Πριν το καλοκαίρι η Χάνα ή κάπως έτσι – δεν καταλαβαίνω καλά τον ήχο από το όνομά της – με σταμάτησε στις σκάλες. Την έχω γειτόνισσα. Δεν είναι από δω, μιλάει όμως πια τη γλώσσα αρκετά. Λατρεύει τη θάλασσα και κάθε μέρα – όταν δεν έχει μεροκάματο – πηγαίνει για μπάνιο. Ακόμη και τον χειμώνα.
Με κράτησε στην είσοδο αγχωμένη.
Δεν είμαι πλούσια, άρχισε να λέει. Δεν έχω να φάω καμιά φορά, όμως εκείνοι δεν έχουν ούτε μέρος να μείνουν! Πεινάνε! Να τον δεις πώς έτρωγε το ψωμί! Ένα κομμάτι τοόσο ψωμί του πήγα και μέχρι να γυρίσω από τη Λαϊκή – σκέφτηκα να του πάω και κανένα πορτοκάλι – το είχε φάει όλο! Σκέτο ψωμί! Πεινάει ο άνθρωπος!
Μουρμούρισα δικαιολογίες. Ντρέπομαι. Θα το θέλει το φαγητό μου; Θα του αρέσει; Κι ύστερα πώς να πάω να του αφήσω φαγητό; Σα να ρίχνω κόκαλο σε σκύλο μου φαίνεται, ήθελα να πω αλλά αυτό το τελευταίο δεν το είπα, σαν αίσθηση μέσα μου η μεγάλη ντροπή για τον άνθρωπο και τα έργα μας.
Μα τι λες τώρα! Του πήγα ένα πλαστικό τάπερ, ένα μπουκάλι νερό, να το πλένεις του λέω, δε μπορώ κάθε φορά να σου δίνω κι άλλο σάνιτας. Σήμερα πήγα δυο φορές, ζέστανα το φαγητό – μοσχάρι είχα, μου το δώσανε και μένα, δεν τρώνε χοιρινό – και το πήγα, αλλά έλειπε. Και χτες έλειπε. Κάπου πάει τα βράδια.
Ο άνθρωπος θέλει να ορίζει τον εαυτό του, ακόμη και μέσα στην ένδεια, λένε οι ειδικοί. Όλοι προτιμούνε τον δρόμο από τις δομές και τους ξενώνες.
Αν δεν τα καταφέρω να φύγω θα αυτοκτονήσω, δήλωνε κάποιος, που συχνάζει στην Ομόνοια. Οι δικοί του στην πατρίδα, όπως έλεγε στη συνέντευξη, νομίζουν ότι έχει τακτοποιηθεί και δουλεύει καλά. Τι να τους πει; Ότι μένει έξω; Ότι πηγαίνει με γέρους για ένα κανονικό μπάνιο με ζεστό νερό;
Μερικές μέρες έπαψα να τους βλέπω στο πεζοδρόμιο. Κι εκείνον που φρόντιζε η Χάνα – ή κάπως έτσι – και τους άλλους που πίνανε όλη μέρα και κοιμόντουσαν τέσσερις -πέντε στη σειρά. Είδα το νεαρό υπάλληλο του Δήμου με τη μάνικα να ρίχνει νερό που έβγαινε από το μηχάνημα. Με πίεση. Άφριζε το απολυμαντικό και άσπριζε για λίγο εκεί που πριν ήτανε τα βρώμικα στρώματα. Αργότερα ασπρίσανε κιόλας με κάτι που μου έμοιαζε με ασβέστη. Όπως στα νησιά και τα χωριά της χώρας μας.
Ελένη Γ.
Share this Post