αφιερωμένο,
με αγάπη
Τους βλέπω εκεί που κάθομαι, δίπλα στο παράθυρο, κάτω από τις κουρτίνες – γυαλίζει ο πίνακας αλλά δε με νοιάζει, άλλο τι νομίζουν αυτοί – καρικατούρες! Τα μαλλιά τους αραιά ή κομμένα κοντά κι ολόκληρο το λουκ, αρχαιολογία! Πώς να εμπνεύσουν! Δεν είμαι κανένα φυτό σαν μερικούς εκεί μέσα που εκστασιάζονται με τα ποιήματα και τις εξισώσεις. Δεν με ενδιαφέρουν ρε φίλε! Πώς να το πω αλλιώς!
Σήμερα έμεινα σπίτι. Είπα κάτι στη μάνα μου για τη μέση – με πονάει, αυτοάνοσο ακούω να λένε, δεν ξέρω, ούτε που θέλω να το σκέφτομαι καθόλου πια – αλλά δεν πολυασχολήθηκε, όλο για το μαγαζί τρέχει τελευταία μπας και καταφέρει να μην το κλείσει.
Στην πραγματικότητα όλο το πρωί έβλεπα ΤΗ! ΣΕΙΡΑ.
Χάθηκε γαμώ το, να μας δείχνουν σειρές στο σχολείο; Ώρα δε θα χάναμε. Ούτε κοπάνες ούτε τίποτα! Να συζητάμε πώς ήρθε εκείνο το μανούλι κι έγινε το κονέ και πώς ο άλλος σούρφωσε το σκουλαρίκι ή πώς σκέφτηκε να την οργανώσει τη ζημιά ή κι κείνα τα τρομερά θέματα με τις μαύρες τρύπες του διαστήματος και τα άλλα μυστήρια. Να μας κόβεται η ανάσα.
Ναι, εντάξει πρέπει να σκεφτώ το μέλλον μου, να μη ντροπιάσω τους γονείς μου, να γίνω χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία και όλες αυτές τις υποχρεώσεις. Αλλά ρε φίλε, έλεος πια. Δε γουστάρω τίποτα! Τι-πο-τα! Θέλω να βουλιάξω! Να χωθώ μέσα στις σειρές και να γίνω ένα μαζί τους. Να ξεφύγω από τη μιζέρια και τη βαρεμάρα. Τι μ’ ενδιαφέρει αν η Αντιγόνη έθαψε ή δεν έθαψε το βλαμμένο, τον αδερφό της. Ή αν το συνημίτονο της υποτείνουσας ισούται με τούτο και με κείνο. Δε με νοιάζουν και οι αλγόριθμοι που κινούν τη νοημοσύνη μας. Χέστηκα ρε φίλε! Πάρε με από τα μούτρα! Μπορείς; Δείξε μου λοιπόν την ομορφιά του κόσμου που λες ότι υπάρχει! Γιατί εγώ δεν τη βλέπω πουθενά; Μόνο την υποψιάζομαι εκεί στις σειρές που με ναρκώνουν και βυθίζομαι.
Εντάξει, μου αρέσει να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που με εκτιμούν. Αλλά ποιος να με εκτιμήσει εμένα έτσι που είμαι; Άλλοι λάμπουν εκεί μέσα. Εγώ στη γωνιά μου, πίσω από τις κουρτίνες με τα παραπανίσια κιλά και το κεφάλι το αργόστροφο. Άδικη, άδικη η ζωή. Γαμώ το σόι μου και μένα κι όλους που με κάνανε όπως με κάνανε.
*
Τα μάτια θάλασσες να κολυμπήσεις και οι λέξεις κοτρώνες, ντουπ, βαράνε στην καρδιά.
Σοκάρομαι, αλλά, …μήπως κι εμένα δεν με περιμένει ο ντέντεκτιβ Μόνκ τα μεσημέρια! Και ο πατέρας δε βιαζότανε να προλάβει τα μεξικάνικα (έφευγε νωρίτερα απ’ το χωράφι, άρον –άρον)! Και βέβαια τι κουραστική μέρα η Πέμπτη για τους ιδιοκτήτες τηλεόρασης, τότε που μαζευόταν η γειτονιά να παρακολουθήσει το Λούνα Πάρκ! Λαϊκοί ήρωες ο μπάμπρα- Γιώργης με την Ουρανία κι εκείνη την καημένη τη Ρένα Παγκράτη που αυτοκτόνησε αργότερα.
Τώρα δε χρειάζεται να περιμένουμε καν τη συγκεκριμένη ώρα. Τόσες «ον λάιν» σειρές ή κατεβασμένες στους σκληρούς δίσκους! Ώρες ατέλειωτες μπορούμε να παρακολουθούμε περιπέτειες, αστεία, ταλαιπωρίες, έρωτες, εγκλήματα, ό,τι μας αρέσει! Πλήθος επιστημονικά, κοινωνικά, οικονομικά, αισθηματικά κι άλλα πολλά εκλαϊκευμένα, κατανοητά και συναρπαστικά data!
Μόνο που κάποια στιγμή μπουχτίζει κανείς. Δεν είναι αυτή η ζωή. Να βγεις έξω, να περπατήσεις στον αέρα. Να αγγίξεις τον κόσμο που πάλλεται και νιώθει.
Κοιτάω τα μάτια – θάλασσες να κολυμπήσεις, ωκεανοί να διασχίσεις – δεν το ξέρει πώς ακτινοβολεί και λάμπει μέσα στην τραγική νεότητα! Εκείνη η ανάσα – βαθύ άγνωστο – που άλλους τους τρομάζει, άλλους τους παραλύει κι άλλους τους συνεπαίρνει παράφορα.
Ο αποσπασματικός κόσμος μας, ο χωρίς συνοχή και έρμα, πεδίον δόξης λαμπρόν της καινούριας «μιμήσεως». …, Δε Γκέιμ οφ Θρόουν,…, Κρίμιναλ Μάιντς,…, …, La Casa De Papel, ….(συνεχίστε…)
«δι ελέου και φόβου περαίνουσα, την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Ελένη Γ.