Ήταν άνεργος χρόνια. Δεν έψαχνε και πολύ, λίγο τεμπελάκος, βολευότανε. Στο τέλος είχε γίνει ο νοσοκόμος της υπερήλικης μάνας του, που του έλεγε – όχι χωρίς ενοχές: «Εσύ, δουλειά θα βρεις, όταν πεθάνω»!
Εκείνο το μεσημέρι μετά το φαγητό, της είχε δώσει τα χάπια της και την είχε αφήσει να κοιμηθεί. Χαλάρωνε ύστερα στο καθιστικό. Πίσω του τα πεύκα μπροστά του η θέα της θάλασσας.
Όταν άρχισε ο αέρας, σηκώθηκε από την πολυθρόνα και, παίρνοντας μαζί τον καφέ του, έκανε μια βόλτα να ελέγξει αν είναι καμιά τέντα λασκαρισμένη, μήπως καμιά πόρτα ή παράθυρο είναι ανοιχτά και σπάσουν τα τζάμια.
Τις φλόγες δεν τις είδε από την αρχή. Μια αίσθηση στον αέρα όμως τον αναστάτωσε και μπήκε αλαφιασμένος στο δωμάτιο της μάνας του να δει αν είναι καλά, μην την είχε πιάσει καμιά απ’ τις τακτικές της δύσπνοιες.
–Τι αέρας! άκουσε τη γυναίκα του απ’ την κουζίνα και την είδε που βγήκε στο μπροστινό μπαλκόνι ανήσυχη.
Η μάνα του είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της και ετοιμαζότανε να βγει κι αυτή στη βεράντα. Τη δυσκόλευε όμως το πόδι της που την πονούσε ψηλά στο ισχίο. Λόγω ηλικίας, ο γιατρός δεν αναλάμβανε να την εγχειρήσει και η μόνη της παρηγοριά ήταν πια τα παυσίπονα. Ένα τέτοιο πήγε να της δώσει και τώρα ο γιος της με λίγο δροσερό νερό που έφερε από την κουζίνα, όταν την είδε τη φλόγα από το παράθυρο το βορινό να τρέχει.
Τρέξτε! πρόλαβε να φωνάξει. Τρέξτε!
Την πήρε τη μάνα του έτσι όπως ήτανε με το νυχτικό και με τις παντόφλες και βαστάζοντάς την – πού παράτησε το ποτήρι, αν έσπασε πέφτοντας, τι έγινε με το χάπι, αν πρόλαβε να το καταπιεί η ηλικιωμένη, δεν κατάλαβε.
Στο αμάξι! Στο αμάξι! φώναζε σαν τρελός και τραβούσε την μάνα του να τη βάλει μέσα, να την βολέψει που δεν μπορούσε να περπατήσει μόνη της, να ησυχάσει πρώτα απ’ αυτήν.
Το αμάξι ανοιχτό – μέσα στον κήπο τους, μέρα δεν το κλειδώνανε ποτέ – μπήκανε και οι άλλοι, πώς ήρθαν τι φορούσαν, πώς τρέξανε δεν κατάλαβε. Έκατσε στη θέση του οδηγού και με ενστικτώδικη αντανακλαστική κίνηση πήγε να βάλει μπροστά στη μηχανή.
Τα κλειδιά!
–Τα κλειδιά, γαμώτο!
Από τότε που οδηγούσε κι ο μικρός, όλο κάπου τα παρατούσε. Ξεχυθήκανε και οι τρεις να ψάξουν στα πιθανά μέρη, ο καθένας σε άλλο σημείο να προλάβουν να τα βρούνε, να φύγουν με το αμάξι γρήγορα να ξεφύγουν απ’ τη φωτιά που ερχότανε καταπίνοντας τα χιλιόμετρα του δάσους με ταχύτητα ασύλληπτη.
Άκουσε τις φωνές του γιου του πρώτα και μετά είδε τη γυναίκα του να πιάνει το κεφάλι της. Γρήγορα! Στη θάλασσα! η γυναίκα του φώναζε και ο γιος του έτρεχε. Εκείνος δίστασε, λίγο, αμφιταλαντεύτηκε να τρέξει στη θάλασσα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι ή να πάει κατά το αμάξι όπου είχε φουντώσει και καιγότανε λαμπάδα με τη μάνα του στην πίσω θέση, δεμένη με τη ζώνη, ασφαλισμένη και ανυπεράσπιστη σ’ αυτό που συνέβαινε.
Αργότερα, μπρούμυτα στο νοσοκομείο – η πλάτη του σκαμμένη ολόκληρη από τη φλόγα που δούλευε και πονούσε φριχτά, χωρίς μορφίνη δε μπορούσε να τον παλέψει τον πόνο – έφερνε ξανά και ξανά μπροστά του την εικόνα. Την είχανε αφήσει να καεί και τρέξανε να γλιτώσουν – με ένα μικρό μόνο δισταγμό εκείνος γι αυτό και τα μεγάλα εγκαύματα. Δεν την άκουσαν να φωνάζει, δεν κατάλαβαν αν πέθανε από συγκοπή μόλις είδε τις φλόγες να αρπάζουν το αμάξι ή αν άκουσε το δέρμα της να τσιτσιρίζει στη φλόγα κι αν μύρισε τη σάρκα της που καιγόταν.
*
Την ίδια ώρα – υπόκρουση σ’ εφιάλτη – η φωνή από κάπου ψηλά στον τοίχο, όπου ήταν η ανοιχτή τηλεόραση κρεμασμένη, ανακοίνωνε τα κυβερνητικά μέτρα ανακούφισης των πληγέντων. Εκείνος, επειδή είχε χάσει στενή συγγενή του, δικαιούτο μια θέση εργασίας στο δημόσιο, έλεγε η φωνή.
Ελένη Γ.