Εικόνες | respect

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

 

σε όσους επιμένουν με αγάπη να καλλιεργούν τη γη

 

Πρώτα ήταν μια έκθεση. «Με τα χέρια στα κλήματα και τα μάτια στον ουρανό θα περάσει το καλοκαίρι», έγραφα. Το πρώτο καλοκαίρι της μεταπολίτευσης, όταν αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε τη δημοτική κι όχι την «απλή καθαρεύουσα». Η καθηγήτριά μου δεν είχε καταλάβει το περιεχόμενο της πρότασης, όσο κι αν της άρεσε η εικόνα κι ο τρόπος που η μία λέξη ακολουθούσε την άλλη. Το θέμα μας – αν δεν κάνω λάθος – ήταν για κάποιο ηλιοβασίλεμα, όμως το συναίσθημά μου είχε τρυπώσει στην περιγραφή. 

Γιατί ήταν άδικη η ζωή. Έτσι πίστευα. Την ώρα που ο ήλιος μαλάκωνε τη μέρα κι έλιωνε στη δόξα του, εμείς (τα κορίτσια της αγροτικής περιοχής, το καθένα στη δική του οικογένεια) σκυφτές στο αλώνι έπρεπε να απλώνουμε τα κοκκινόμαυρα σταφύλια βιαστικά και αγχωμένα – άντε-άντε γρήγορα, μη χαζεύεις, νυχτώσαμε. Αλλά και όταν τέλειωνε αυτή η δουλειά, εκείνη τη γλυκιά ώρα του ηλιοβασιλέματος, (μικροί μεγάλοι στον αγώνα), έπρεπε να τρίψουμε ή να σορώσουμε τον πολύτιμο καρπό. Αυτές τις δουλειές δεν τις κάναμε όσο είχε ζέστη αλλά ούτε και με τη δροσιά, γιατί τότε θα μαλακώνανε οι ξεραμένες ρώγες – σαν στραγάλια έπρεπε να ακούγονται – θα κολλάγανε τα μέλια τους, (κουλουμπάρια) και κανείς έμπορος δεν θα την αγόραζε τέτοια παραγωγή. Ακόμη και η Ένωση (Συνεταιρισμός) θα τη γύριζε πίσω – ξαναφκιάστη! θα λέγανε στον πατέρα που περίμενε τρέμοντας την ετυμηγορία της επιτροπής ή μπορεί να την παίρνανε για «ποιοτικό», σχεδόν τσάμπα δηλαδή και πώς θα περνούσε η οικογένεια το χρόνο αφού η σταφίδα ήταν το κύριο και σημαντικό εισόδημά της.

Με τέτοιες αγωνίες λοιπόν δεν υπήρχε χρόνος για ηλιοβασιλέματα.

Η φράση στην εφηβική μου έκθεση, αν και είχε τότε λειτουργήσει σαν υπαινιγμός για την υποψιασμένη καθηγήτριά μου, δεν ήταν αρκετή – μια φράση – για να δείξει όλα αυτά, κι άλλα πολλά όμως πλήθος που δε χωράν στην παράγραφο, αφού κι αργότερα, μεγάλη γυναίκα πια, οικονομικά ανεξάρτητη, με τη δική μου οικογένεια, τον Αύγουστο με τα μάτια στον ουρανό τον περνούσαμε ακόμη.

(Όποιος είπε ότι ο Αύγουστος είναι ο καλύτερος μήνας, να τον φέρω εδώ μαζί μου έναν Αύγουστο!, σκεφτόμουνα τότε).

Γιατί όταν ξεσπάγανε οι μπόρες – τότε που σκοτείνιαζε ο ουρανός και κρύωνε ο αέρας ξαφνικά – τρέχαμε όλοι σαν τρελοί με τα αμάξια και με τα πόδια μας και πιανότανε η ανάσα κι αντί να κάτσουμε στο σπίτι ή στην παραλιακή ταβερνούλα να ακούμε τις σταγόνες στα κεραμίδια ή να μυρίζουμε κείνη την υπέροχη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, που τόσους μήνες στεγνό ρουφάει τη βροχή, εμείς πανικόβλητοι τραβάγαμε τα πλαστικά πανιά να σκεπάσουμε τα αλώνια να μη βραχεί η σταφίδα. Και καθότανε η σκόνη του πλαστικού σαν χνούδι στο λαιμό – ούτε να ανασάνεις – όσο σφίγγαμε τα σκοινιά με τα γυμνά δάχτυλα που γδερνόντουσαν άγρια και μπήγαμε τα παλούκια στο μαλακωμένο χώμα και τα πόδια μας μέσα στις λάσπες.  

Γιατί η σταφίδα θέλει χέρια. Της οικογένειας. Αν πληρώσουμε εργάτες δεν θα μείνει τίποτα. Και βέβαια ο πατέρας ούτε κουβέντα να ξεριζώσει τα κλήματα. Ανένδοτος.  

Την Ευρώπη τη συμφέρει να μην παράγουμε τίποτα, επέμενε κουνώντας πάνω κάτω το καραφλό του κεφάλι. Θέλουν οι Ευρωπαίοι να τα εισάγουμε όλα. Για να μας κρατάνε στο χέρι. Εμείς όμως έχουμε ευθύνη για τη γη. Από μας περιμένει ο τόπος. Αλλιώς αγριεύει. Και τα παιδιά σας μπορούνε να πάνε μετά για μπάνιο. Πρέπει κι αυτά να σκληραγωγηθούν. Η ζωή δεν είναι περίπατος. Να μάθουνε στη δουλειά. Να αντέχουνε στις δυσκολίες.

Σ’ αυτή την κατάσταση – ολόκληρη η χώρα στην καλοπέραση – ήταν που μου είχε ζητήσει τότε να τον βοηθήσω να στείλει κείνη την επιστολή στην τοπική εφημερίδα. Να γράψεις και πόσο ομορφαίνει το τοπίο που αρέσει στους τουρίστες, μου τόνισε, επιμένοντας, αυτός και μερικοί άλλοι ρομαντικοί – ή κολλημένοι – στην καλλιέργειά της. Πρασινίζουν οι πλαγιές, σαλεύουν τα φύλλα τα δροσερά μέσα στην ξεραΐλα του καλοκαιριού. Πέρα ως πέρα το ωραίο σεντόνι με τα φουντωτά κλήματα.

Ωστόσο, στον νέο αιώνα, τα επιχειρήματα του πατέρα, ακόμη κι αν συγκίνησαν κάποιους, όπως τον παλιό μου συμμαθητή, δεν πρέπει να έπεισαν πολλούς, αφού η σταφίδα είχε τεράστιο κόπο και λίγο ή καθόλου κέρδος, σε αντίθεση με την ελιά, που φαινόταν πιο εύκολη και προσοδοφόρα – όπως υπολογίζανε – καλλιέργεια.  Υπερίσχυσε το – φαινομενικό – συμφέρον.  Ασημίζουνε τώρα οι πλαγιές. Όσο φτάνει το μάτι, γκριζωπό το χρώμα της ξηρασίας. Ελαιώνες παντού.

Κι εμείς (μικροί, μεγάλοι), δε βγαίνουμε πια στους ήλιους, ενώ για μπάνιο πηγαίνουμε όποια ώρα της ημέρας ή της νύχτας μας αρέσει.

Προστατευμένη τώρα καλά μέσα μέσα στο σκιερό σπίτι – πρώτα με κείνη τη δύσκολη εργασία για το Πανεπιστήμιο κι ύστερα κάθε φορά που μπαίνει το καινούριο στοίχημα (καληώρα) – προσωπικά (κι άλλοι φαντάζομαι σαν και μένα πολλοί) βρίσκομαι ξανά και πάλι μπροστά στην ίδια παλιά εικόνα. Όχι στη λύπη του ηλιοβασιλέματος για την αδικία της ζωής, αλλά σε κείνο το απέραντο, όπως μου φαινότανε, αλώνι.

Τρέχει ο ιδρώτας σταγόνες χοντρές. Τα μέλια στα δάχτυλα και τα πόδια γυμνά στο καυτό χώμα. Η μέση να κοπεί στα δυο. Ο ήλιος ανελέητος.

 Τα έβγαζα πέρα στο αλώνι χρόνια και χρόνια. Το ίδιο και οι άλλοι. Ο πατέρας, η μάνα, η γιαγιά, συγγενείς και γείτονες. Όλοι στις σταφίδες όσο φώτιζε ο ήλιος τον κόσμο – ένα-ένα τα σταφύλια με το μαχαίρι (ή το σουγιά) και μετά στον ώμο η κόφα,  να πονούν τα πόδια και να κόβονται – στρώναμε στη σειρά τα αλώνια πρώτη και δεύτερη φορά. Ολόκληρο τον Αύγουστο τρύγος. Και όταν έπεφτε η νύχτα, κάτω απ’ τα αστέρια – ή αν φύσαγε κι είχε ψύχρα, μέσα στο πλίθρινο σπιτάκι με τη λάμπα – ξετυλίγανε τις φοβερές ιστορίες. Για τα αβάφτιστα παιδιά, που γίνονται σμερδάκια αν πεθάνουν και δεν έχουν προλάβει ούτε να τα αεροβαφτίσουν – τριγυρίζουν εδώ απόξω και πειράζουνε τους ανθρώπους. Για τις νεράιδες που στήνουν τα μεσημέρια το τραπέζι τους κάτω από τις συκιές – πρέπει ο άνθρωπος να φυλάγεται, να μην περνάει απ’ τις συκιές το μεσημέρι γιατί μπορεί να πατήσει πάνω στα πιάτα τους και τότε θα τον τρυπήσουν με τα πιρούνια τους, όπως το έπαθε ο συχωρεμένος ο …

Φοβερές ιστορίες με ονοματεπώνυμα όπως και οι λέξεις μου τώρα, που μαζεύονται να περιγράψουν τον τρύγο, αλλά μόνο ζωές ζυμωμένες στο χώμα βρίσκουν. Γιατί οι δουλειές δεν είναι φολκλόρ ούτε ωραίες παλιές φωτογραφίες, είναι άνθρωποι που παλεύουν, πονάνε, γελάνε κι αγωνίζονται. Όσο για τις λέξεις, σαν τις ρώγες στριμώχνονται η μία δίπλα στην άλλη κάτω απ’ τον ανελέητο ήλιο που πρέπει να τις στεγνώσει. Να μείνει μόνο η ψίχα και το μέλι.

 

Ελένη Γ.