Εικόνες | κρυψώνες

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras



Την πρώτη φορά είδα ένα νεαρό να σκύβει στο φρεάτιο του δρόμου και να σηκώνει το καπάκι. Κακοφτιαγμένος, σκυλομούρης μου φάνηκε με σκοτεινό πρόσωπο και ρούχα σκούρα. Πολύ γρήγορα, με επιδεξιότητα μεγάλη όπως έδειχνε, κάτι πήρε από μέσα από την τρύπα, ένα μικρό σακουλάκι, κάτι τυλιγμένο. Δεν πρόλαβα να κοιτάξω καλύτερα, να καταλάβω τι ήταν, πώς ήταν, φοβήθηκα κιόλας – να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ, τη δουλειά σου. Πλησιάζανε τότε οι Ολυμπιακοί αγώνες, όλη η χώρα ζούσε τον αναβρασμό – εργολαβίες, λεφτά, πολλά λεφτά, μεγάλα γήπεδα, αθλητικές εγκαταστάσεις ολυμπιακών προδιαγραφών.

Αργότερα – είχε έρθει η Κρίση όλοι μετράγαμε πληγές και απώλειες – χειμώνας ήτανε, γλυκιά βραδιά, περπατούσα στο δρόμο παρέα με το μεγαλόσωμο σκύλο μας (τη δουλειά μου, μόνο τη δουλειά μου), όταν  δίπλα στον μεγάλο πράσινο κάδο, σε θέση σταθερή, ο δρόμος ήσυχος, ούτε λεωφορεία, ούτε τρόλευ, ούτε μεγάλα οχήματα, άνθρωποι μόνο, μικρά γιώτα χι και σκύλοι, την ώρα που οι σκύλοι βολτάρανε με τα αφεντικά τους, είδα τον νεαρό. Ένας σβέλτος καλοφτιαγμένος άντρας, δεν πρόσεξα το σουλούπι του, τώρα μπορώ να λέω ό,τι θέλω, όμως δεν τον πρόσεξα, δεν ξέρω ποια ήτανε η ηλικία του, το ύφος του, η κοψιά του, αν στα μάτια του είχε φόβο ή λαχτάρα ή αν έμοιαζε αδίστακτος. Όμως άνοιξε γρήγορα τον κάδο, μια μικρή σακούλα κρατούσε, αυτό το θυμάμαι, αλλά δεν έδωσα σημασία, μόνο σκέφτηκα, να ο άντρας που πετάει τα σκουπίδια, καλός άντρας. Πολύ σβέλτα με μεγάλη ταχύτητα έσκυψε, θα ψάχνει στον κάδο να βρει κάτι να φάει, συνηθισμένο πια το φαινόμενο, καθημερινό και για ανθρώπους που φαίνονται καλοβαλμένοι – όμως μέσα από τον κάδο πήρε πολύ βιαστικά και με σίγουρες κινήσεις ένα σακ βουαγιάζ, μαύρο. Κοίτα τι υπήρχε στον κάδο, πήγα να απορήσω, αλλά μετά σταμάτησε η αναπνοή μου.

Λεφτά ή κλοπιμαία ή ναρκωτικά!

Απομακρύνθηκε βιαστικός και με μεγάλα βήματα, δεν ήταν πολύ ψηλός, δεν ήταν ξένος αλλά δικός μας και νέος.

Ένας μεγάλος σάκος όχι καλά γεμάτος αφημένος στον κάδο των σκουπιδιών.

Τι να κάνω; Μέχρι να το πάρω είδηση αυτός απομακρύνθηκε και πού να μπλέξεις.

Κοίτα τη δουλειά σου. Τη δουλειά σου.

Σήμερα πάλι – δεν ήταν ούτε οχτώ η ώρα το πρωί, με το αυτοκίνητο ήμουνα, στη δουλειά μου πήγαινα και δεν είχα χρόνο για χάζεμα. Όμως εκείνη, ένα νέο όμορφο κορίτσι, καθισμένο στην άκρη στο παρτέρι, σκυμμένο το κορμί της πάνω στα φυτά και τα δάχτυλά της στο χώμα να σκάβουν όπως οι σκύλοι για κόκαλο και άλλα ζώα για την τροφή τους. Φορούσε πολύχρωμο παντελόνι, κρίκο στη μύτη και ήτανε αδύνατη. Ένα μικρό κούτσικο, μια σταλίτσα χρυσόχαρτο ούτε τσίχλα τόσο μικρή, σαν αυτή που τα μικρά παιδάκια ξεδιπλώνουνε μαγεμένα στα τρυφερά τους χεράκια.

 

Ελένη Γ.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία