(κριτικές αναγνώσεις δύο ποιητικών συλλογών με αναλογικές προεκτάσεις τη
θεματική, το περιεχόμενο και τα ποιητικά υποκείμενα που τις υπογράφουν)
«Μου’ χει συμβεί, φορές,
Να γεννώ
-μήτρα τω στόματι-
Το όνομά σου
Στην ηδονή…»
Ελένη Βελέντζα, «Εποχή ζευγαρώματος, ποιήματα για την ορμή», εκδ. Εκάτη 2023
«Ο ήλιος βγαίνει
στο δέρμα σου επάνω
μα εσύ αρνείσαι να συμβιβαστείς
στο πρωινό ξύπνημα»
Μαριλένα Κολλάρου, «Χουζούρεμα» από τη συλλογή «Μέρι Πόπινς», εκδ. Μανδραγόρας 2023
Το ημερολόγιο είναι μια συνθήκη πολύ προσωπική. Η καταγραφή του πέρα από μύχιες σκέψεις, αντανακλά κυρίως τα κρυμμένα βιώματα και τις επιθυμίες για εμπειρίες πέρα από την παρούσα πραγματικότητα. Τί θέλουμε να συμπεριλάβουμε κάθε φορά σε μια σελίδα που αφορά μόνο εμάς; Ίσως τις περισσότερες φορές χρειαζόμαστε μια επιβεβαίωση του εαυτού, έναν συντονισμό πνευματικού και απτού υπάρχειν και συναισθάνεσθαι.
Τα ποιήματα μπορούν ως φόρμα να «εκπέμψουν» ταυτόχρονα καλλιτεχνική κομψότητα και ιδιωτική υπόσταση πέρα από εμάς. Στην περίπτωση αυτή η αναγνωστική «κατάδυση» στο γραπτό καλλιτέχνημα παύει να αφορά μόνο τον γράφοντα καθώς κατά τη ρήση του Κάλας «γράφω για να ξαναδιαβαστώ», πρωτίστως αναγιγνώσκουμε εμείς οι ίδιοι τα γραπτά μας κι έπειτα όλοι οι άλλοι, με στόχο ίσως τόσο τη δική μας όσο και την αλλότρια ματιά σ’ ό, τι έχουμε συλλάβει και καταγράψει.
Ειδικά, όταν η γραφή μας συλλαμβάνει τον πόθο, τότε τί καλύτερο από το μοίρασμα αυτής της έξαψης, αυτής της ιδιαίτερης στιγμής του βιώματος της παθιασμένης μέθης η οποία μέσα από τα μάτια της ποιήτριας Ελένης Βελέντζα σκηνοθετείται στο εδώ και στο τώρα «οίστρος/ γιομάτος ιδρωμένο/ χνούδι,/ αλαφρός/ μέσα σ’ εξαίσιο/ ξεχείλισμα,/ άπιαστος/ την ύλη να διαπερνά,/ πριν φριχτά κατακτήσει/ του τέλους τη νότα./ Μοιάζει με κύμα θέρμης/ που ξεμυαλίζει τα κορμιά/ μια νύχτα του Γενάρη,/ μοιάζει με κύμα/ που πετάει το χαλινάρι/ και μπρος μας/ επιδεικτικά ορθοστατεί,/ ποιος ξέρει πόσο επίπονα/ ωριμασμένο,/ μέσα στη βεβαιότητα/ της συντριβής.»
Η Ελένη Βελέντζα, με την τρίτη ποιητική της συλλογή «Εποχή ζευγαρώματος», καταβυθίζει την ποιητική της ματιά στην έλξη της ορμητικής συνύπαρξης των εραστών παρατηρώντας των έρωτα ως κοινωνικό φαινόμενο πέρα από την βιολογική του καταγωγή. Αυτή τη μεταμορφωτική του δράση από ζωώδες- μονήρες βίωμα σε ένα συνολικότερα συνειδητό συμβάν, τη βρίσκουμε σε εικοσιεφτά ποιήματα που αποτυπώνουν έναν κρυμμένο λυρισμό του ποιητικού υποκειμένου που τραγουδά τη δύναμη του ανθρώπου να ενώνεται ακαριαία με το ταίρι του κυρίως σε πρώτο ρηματικό πρόσωπο εκφράζοντας τόσο τον εξομολογητικό τόνο όσο και μια διάθεση αυτοβιογράφησης του παρόντος «θέλω να υμνήσω/ με λέξεις άξιες σωμάτων/ τούτο το βίαια ανθρώπινο/ της ζωικότητας./ Να προφερω/ ό, τι πιο ιερό/ ποτέ μοιραστήκαμε∙/ την ορμή./ Να την υμνήσω/ επιτρεπτή,/ πιο πολύ απ’ αναπότρεπτη./ Ζωοδόχο,/ πιο πολύ/ από ζωοδότρα.» και αλλού «Εγώ,/ που’ χα σκοπό/ να μείνω ασυγκίνητη,/ μέσα στις συγκινήσεις/ χάριν ορμής/ και σάρκας.»
Η επιλογή των ουσιαστικών «συντριβή», «σάρκα», συγκίνηση», «οίστρος», «έρωτας», «πάθος», «χάος», «πόνος» σε συνδυασμό με την ελλειπτικότητα των στίχων και τη λιτή μορφή των ποιημάτων αποδίδουν συνολικά στην γραφή της ποιήτριας μια ιδιάζουσα φωνή μοναδική. Κάποτε διαβάζοντας το βιβλίο της νιώθουμε τους στίχους της να ξεπιδούν όπως η κομμένη ανάσα από τα κατάβαθα ενός καλά κρυμμένου ημερολογίου όπου διαβάζοντάς το μπορούμε να συναισθανθούμε κι εμείς με τη σειρά μας αυτό που νιώθει κι εκείνη «…Αισθήσεις./ Συλλήβδην εκφρασμένες/ του ανθρώπου οι αισθήσεις,/ μέσα στο βλέπω/ -θέλοντας να δω-/ πώς είναι.»
Στη συνέχεια, και διερευνώντας υφολογικά την καινούργια ποιητική εργασία της Ελένης από τις εκδόσεις Εκάτη παρατηρούμε ότι η ευσύνοπτη φόρμα αποδίδει πολλαπλάσια τις εικόνες – οράματα της ερωτικής αλληλεπίδρασης. Το πολυπρισματικό των συναισθημάτων δημιουργεί ένα συγγραφικό αντίβαρο για κείνη στην προσπάθειά της να αρθρώσει πολλές φορές έναν λόγο αποκρυφιστικό στα όρια του ερμητικού, μιλώντας για την συνεύρεση σάρκας και πνεύματος. Σε κάθε περίπτωση βέβαια η σύλληψη των ποιημάτων της συλλογής με θέμα την ορμή, αναδύουν μια μελετημένη και αρκετά εκλεπτυσμένη αποτύπωση των γενετήσιων αναγκών μας χωρίς να εκχυδαΐσουν ουδόλως το περιεχόμενό τους.
Κάποτε βέβαια, ο ερωτισμός λειτουργεί ως θυμικό προπέτασμα για να θίξει ζητήματα άλλου είδους «η/ ενοχή/ προπορεύεται./ Στάλθηκαν άνθρωποι/ να ζήσουνε/ σ’ ανάστροφη πορεία./ Στάλθηκαν άνθρωποι/ να κατακτήσουνε/ λευκούς/ τους εαυτούς τους./ Γιατί;/ Αφού καταγωγή/ συμαίνει θυμός./ Κι ενοχή προπορεύεται.» Εδώ το ρηματικό πρόσωπο αλλάζει, η αντικειμενικότητα του γ’ προσώπου τοποθετεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια θέση παρατηρητή έξω από το ερωτικό παιχνίδι που όμως όταν διεγείρεται, επανεμπλέκεται ενεργά στην αέναη επιθυμία «Εγώ,/ πού’ χα σκοπό/ να μείνω ασυγκίνητη,/ μέσα στις συγκινήσεις/ χάριν ορμής/ και σάρκας.»
Παράλληλα, και σε αντίστιξη με την γραφή της Βελέντζα που αφιερώνεται σ’ αυτό το «ζευγάρωμα» του λόγου με την ενδόμυχη επιθυμία, στράφηκε το ενδιαφέρον μου και σε μια άλλη ποιήτρια η οποία μόλις τώρα κάνει το ντεμπούτο της στα ελληνικά γράμματα από τις εκδόσεις Μανδραγόρα. Ο έρωτας, η έξαψη όμως και θεματικές πέρα από αυτές όπως ο παρατεταμένος εγκλεισμός, αποτελούν σημεία αναφοράς σε αυτό που η ίδια αποκαλεί ημερολόγιο καραντίνας τιτλοφορώντας το «Μέρι Πόπινς». Η ίδια η φύση ενός ημερολογίου άλλωστε καταπιάνεται με ευρείας θεματικής προβληματισμούς, ιδίως όταν η ποιήτρια για πρώτη φορά μας εισαγάγει στον ποιητικό της διάκοσμο.
Συγκεκριμένα θα σταθώ στο ποίημα «ο ένας κι ο άλλος», με ημερολογιακή καταγραφή «18 Μαίου 2020» όπου η ποιήτρια κατονομάζει «θύμα» και «θύτη» αντίστοιχα δυο υποκείμενα που εμπλέκονται σε ένα οριοθετημένο χρονικά ειδύλλιο. Με αντιστρόφως ανάλογη γραφή από την Βελέντζα, η Κολλάρου αποστασιποιείται από τον εκφραστικό λυρισμό και με δημοσιογραφική γλώσσα, σχεδόν αντιποιητική, μας εξιστορεί πως «… ένα κορίτσι/ ξεγελάστηκε από ένα αγόρι./ … Ήταν ένα αγόρι με χέρια από ξυράφι./ Ήταν ένα κορίτσι με σχισίματα στο πρόσωπο…» κρατώντας πολύτιμη μόνο τη μεταφορά του σάρκινου πόνου ως αναλογούν στοιχείο συντριβής ενός προτετελεσμένου έρωτα.
Παρακάτω και ξεφυλλίζοντας το ποιητικό ημερολόγιο «Μέρι Πόπινς» βρίσκω το ποίημα με τίτλο «Το Σώμα» και ημερολογιακή καταγραφή «18 Μαίου 2020». Η ποιήτρια εδώ με χρήση της προστακτικής έγκλισης μας παραινεί «Πρόσεχε/ Βγάλε το σώμα πριν μπεις σπίτι./ Μην ακουμπήσεις πουθενά./ Πέταξέ το στην καρέκλα./ Θα το τακτοποιήσω» Στη συνέχεια μας προτρέπει «Έλα όπως είσαι/ Με ό, τι υπάρχει κάτω απ’ το σώμα. Με τα κόκκαλα παραταγμένα ή ανακατεμένα./ Θα τα ενώσω από την αρχή./ Μόνο μην μπεις σπίτι με αυτό το σώμα./ Βγάλε το/ Θα σιδερώσω τις ραγάδες./ Θα ακονίσω τα δόντια./ Θα σου σκαλίσω τη μύτη…» Η ποιήτρια εύστοχα καταγράφει την καθημερινή φρικώδη καταδυνάστευση της σάρκας η οποία αλλοιώνει την ταυτότητά μας. Εκείνη όταν περιέλθει στη δύσκολη συνθήκη της αποσύνθεσης ίσως εξαιτίας των επίκαιρων ζοφερών γεγονότων, αφήνεται στα θεραπευτικά χέρια της ποιήτριας καθώς προσφέρεται να αναδιατάξει το εξωτερικό περίβλημα του σώματος συνδιαμορφώνοντας από την αρχή τον αλλότριο εαυτό.
Η ελλειπτική γραφή της Κολλάρου συναντάται και στο ποίημα «Συμβίωση (Πεινάω)» όπου η ποιήτρια απευθύνεται σε ένα «εσύ» καταγγέλλοντας τη σύγχρονη τετριμμένη συμβιωτική απόπειρα «…Γιατί είναι άδειο το ψυγείο;/ Για να μπαίνω μέσα/ να συντηρώ φρέσκα τα κλισέ./…Να μέναμε μαζί/ σε ένα ρομάντζο./ Πεινάω/ Πείνασες;/ Ποιος καθαρίζει το μπάνιο αυτή την εβδομάδα;/ Έχεις 20 λεπτά;/ Ας ρίξουμε ένα κέρμα./ Σειρά σου να πετάξεις τα σκουπίδια,/ τις γόπες./ Όπως θα γυρνάς/ μην γυρίσεις./ Μαζί σου πείνασα/ αλλά σε χόρτασα.» Στους παραπάνω στίχους η υποτιθέμενη «πείνα» δεν κοραίνεται από το επίπλαστο της φαινομενικής και καταναγκαστικής συντροφικότητας που επέβαλλε η εποχή της μετά- καραντίνας με ημερολογιακή καταγραφή του ποιήματος τις 14 Ιουλίου του 2020.
Δύο ετερόκλητες ποιητικές φωνές που διερευνούν με διαφορετικά υφολογικά εργαλεία τις οικείες θεματικές των ποιημάτων τους. Κοινή γλωσσική επιλογή το πρώτο ρηματικό πρόσωπο και η κοφτή και ελλειπτική μορφή, επιβεβαιώνει την εξομολόγηση και την κατάθεση συναισθημάτων με γλαφυρά αισθητικά σχόλια (σχήματα λόγου ικανά να κρατήσουν αμείωτο το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον) και από τις δυο ποιήτριες που αν και εκκινούν από διαφορετικές εκδοτικές αφετηρίες, συνομολογούν σε μια κοινή ατμόσφαιρα υπαρξιακής αγωνίας και επαναπροσδιορισμού του ερωτισμού σε μεταβατικές εποχές.
Ιδιαιτέρως η ημερολογιακή γραφή της Κολλάρου «απλώνεται» χρονικά σε ένα συγγραφικό συνεχές που περιλαμβάνει διάσπαρτα βιώματα και σκέψεις όπου προβληματίζεται έντονα και αναδεικνύει την ποιητική φωνή της με έναν λιτό λόγο. Από την άλλη η Ελένη Βελέντζα, με την «Εποχή ζευγαρώματος», στέκεται συγχρονικά σε ένα επίμονο «τώρα» όπου σε κάθε στροφή και στίχο καταφεύγει με ιδιαίτερη εγκαρδιότητα στο λυρικό στοιχείο της συναισθηματικής έξαρσης. Το βίωμα αποκτά άχρονα χαρακτηριστικά και μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από την εποχή του παρόντος ή εκείνη του παρελθόντος, ανάγοντάς το εξακολουθητικά σε ένα μελλοντικό συνεχές ακατάλυτης ορμής.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ελένη αξιοποιεί μια κάπως ερμητική νοηματική παράθεση βιωμάτων η οποία εναλλάσσει μαρτυρίες της ποιήτριας είτε μέσα από τον εαυτό της, είτε υποδυόμενη κάποιο άλλο ποιητικό υποκείμενο. Από την άλλη η Μαριλένα, περισσότερο περιγράφει γεγονότα και σκέψεις που μας οδηγούν πέρα από το παρόν της συγγραφής τους, δηλαδή την καραντίνα σε περιστάσεις αρκετά γνώριμες για όλους και όλες με ένα θεματικό ρεπερτόριο καθημερινότητας και διαπροσωπικής προβληματικής.
Καταληκτικά όσο ημερολογιακό ύφος διατρέχει τη μία συλλογή, άλλο τόσο ως τέτοιο χαρακτηρίζει και την άλλη καθώς συμπληρώνεται από διαφορετική ματιά η συγγραφική αναπαράσταση εμπειριών που διαμόρφωσαν συναισθήματα και ιδέες που στιγμάτισαν και τις δυο ποιήτριες. Αν υφίσταται γυναικεία γραφή, γυναικεία ποίηση ή έστω γυναικεία συγγραφική αποτύπωση στα ελληνικά γράμματα, αυτές οι δύο ποιητικές συλλογές κατ’ εμέ αποτελούν την πιο χαρακτηριστική εκπροσώπηση γυναικείας ποιητικής φωνής για την εκδοτική χρονιά που διανύουμε, πού ίσως αν διαβαστούν με διακειμενική διάθεση, θα φωτίσουν η κάθε μια για λογαριασμό της, μια κρυμμένη νοηματοδότηση.
Γράφουν εκείνες για να τις ξαναδιαβάσουμε εμείς.
Πηνελόπη Ζαρδούκα, φιλόλογος και ποιήτρια