Της πόλης
17-6-18
Σου ξαναγράφω. Δεν μου απάντησες, ίσως περιμένεις να σου στείλω την καινούρια εικόνα μου.
Έρχεται κι αυτή απ’ την ίδια εποχή με την προηγούμενη, τη βλέπω όμως και κάθε μέρα σχεδόν στην πόλη αν και όχι πάντα στο ίδιο μέρος. Σα να μετακινείται στον χώρο και στον χρόνο. Μου φέρνει στο νου εκείνους τους φοβερούς πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, που είχα την τύχη να δω κάποτε και ζωντανά στο Πράδο της Μαδρίτης. Η κόλαση του φημισμένου ζωγράφου, όπως κι εκείνη που έβλεπα ζωγραφισμένη στα εκκλησάκια του χωριού μου, ήταν εφιαλτική. Φιγούρες γυμνές ή ημίγυμνες, σερνόντουσαν στο χώμα ή δοκιμάζανε να κουνήσουνε τα βάρη απ’ το κορμί τους. Όλα τα πρόσωπα – μορφές, βασανισμένα από πόνο και τρόμο ασύλληπτο, με στόματα ανοιχτά και μάτια πεταγμένα από τις κόγχες τους. Τα χρώματα σκούρα πολύ, σκοτεινιάζανε τα διαμελισμένα σώματα περισσότερο και όλη η σύνθεση με έκανε να θέλω να μην κοιτάω άλλο, όμως μια παράξενη ορμή με έσπρωχνε να εξερευνήσω περισσότερο τη ζωγραφιά.
Ήμουνα μικρή στο χωριό μου και τρόμαζα δυνατά, αλλά εκείνος ο τρόμος δεν ήτανε τίποτα μπροστά σε τούτη τη δυσφορία που με παρέλυσε δέκα η ώρα το πρωί στο δρόμο κοντά στην πλατεία. Μια μεγαλόπρεπη εσοχή κάτω από ένα επιβλητικό κτήριο, σαν αυλή πλακοστρωμένη, ένας ευρύχωρος στεγασμένος χώρος γεμάτος ξαπλωμένους ανθρώπους. Τα ρούχα τους μου φανήκανε σκούρα. Τίποτα δε φώτιζε τη σύναξή τους. Τίποτα. Ξαπλωμένοι, διπλωμένοι, καθιστοί σε στάση αναμονής. Στο χέρι, στο πόδι, στην πλάτη. Πρόλαβα και το είδα, ημίγυμνη η πλάτη, ο καθισμένος στο καρότσι το αναπηρικό – είχε πόδια; δε θυμάμαι – και η σύριγγα γυμνή σηκωμένη λίγο πιο πάνω από την ωμοπλάτη. Όχι στον ώμο, ίσως αυτός να ήταν κιόλας σακατεμένος – ή μήπως δεν είχε επιφάνεια, κόκαλα και πέτσα;
Δεν κοιτούσαν τον δρόμο, δεν τους ένοιαζε ο κόσμος που περνούσε, αλλά και οι περαστικοί δεν κοιτούσαν, δεν κάνανε σχόλια, δε δίνανε σημασία. Πέρασα κι εγώ κρατώντας την αναπνοή μου, αλλά λίγο πιο πάνω στο στενό μέρος του πεζοδρομίου, ένα σιδερένιο εμπόδιο – να μην παρκάρουν μηχανάκια μπροστά στον κάδο των σκουπιδιών – μια κοπελίτσα όμορφη και λεπτοκαμωμένη, κάτι ροζ φορούσε, ίσως παντελόνι, ίσως φουλάρι, δε θυμάμαι ακριβώς, το χρώμα της μου χτύπησε στο μάτι έτσι όπως ήτανε πεσμένη στο δρόμο κι ύστερα, έπεσα πάνω στον κάδο.
Τη σκούντησα. Το πόδι μου – φορούσα το ακριβό μου παντελόνι – σε κάτι μαλακό. Μια ανθρώπινη νεαρή σάρκα.
Έβγαλα το τηλέφωνο από τη θήκη της τσάντας. Ελάτε. Μια κοπελίτσα μπορεί και να πέθανε, τόλμησα να τηλεφωνήσω.
Δεν αργήσανε. Το αστυνομικό τμήμα με τους νεαρούς αστυνομικούς είναι κοντά, όλοι νεαροί, η δυσμενέστερη μετάθεση νομίζω για αστυνομικό, ακόμη και η παραμεθόριος μπορεί να είναι καλύτερα.
Αυτοί ειδοποίησαν ασθενοφόρο και τη σηκώσανε. Οι άλλοι πιο κάτω είδανε τα όργανα αλλά δεν κουνήσανε. Έτσι κι αλλιώς δεν είχανε πού να τους βάλουν, τι να τους κάνουν. Άρρωστοι άνθρωποι οι χρήστες. Και οι έμποροι; Αυτοί;
Ελένη Γ.
Share this Post