ΕΙΚΟΝΕΣ | «θυμός»

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

Της πόλης

7-6-18

Αρχίζω σήμερα να σου γράφω. Είναι κι αυτός ένας τρόπος. Πάντα υπάρχουν, βλέπεις, τρόποι. Μόνο που χρειάζεται να τους σκεφτούμε.

Δε θα σου πω πού μένω τώρα. Θα ήταν εύκολο αν άρχιζα να αραδιάζω ονόματα, δρόμους, λεωφόρους και μεγάλα κτίρια εμβληματικά. Θα μπορούσες να χτυπήσεις στις μηχανές αναζήτησης, να δεις ακόμη και την πρόσοψη της πολυκατοικίας για την οποία σου μιλώ. Σε μια χρονική στιγμή θα έπιανες ακόμη κι εκείνη τη γιαγιά με την άνοια που στέκεται ολημερίς στο παράθυρό της σκυμμένη έξω.

Θα σε αφήσω να καταλάβεις τον χώρο απ’ τις εικόνες μου, αν και δεν είναι όλες σημερινές.

Η πρώτη έρχεται από το ’90, τότε που αρχίσαμε να σκοντάφτουμε στους ανθρώπους. Δε γινότανε να μην πέσουμε απάνω τους, αφού ξαπλώνανε στα σκαλιά των πολυκατοικιών και στους δρόμους καταμεσής.

Κανονικά – έτσι με οδηγούσε η συνήθεια, μεγαλωμένη μαζί μου – έπρεπε να σκύψω πάνω απ’ τον συνάνθρωπο. Αυτόν που έπεσε στο δρόμο, να δω αν ζει αν πέθανε, αν χρειάζεται γιατρό, να βοηθήσω δηλαδή κάπως. Ο φόβος όμως σαν όρθια λαμαρίνα κρύα και εχθρική, πάγωνε το κορμί μου. Μια χορδή παλλότανε και μου σκοτείνιαζε το μυαλό, απλωνότανε στο πρόσωπό μου και σε ανύποπτο  χρόνο μου έφερνε δάκρυα. Ο πεσμένος άνθρωπος αβοήθητος κι εγώ δεν έκανα τίποτα! θρηνούσα την αθωότητα που χάθηκε. Μη σκας!, μου είπε κάποιος, όταν δοκίμασα να μοιραστώ την ενοχή μου. Αυτός, ταξιδεύει τώρα σε πελάγη μαγικά! Επιλογή του να μαστουρώνει. Έτσι κι αλλιώς εμείς δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Επιχείρησα να αντλήσω πληροφορίες τότε και διάβασα μερικά πράγματα για το φαινόμενο. Όμως στην πραγματικότητα έκανα ότι διάβαζα – είχα τις δουλειές μου, την οικογένειά μου να τη φροντίζω να είναι καλά, ας φρόντιζαν γι αυτούς οι δικοί τους. Είδα και μια ταινία. Μια μαστούρα με ηρωίνη είναι όσο εφτά οργασμοί μαζί, έλεγε ο πρωταγωνιστής.

Θύμωσα. Ακόμη εγώ πάλευα με τους δικούς μου οργασμούς, ας είχα έναν κι ας έλειπαν οι εφτά. Μπορεί, αν βίωνα κι εγώ εφτά οργασμούς μαζί να μη με ένοιαζε να κυλιέμαι αναίσθητη στο πεζοδρόμιο ή ακόμα και στη μέση του δρόμου, σκεφτόμουνα θυμωμένη. Και όλο θύμωνα.

 

Ελένη Γ.  

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία