Είναι πάνω από χρόνος τώρα, από τότε που άρχισε. Γι’ αυτό και είπα, να το τελειώνω το παιχνίδι. Κυρίως επειδή κουράστηκα πια να κρύβομαι και να προσπαθώ πίσω από τις λέξεις, πίσω από τις εικόνες και με μεγάλη προσοχή μην τυχόν και ξύσουμε λίγο πιο πολύ την επιφάνεια. Μη φανεί η φλόγα στο βάθος που μπορεί να ανάψει τη φωτιά και να γκρεμίσει τους όρθιους ακόμα τοίχους. Σωρός τα ερείπια, πέτρες, χώματα και σκόνη. Γι’ αυτό και πήρα το τρένο – αυτό που ονομάζουν προαστιακό και περιτριγυρίζει γύρω –γύρω την πόλη.
Μπήκα στον κεντρικό του σταθμό, τον παλιότερο απ’ όλους, αυτόν που φτιάχτηκε όταν οι ντόπιοι ακόμη κυκλοφορούσαν στους δρόμους με εθνικές ενδυμασίες, βρήκα μια θέση στο παράθυρο κι ακούμπησα στο τζάμι.
Φανταζόμουνα το χέρι σου στο δικό μου. Τρεμάμενο χέρι, τρέμοντας κι εσύ ολόκληρος από την προσμονή. Τι σημασία είχε αν πίσω απ’ την τρεμούλα ήταν ορμόνες, εκκρίσεις δηλαδή της ανθρώπινης φυσιολογίας. Χωρίς να πιω ούτε μια γουλιά κρασί, μόνο που ακούμπησα το χέρι στο τζάμι για να σε σκεφτώ, όλα είχαν γίνει μαγικά κι υπέροχα. Θα με περίμενες. Το είχες υποσχεθεί. Στο σταθμό, εκεί θα ερχόσουν με το αμάξι. Σταματημένος με τα αλλάρμ. Έτσι είχαμε συμφωνήσει.
Περνούσαν τα κτίρια της πόλης όταν βγαίναμε απ’ τα τούνελ. Ζωγραφισμένα με κάτι φρικώδεις εικόνες της σκληρής εποχής μας. Σκηνές από ταινίες και ήρωες φανταστικούς, εφιάλτες, αγαπητοί στους ανθρώπους. Έτρεχε το τρένο και κάλυπτε την απόσταση. Με το ελεύθερο χέρι έπιασα το λεπτό μου πουκάμισο κι ένιωσα από κάτω τη δαντέλα του σουτιέν. Την καρδιά μου δεν μπορούσα να την ακούσω. Κι ας δούλευε δυνατά και γρήγορα. Ένα κάψιμο στο στήθος και μια φούντωση στο κεφάλι. Σε λίγο θα σε έβρισκα στο σταθμό.
Έπρεπε να τελειώνει το παιχνίδι. Να σε έβλεπα και να σου έδειχνα μόνο τα χέρια μου. Αυτά που είχα πια για να γράφω.
Άφησα το στήθος και το παράθυρο. Ήταν η ώρα. Σηκώθηκα απ’ το κάθισμα και προχώρησα προς την έξοδο. Κι άλλοι προχωρούσαν μαζί μου. Με αγγίζαν. Σπρώχναν την πλάτη μου. Τα πόδια τους μπερδευόντουσαν με τα δικά μου.
Πάτησα (μαζί με τους άλλους) στα γυαλιστερά δάπεδα – μάρμαρα (ή πλακάκια που μοιάζαν με μάρμαρα) – και βγήκα ακουμπώντας τον αλγόριθμο στην οθόνη. Μια μικρή, τοσηδούλα οθόνη με γραμμούλες πράσινες. Τώρα η καρδιά μου κόντευε να φτάσει στο στόμα. Δεν μπορούσα να την πιάσω στη χούφτα μου, οι χτύποι της όμως δυνατοί ως τις φτέρνες. Τακ-τακ-τακ-τουκ!
Στάθηκα. Θα ήσουν απέξω. Τα είχαμε συμφωνήσει. Λογικά θα περίμενες με ένα τσιγάρο στο χέρι. Θα είχες τα πόδια σου σταυρωμένα, θα ακουμπούσες στο καπώ και θα με περίμενες.
Στην επιστροφή δε μπορούσα να βάλω το χέρι μου στο τζάμι. Έτρεμε. Το ίδιο και το στήθος. Ολόκληρο το κεφάλι μου ήταν χωμένο στο τούνελ. Σκοτεινιασμένο και θολό τοπίο. Δεν είδα τα δέντρα με τα στριμμένα φύλλα τους, τα διψασμένα, φρυγμένα από τη ζέστη και τον αέρα το στεγνό. Ούτε τη θάλασσα μύρισα καθόλου, που απλωνόταν, αιώνες τώρα, πέρα ως πέρα, μακριά, απέραντα καθησυχαστική – κανένας αποκλεισμός όσο κυματίζει η θάλασσα.
Δεν θυμάμαι αν ανέβηκα τις κυλιόμενες σκάλες, αν πέρασα την εξωτερική πύλη και αν βγήκα έξω από το σταθμό, όπως είχαμε συμφωνήσει, στο δρόμο με τα αυτοκίνητα.
Κρατάω τα χέρια μου πάνω στο πληκτρολόγιο. Τα δάχτυλα διστακτικά σχηματίζουν τις λέξεις. Σβήνουν και γράφουν. Το νόημα χάνεται, φεύγει, κρύβεται σε λαγούμια και κρύπτες.
Γιατί δε σε είδα στο δρόμο; Γιατί το τσιγάρο σου δεν κάπνιζε τον αέρα; Δεν ανέβαινε ο λεπτός καπνός στον ουρανό; Γιατί το γκρίζο σου αμάξι δεν υπήρχε στο στενό μας;
Ελένη Γ.