Κάθισε μόνη της στο ακριανό τραπεζάκι. Φορούσε παντελόνι, μπότες και ένα μπουφάν λαδί που από μέσα είχε μια συνθετική γούνα σε έντονο ροζ χρώμα. Κόκκινα σκούρα νύχια, πολλές ρυτίδες και γελαστό πρόσωπο.
Παράγγειλε; Δεν πρόσεξα. Πάντως το γκαρσόνι της έφερε ένα μεγάλο νεροπότηρο ξέχειλο ως απάνω με κόκκινο κρασί. Έφερε και ποικιλία, αλλά δεν μου έκανε εντύπωση. Μόνο το νεροπότηρο.
Πέντε τραπεζάκια στριμωγμένα στο πεζοδρόμιο. Λέξεις Ελληνικές, Γερμανικές και Αυστριακές στο λαμπρό φθινόπωρο. Ο ήλιος δε ζέσταινε μόνο τον κόσμο ενοχλούσε τα μάτια και ζάλιζε το κεφάλι.
Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα, πέρασε με το αμαξάκι της – γερμανικές πινακίδες – και ήρθε πάλι στο ίδιο ακριανό τραπεζάκι. Πρόσεξα τώρα και την ποικιλία και τη σακουλίτσα όπου έβαλε τους μεζέδες μόλις – πολύ γρήγορα – ήπιε το κόκκινο νεροπότηρο.
Έρχεται να πιει και όχι να φάει. Ίσως έχει γάτες και παίρνει τα περισσεύματα. Μπορεί όμως να είναι και καμουφλάζ.
Το βράδυ άκουσα να μιλάνε γι αυτήν οι άντρες.
Λέγανε ότι ήτανε θύμα. Ότι της είχανε φάει χρήματα και στην πατρίδα της κι εδώ. Ότι ο άντρας της ήτανε φυλακή μπλεγμένος με ναρκωτικά. Λέγανε κι άλλα απαξιωτικά και κάνανε μορφασμούς αποδοκιμασίας. Η γυναίκα είχε αγοράσει ένα μικρό σπίτι και ένα κτήμα με λίγες ελιές στην περιοχή. Προφανώς της άρεσε ο τόπος και πιθανόν οι εραστές.
Πήγα ένα βράδυ και βρώμαγε κρασί, έλεγε ένας πρόθυμος πληροφοριοδότης. Είχε μάθει ότι θα πάω και αγχώθηκε, όπως φαίνεται, εξηγούσε.
Ελένη Γ.
Share this Post