Πρόκειται για μια πολυτελή έκδοση με σκληρό εξώφυλλο κι εντυπωσιακή παλαιά γκραβούρα για την διακόσμηση του. Το περιεχόμενο του βιβλίου εξίσου παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Είναι λίγοι οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς που ασχολούνται στην θεματολογία τους με τη ζωή στις πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ. Η εξήγηση είναι πως είτε δεν γνωρίζουν αρκετά την εκεί πραγματικότητα, είτε απλώς δεν τους ενδιαφέρει σαν πηγή έμπνευσης. Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, που υπήρξε φοιτητής στην Ρουμανία επί καθεστώτος Τσαουσέσκου, δείχνει αρκετά ενημερωμένος για τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια, σε βαθμό που ξεπερνάει πολύ τις εντυπώσεις ενός προσωρινού κατοίκου, σπουδαστή. Οι σχέσεις που είχε με εκεί συναδέλφους, μα και ανθρώπων της πιάτσας του επιτρέπουν να αξιολογεί και να σχηματίζει μια πανοραμική εικόνα του συστήματος, και να αποδίδει σωστά τις διαφορετικές κοινωνικές τάσεις και διαθέσεις που επικρατούσαν.
Πρέπει να επισημάνουμε, πως παρά τα σταθερά γνωρίσματα του Υπαρκτού σε πολιτικό (ολοκληρωτισμός) και κοινωνικό τομέα (ελλείψεις σημαντικές και αδικαιολόγητες σε καταναλωτικά αγαθά), η καθημερινότητα από χώρα σε χώρα παρουσίαζε διαφοροποιήσεις. Σε κάποια καθεστώτα, τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά, με περισσότερες ελευθερίες των πολιτών. Κάποια από τα κράτη γλίτωσαν την κολεκτιβοποίηση της γης, είχαν ιδιωτική αγροτική οικονομία και δεν παρουσιάστηκε έντονο πρόβλημα επισιτισμού. Σε άλλα ήταν σημαντικός ο ρόλος της καθολικής εκκλησίας –βλέπε Πολωνία, και κάποια παρουσιάζανε καλύτερη εικόνα στα εμπορικά καταστήματα – ΛΔΓ, (που ήταν και η βιτρίνα του συστήματος), Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία. Την εποχή που στη Ρουμανία είχαν σοβαρό πρόβλημα επισιτισμού, με δελτία για τα βασικά προϊόντα, στη Βουλγαρία η μόνη έλλειψη σε τρόφιμα ήταν στις μπανάνες και στον Nescafé!!! Την δεκαετία του ’70 αγοράζανε στιγμιαίο καφέ από …τις ρουμανικές πόλεις στον Δούναβη. Ένα από τα πιο σκληρά καθεστώτα ήταν αυτό του Τσαουσέσκου, στη Ρουμανία. Επίσης εκεί, όπως και στην ΕΣΣΔ, υπήρχε και η μεγαλύτερη ανεπάρκεια προϊόντων επισιτισμού, πολυτελείας και υψηλής τεχνολογίας. Ο Τσαουσέσκου προσπαθούσε να διατηρεί ανεξάρτητη οικονομική κι εξωτερική πολιτική από την ΕΣΣΔ. Σε ένα πολύ καλό άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» από 20/12/2015, για τις σχέσεις της Ρουμανίας με τη Δύση και το ΔΝΤ, ο Τάσος Κωστόπουλος κάνει σε βάθος ανάλυση της οικονομικής κατάστασης εκεί, παρουσιάζοντας στοιχεία για το χρέος προς το ΔΝΤ που έπρεπε να ξεπληρωθεί με οδυνηρές περικοπές σε μιστούς παροχές και τροφοδοσία. Όλα αυτά ο Δ.Κ. τα έζησε άμεσα και τα παρουσιάζει με σκληρό ρεαλισμό στα αφηγήματά του. Όλα όσα περιγράφει, πράγματι υπήρξαν. Και μπορώ σαν γνώστης της σοσιαλιστικής πραγματικότητας να επιβεβαιώσω:
Ναι, το κράτος έπαιρνε τις περιουσίες των πρώην αριστοκρατών, πλουσίων γαιοκτημόνων, μεγαλοτσιφλικάδων, τα κτήματα της Εκκλησίας κ.λπ.
Ναι, γίνονταν απαλλοτριώσεις των εργοστάσιων και όλων των «μέσων παραγωγής». Αυτό άλλωστε είναι προγραμματική αρχή.
Ναι, υπήρξε αδικαιολόγητη σκληρότητα, προς τους ενεργούς «μη οπαδούς», προς τους αντιφρονούντες διανοούμενους, ανώτερους κι ανώτατους πρώην στρατιωτικούς, αστυνομικούς, τραπεζίτες, διπλωμάτες κ.λπ. Τους στέλνανε σε εξορίες, σε αναγκαστικά έργα –τύπου Γκουλάγκ, ενώ κάποιους τους εκτελούσαν.
Ναι, γίνονταν καταχρήσεις, μοιράζονταν στην κομματική ηγεσία και στους πιστούς οπαδούς πολυτελή διαμερίσματα, πόστα και μισθούς.
Ναι, ο κόσμος ήταν αγανακτισμένος με το καθεστώς και την ανέχεια, δεν μπορούσε όμως να μιλήσει ελεύθερα, να ασκήσει κριτική, να διατυπώσει την άποψή του χωρίς συνέπειες. Παρότι πρέπει να αναγνωρίσουμε πως και τότε και σήμερα υπήρχε ένας αριθμός ατόμων που υποστήριζαν σταθερά την τότε κατάσταση κι εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να νοσταλγούν το σύστημα, ο καθένας για δικούς του λόγους.
Όλα τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος, ο Δ.Κ. τα παρουσιάζει περίτεχνα. Ίσως λόγω της θεματολογίας, μα η υφή της γραφής του δεν μοιάζει με αυτή των υπολοίπων σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων. Θυμίζει περισσότερο ευρωπαίου συγγραφέα με την ίδια λεπτότητα και συγκράτηση. Αφήνει τα υπονοούμενα να οδηγήσουν τον αναγνώστη κι όχι η άμεση υποβολή. Γιατί κι αυτό πρέπει να ειπωθεί, πως παράλληλα με την φτώχεια και τις ελλείψεις σε όλες αυτές τις χώρες υπήρχε έντονη πνευματική ζωή, που προσπαθούσε να ξεφύγει από το αυστηρό δόγμα του Σοσιαλιστικού ρεαλισμού χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των παραβολών και των αλληγοριών για να εκφράσει όλα αυτά που τους βασάνιζαν. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας πέρα από τις κανονικές του σπουδές, μελέτησε και είναι γνώστης των μεγάλων δημιουργών, της σύγχρονης ρουμάνικης λογοτεχνίας. Βασικά ο «λυρικός ήρωας»-αφηγητής ξεφεύγει κατά πολύ από τα γνωστά πρότυπα του Κνίτη φοιτητή εξωτερικού και συγκεκριμένα του πρώην Ανατολικό μπλοκ. Μπορώ να καταθέσω προσωπικές μαρτυρίες για τους Κνίτες φοιτητές στη Βουλγαρία τη δεκαετία του ’70. Όταν τους ρωτούσαμε για την Ελλάδα, αναστέναζαν: «Αχ, καλή είναι η Ελλάδα, μα μόνο για τους τουρίστες. Ο λαός υποφέρει!» Η καθοδήγηση των πολιτικών προσφύγων λιγάκι τους φοβότανε. Δεν ήξερε τι κομματικά μέσα διαθέτουν και τι αναφορές θα κάνανε γι αυτούς, γυρίζοντας στην πατρίδα. (ο μόνος σύντροφος που έκανε αργότερα κομματική καριέρα στην Ελλάδα, ήταν ο πρόεδρος μας, που έφτασε στο πόστο του κλητήρα στον Οίκο του Κόμματος στον Περισσό!!!) Και …οι Κνίτες ξεσπαθώνανε. Πρώτα, με τα άριστα ελληνικά τους, στα οποία οι περισσότεροι της Καθοδήγησης υστερούσανε και δεν μπορούσαν να τους ανταγωνιστούν. Έτσι, στις μεικτές συνελεύσεις τα παιδιά της ΚΝΕ, παίρνανε τον λόγο και αρχίζανε με τα βαρέα μαρξιστικά να μας εξηγούνε την κατάσταση στον σοσιαλισμό!!! Λέγανε βέβαια αρλούμπες, που δεν είχαν καμία σχέση με την γνωστή καθημερινότητα. Προφανώς ο Δ.Κ. ξέφυγε από τον κανόνα. Δεν γνωρίζω αν ήταν «πρώτος στις σπουδές και πρώτος στον αγώνα», μα μάλλον, από τότε τολμούσε να ασκεί κριτική στους συντρόφους και στο καθεστώς. Είχε επαφές με περίεργους τύπους, μαυραγορίτες, πρώην αριστοκράτες, τυχοδιώκτες, αντιφρονούντες, μα και απλούς ανθρώπους του λαού. Δεν δίσταζε να συμμετάσχει σε σχεδόν παράνομες δραστηριότητες, αναλαμβάνοντας τα ρίσκα του. Είχε το θάρρος να γνωρίσει περίεργα άτομα, «κάθε καρυδιάς καρύδι». Αυτό του επέτρεψε να μάθει σε βάθος την πραγματική ζωή και να την αποδώσει ρεαλιστικά. Μας αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες με ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει έντονα χρώματα για να εντυπωσιάσει. Αρκεί που αποδίδει τα πράγματα με ρεαλισμό και οι ιστορίες βγαίνουν από μόνες τους
Κατά τη γνώμη μου το καλύτερο απ’ όλα τα διηγήματα στη συλλογή είναι το: «Φύλακας συνόρων», όχι μόνο επειδή αφορά τη ζωή δικού μας πολιτικού πρόσφυγα στην Ουγγαρία μα επειδή στα βιώματά του βλέπουμε συμπυκνωμένη την όλη τραγική ιστορία των αγώνων της Αριστεράς. Εξόριστος από την χώρα του, θα βρει καταφύγιο στις πρώην Ανατολικές χώρες. Εκεί θα τον χρησιμοποιήσουν σαν έμπιστο του καθεστώτος κομμουνιστή, στον άχαρο ρόλου του «τσοπανόσκυλου». Αργότερα, όταν πια δεν θα το τους είναι χρήσιμος, θα τον απολύσουν για να απαλλαγούν από τον ίδιο και τους ομοίους τους. Αναφέρει ο ήρωας του: «Εδώ πέρα που λες, δεν υπάρχει κομμουνισμός! Εδώ συμφωνία έχουν κάνει. Οι ντόπιοι να υποδύονται τους κομμουνιστές, και οι σοβιετικοί σύντροφοι να κάνουν πως τους πιστεύουν. Κι αυτός ο Κάνταρ που βάλανε απάνω, ένας προδότης είναι. Από την φυλακή τον βγάλανε και τον βάλανε επάνω, αμέ… Αυτός μας απόλυσε κάμποσα χρόνια αργότερα απ’ τον στρατό. Ούτε παράσημα ούτε τους επαίνους που είχαμε κερδίσει με το σπαθί μας αναγνώρισε αυτός. Και βρεθήκαμε στα Χαλυβουργία. Μας πήρε ο διάολος…»
Η εξήγηση που δίνει αν και απλοϊκή έχει σωστές βάσεις. Υπερεκτιμά μονάχα των ρόλο των σοβιετικών, που σε ανθρώπινο επίπεδο, δεν τους ένοιαζε πραγματικά για το σύστημα και τα ιδανικά. Τους ενδιέφερε μονάχα το προσωπικό τους βόλεμα. Αυτοί οι «υπεύθυνοι σύντροφοι», αποτελούσαν την αφρόκρεμα της κομφορμιστικής νομενκλατούρας που φυσικά αναπαρήγαγε το δικό της μοντέλο σε όλες τις χώρες όπου έκανε «εξαγωγή της επανάστασης».
Κάπου εδώ τελειώνει η παρουσίαση του Κόκκινου Κόμη. Όσο για τα συμπεράσματα θα τα βγάλει ο καθένας μόνος του. Σίγουρα η αποτυχία του Σοσιαλισμού δεν αποτελεί συγχωροχάρτι για κανέναν, ούτε δικαιολογία, πως: «Ευτυχώς που δεν νίκησε στην Ελλάδα η Αριστερά, γιατί κι εδώ τα ίδια θα κάνανε.» Πολύ πιθανόν τα ίδια, ίσως και χειρότερα, κι αυτό δεν έχει σχέση με την κοσμοθεωρία, μα με τα υλιστικά και κοινωνικά απωθημένα και την τυχοδιωκτική φύση κάποιων επαναστατών και των κομφορμιστών ακόλουθών τους. Οι μεγάλες κοινωνικές ανατροπές, πάντα απαιτούν την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Όπως στην αρχαία τραγωδία. Στην Ελλάδα, αμέσως μετά την Κατοχή η Αριστερά ήταν ο εκφραστής του αίσθημα δικαίου του λαού, ακριβώς όπως το 1989 με την πτώση του Υπαρκτού, οι πολέμιοι του συστήματος, εκφράζανε το λαϊκό αίσθημα δικαίου.
Στο ερώτημα: «Τι κάνουμε τώρα;» δεν μπορώ να απαντήσω. Σίγουρα δεν τελειώνει εδώ η Ιστορία και δεν σταματάνε οι αγώνες για τις κοινωνικές αλλαγές και διεκδικήσεις. Πάντως το βιβλίο του Κανελλόπουλου είναι γραμμένο για να προβληματίσει όσους είναι διατεθειμένοι να προβληματιστούν.
Χρήστος Χαρτοματσίδης
[Δημήτρης Κανελλόπουλος, Στα χρόνια του Κόκκινου Κόμη, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2022, σελ. 208]