλόπονα μυρμήγκια στον εγκέφαλό μας δρουν με επιμονή και σύμφωνα με το πρόγραμμά τους, η συνειδητή σκέψη κάνει πιο ευέλικτους τους χειρισμούς μας. Εξετάζουμε τις πιθανές συνέπειες των πράξεών μας, τα συν και τα πλην των διαφόρων δυνατοτήτων. Η συνειδητή αποτίμηση είναι βέβαια πιο χρονοβόρα από την αυτόματη ενεργοποίηση των αλγορίθμων, αλλά μπορεί να μας προστατέψει από τις τρομερές συνέπειες των απερίσκεπτων πράξεων.
Όταν θέλουμε να πάρουμε μια δύσκολη απόφαση για ένα πρόβλημα στο οποίο υπεισέρχονται άγνωστες μελλοντικές παράμετροι, στην πραγματικότητα κάνουμε ένα είδος προσομοίωσης. Φανταζόμαστε τι θα συνέβαινε σε όλες τις περιπτώσεις. Οι μηχανές επιβίωσης που μπορούν να κάνουν προσομοιώσεις για να προβλέψουν το μέλλον, υπερτερούν των μηχανών που μαθαίνουν μόνο από πραγματικές επάλληλες δοκιμές. Το πρόβλημα με τις δοκιμές είναι ότι απαιτούν χρόνο και ενέργεια, και ίσως τα σφάλματα που θα γίνουν αποδειχθούν μοιραία. Η προσομοίωση είναι ταχύτερη και ασφαλέστερη μέθοδος. Η εξέλιξη της ικανότητας προσομοίωσης φαίνεται πως έφτασε στο αποκορύφωμά της με την εμφάνιση της συνείδησης στα άτομα.
Και εμείς ποιοι είμαστε; Εμείς ταυτιζόμαστε με τον συνειδητό, λογικό εαυτό που κάνει επιλογές και αποφασίζει τι να σκεφτεί και τι να κάνει, αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι στην πραγματικότητα οι ζωές μας καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από τις αυτόματες αποκρίσεις του εγκεφάλου.
Πολύ τροφή για σκέψη μας δίνει η κα Καπουσίζη. Διαβάστε το βιβλίο της και ευχαριστηθείτε το.
***
Σημ.: O Θανάσης Ντινόπουλος ήταν εκ των παρουσιαστών (με τους Περικλή Μουστάκη και Ελένη Ευθυμίου) του βιβλίου της Αννίτας Καπουσίζη 5/8/2023.