Δήμος Χλωπτσιούδης * Παραχάραξη

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 


ΕΥΚΟΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

στον Γιώργο Μπλάνα

σαν τα παιδιά αναζητώ κι εγώ μιαν ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και τον εφιάλτη.
κυνηγός, κι ορισμένες φορές συλλέκτης, ιδεών κατασκευάζω περάσματα για να διασχίσω τους διψασμένους χειμάρρους της γλώσσας, να κόψω χρυσάνθεμα νεογέννητα πριν ωριμάσουν στη λάσπη χαλασμένων εποχών.

ζούμε το νέο αφήγημα σε επανάληψη.
αναζητούμε χρόνο.
ανακατεύουμε τον καφέ στο μπρίκι,
εγκλωβισμένοι σε ένα ολόγραμμα
τραγωδίας γεμάτο κλειστοφοβικούς χαρακτήρες.

α’
ερχόμαστε απροετοίμαστοι για το χάραγμα π’ αφήνει ο χρόνος στα μάγουλα.
γεννηθήκαμε από τύχη, σε μια διαστολή του σύμπαντος. το άπειρο χαμογέλασε όταν το πρώτο κλάμα δραπέτευσε από το παράθυρο. ταξίδεψε στον κόσμο και στον δρόμο αντί μιαν αιτία αντάμωσε τον θρήνο.
ζωή και θάνατος συνυπάρχουν στην ίδια διαστολή. το αχανές μετρά αλλιώς τον χρόνο.
μονομάχοι σ’ άνιση μάχη με τους αιώνες
μάθαμε να μετράμε τον χρόνο με δείκτες τα σύννεφα και τις αναμνήσεις,
ακόμα κι όταν οι ήττες
τρέχουν
με ακρίβεια δευτερολέπτου.

θυμόμαστε το πρώτο φιλί, αναθεωρούμε μέσα από τις αποτυχίες.
με τη γεύση του βύσσινου στα χείλη ρουφάμε όσα λεπτά απελευθερώθηκαν απ’ το ραγισμένο γυαλί του άπειρου.

καθώς οι ώρες προχωρούν κουτσαίνοντας στην ανηφόρα της αιωνιότητας,
υψώνουμε ηλιαχτίδες ελπίδας με μια απατηλή ευφράδεια, αναζητώντας άφεση.
μπολιάζουμε την χιονισμένη άνοιξη με τα άνθη που φύτρωσαν στα μάτια του Προμηθέα.
σκάβουμε μες στη φωτιά να βρούμε την πρώτη εκείνη ελπίδα που σήκωσε τον άνθρωπο σε δύο πόδια.

κι από εκείνες τις σπίθες ανθίζουν ερωτήσεις μεταφυσικές
κάθε απόγευμα πέφτουν κι εμείς σκύβουμε
να τις μαζέψουμε και να τις μυρίσουμε,
όπως τα λουλούδια της φωτιάς που σπέρνουν νέοι με οράματα.

β’
ξεθάβονται τότε οι αναμνήσεις σκορπώντας το μύρο μιας πορείας τετελεσμένης
με θυμίαμα αορίστου.
η ματαιοδοξία της ηλικίας συνομιλεί με τους λεκέδες των ακυρώσεων.
παρασέρνουν τα παραπήγματα που νομίσαμε ιδέες και όνειρα.
στις αποσκευές μας κουβαλάμε μάταιες διαμαρτυρίες
και κομματάκια από το απέραντο που κρύβει μέσα του ένα τόσο δα ρολογάκι.

τελικά όλα γύρω μας είναι σύμβολα. τους δίνουμε μορφή στη δική μας διάσταση, για να κατανοήσουμε τα μετέωρα που αρνούνται να προσγειωθούν.
γοητευμένοι από είδωλα σε βρώμικα παράθυρα, ψάχνουμε τις θολές αντανακλάσεις εύκολων απαντήσεων.
θυμωμένες συνειδήσεις που αναζητούν τη δική τους αυτοεπιβεβαίωση,
καμπουριασμένες από το βάρος του χρόνου. ανήμπορες να ξεκουραστούν σε κάποιο προορισμό, κυνηγούν ασπρόμαυρες σκιές και φαντασιώσεις ακρωτηριασμένες.

μια εκρηκτική αρμονία, που επιζητεί σφοδρή εκτόνωση, χειραγωγεί επιδέξια τις υπαρξιακές κατεδαφίσεις και τα προσωπικά πάθη, αναζητώντας εύκολες αποφάσεις για δύσκολα θέματα.

κύματα ορμητικών ποταμών μας παρασέρνουν, μας φέρουν αντιμέτωπους με το ρημαγμένο παρελθόν και την ασύμμετρη απειλή ενός μακάβριου αύριο.

γ’
και κάπου εκεί συνειδητοποιούμε πως χάσαμε την αξιοπρέπεια πίσω από ευτελή συναισθήματα.
λόγ-ι-α φαντάσματα περιφέρονται γύρω από μια αλυσίδα θανάτων.
παραμονεύουν στο ημίφως της βιομηχανίας ευπώλητων ενοχών.
μα όταν τα ρολόγια δείχνουν τους ανέμους που θα ’ρθουν και τα σκουριασμένα λοφία της θάλασσας αφρίζουν,
άρρωστες φωνές αναδύονται από τα ναυαγισμένα κυκλάμινα με κρότο και καπνό.

τις νύχτες που τα πνεύματα των πατεράδων περιπλανιούνται στους μισογκρεμισμένους δρόμους της νιότης,
οι ώρες ταξιδεύουν στο στόμα του Άδη, εκεί που ο άγριος άνεμος,
σαν παραμιλητό της νύχτας,
σημαδεύει με πηχτή φωνή τον φόβο της γυναίκας
και χαϊδεύει τις μνήμες που κρέμονται
από τις βρώμικες σάρκες του Λαζάρου.
κι η Εκάτη με μάτια γεμάτα φωτιές σπέρνει ψυχές φθινοπωρινές στον χείμαρρο που ταξιδεύει προς τα δόντια της λύκαινας.
κι εμείς περπατώντας στην ακροθαλασσιά νιώθουμε να βήματά μας να βαραίνουν από τις τύψεις.

δ’
οι λέξεις ζουν τη δική τους εξορία.
έχουν τον δικό τους τρόπο να ερωτεύονται.
γδύνονται μπροστά στον καθρέφτη και καρφώνοντας ιδέες στο ταβάνι ντύνονται στο κόκκινο.
ίσκιοι που μισοφαίνονται πίσω από αντανακλάσεις οδυνηρών εμπειριών.
εφιαλτικές εδώ κι εκεί παραστάσεις φθοράς και θανάτου, πληρωμή ενός πάθους που μας προσπέρασε.
και τότε
ένα κλάμα αργό και σιωπηλό
λιώνει σε ψηφίδες
φθαρμένες
απ’ το περπάτημα τόσων αμαρτιών.

το πάθος που καταλαγιάζει, όμως, είναι τυπικό παράδειγμα άγχους.
μοιάζει με γυμνό κορμί. πάνω του τρέχουν κοπάδια άγριων αλόγων και φυτρώνουν δάση που φωτίζονται από τον πόθο.
μπροστά στην οδύνη των αισθήσεων αποκτά τη μορφή μηχανής εξημερωμένου εγωισμού στον οποίο κρύβουμε τα σκουριασμένα φιλιά της προδοσίας.

ε’
αλκοολικοί της λήθης
ξοδεύουμε το κορμί μας με μπόλικες δόσεις συνθημάτων.
ελπίζουμε πως αν ντύσουμε τα σύννεφα με τα ρούχα της πεταλούδας, θα αλλάξουμε τον κόσμο.
σε χάρτες φανταστικούς αναζητούμε την πρωτεύουσα της ουτοπίας για να χαρούμε το φως της ηρεμίας, αντίδοτο στα μαύρα σύννεφα που κατακρεουργούν ό,τι ενοχλεί.

μόνοι οργώνουμε τον χρόνο με τις ενοχές μας –απάτριδες μονάδες των αστεριών– για να σπείρουμε νέα ατοπήματα πάνω στα ληγμένα κορμιά κοριτσιών και αγοριών.
έχουμε μεταγγίσει όλα τα όνειρα στο όνομα της αναδιανομής του μέλλοντος.
και η σιωπή, πάντα συνένοχος, σκεπάζει τα κενά.
μα τα νιάτα είναι άγρια ζώα στη σαβάνα που γεύονται το αίμα της θυσίας στον βωμό του χρόνου, αφήνοντας πίσω τους άσαρκα τα κόκκαλα από χίμαιρες που γέμισαν ρυτίδες.

δεν έχει μνήμη το νερό. τρέχει συνεχώς ξεπλένοντας τα πολλά ονόματα του πελάγου. μόνο όταν στερέψει η πηγή, θυμάται την εποχή που με πυγμή ανέβαζε βράχους στο βουνό.
στην άμμο της αβεβαιότητας σκάει το άνθος της ποίησης. σαν τατουάζ σε γέρικο δέρμα
θυμίζει τις τρελές της νιότης και με γλώσσα γεμάτη αιχμές προκαλεί αιμορραγία στις βεβαιότητες.
η πνευματικότητα δεν κρύβεται στον ουρανό. πηγάζει από τη γη και τον αγώνα των ανθρώπων να ζήσουν περισσότερο,
λύκοι περαστικοί που προσπαθούν να μπουν στην αγέλη των αιώνιων άστρων και της αστραπής.

ς’
πίσω από την αβάσταχτη ανάγκη του ποιητή να μιλήσει για την πάλη του ανθρώπου για επιβίωση,
κρύβεται το μαρτυρικό φορτίο του πόνου.
διαρρέει τότε η γλώσσα από την κατάρρευση του στίχου σαν φως που ξεγλιστρά και ξαπλώνει στο πεζοδρόμιο.
κι εκείνος,
ανθοστολισμένος τραγουδά μπροστά στ’ αφρισμένο πέλαγο,
όταν σημαίνει εσπερινός.
στέκει ωχρός με βλέμμα βυθισμένο στην αγωνία των σπασμών,
γράφει στίχους για την ομίχλη και το σκοτάδι.
παλιάτσος που πολλαπλασιάζει τα ψωμιά με ακρωτηριασμένη φωνή,
προκαλεί τον άρχοντα που διανέμει νέες υποσχέσεις.
μα το κοινό θέλει μόνο να τον σταυρώσει. «χορτάσαμε ψωμί, θέλουμε κι άλλες υποσχέσεις».

αυτό που χάσαμε τελικά είναι η σπλαχνικότητα. την ώρα που ψάχναμε τον εχθρό, ο Κυνισμός νικούσε. συμμετέχουμε στον όχλο με πυρσούς και δικράνια για να κρύψουμε τον φόβο μας.
το μόνο που θέλουμε μερικές φορές, είναι να ξεπλύνουμε το αίμα από πάνω μας, ρουφώντας από τη χαραμάδα π’ άνοιξε ο χρόνος, όση ζωή μάς μένει.



ΗΡΩΙΔΕΣ ΩΣ ΙΡΑΝΕΣ

στην Άρτεμι

εκείνο το φθινόπωρο πληγώθηκε ο κόσμος.
τα δέντρα γονάτισαν μαζεύοντας τα φύλλα ένα-ένα στη γυάλα του θρήνου.

με το αίμα μεγαλώνουν τα κυπαρίσσια σαν ξαπλώνουν στον τάφο έφηβοι.
κι ο ποιητής καρφώνει λέξεις στον ουρανό που πλύθηκαν με τούφες κοριτσιών.
οι φθόγγοι ποτίζουν με αίμα παπαρούνες και χάδια μαραμένα που ποτέ δεν άνθισαν.

α’
κοίτα τον πατέρα που χορεύει τη μουσική του μοιρολογιού στα βήματα του θρήνου.
έλα να χορέψουμε κι εμείς για την Χαντίς,
να αγκαλιάζουμε το κορμί με τις έξι τρύπες.
μη φοβάσαι το αίμα. είναι οι παπαρούνες που σπέρνουν οι ηρωίδες.

γι’ αυτό σου λέω, μην κοιτάς τους ηττημένους ποιητές, άσε τα δικά μου σύννεφα.
στο Ιράν θα βρεις σύμβολα για τον στίχο σου.
να θυμάσαι μόνο θέλω την Χαντίς Νατζαφί με την αλογοουρά και τις έξι σφαίρες, το καλόκαρδο κορίτσι π’ αγαπούσε τον χορό.

β’
Χαντίς Νατζαφί! χορεύει τ’ όνομά σου στα χείλη μου.
δάκρυα πέφτουν οι φθόγγοι,
βλέποντας να μαζεύεις τα ηρωικά μαλλιά
και να κοιτάς κατάματα τους δολοφόνους.

ναι, σήμερα θεωρείται πράξη αυτοκτονίας, να παλεύεις ενάντια στη θρησκευτική ηθική.
και εσύ αψήφησες με έξι τρύπες τις διαταγές,
πήγες μπροστά
κι άφησες έξι λεκέδες στα ρούχα τα νεανικά.
ύφασμα η θυσία σου που ήθελε να ξεπεράσει τις φλόγες της αξιοπρέπειας.

δεν ήσουν επαναστάτρια. ένα κορίτσι 20 χρονώ σαν όλα τ’ άλλα. χόρευες, γέλαγες, απολάμβανες τη ζωή. μα σαν ήρθε η ώρα, λύκαινα έγινες κι ας γνώριζες πως θα χάσεις, πως θα χαθείς. γι’ αυτό σε αποκαλώ ηρωίδα. ηρωίδα επειδή είσαι γυναίκα.

γ’
συνάντησες τη Νίκα Σακαραμί, την έφηβη, αγκαλιά με τον Αλλάχ.
είδες τα μαλλιά της να λάμπουν, καθώς χόρευε και τραγουδούσε,
είδες τη φωτογραφία της να γίνεται αιτία διαμαρτυρίας,
καταστολής και βίας
ο αράξης έτρεχε από τα μαλλιά της, ο χέμλαντ απ’ το χαμόγελό της.
αποφάσισε να γιορτάσει τα γενέθλια με φωνές και χορό, πέταξε την μαντήλα.
δεκαεφτά χρονώ καταδικασμένη ν’ αψηφά τον θάνατο.
10 μέρες την ’ψαχναν οι δικοί,
10 μέρες χαμένη
10 μέρες κρυμμένη σε νεκροτομείο
δεν επέτρεψαν στον πατέρα να τη θάψει.
κι ο Αλλάχ έκλαιγε
σαν ’κλεψαν τη σορό και λάθρα την παραχώσαν με τελετή κλειστή.

κι ο Ερφάν Ναζαρί, ο περήφανος πέρσης αθλητής, με τις φαρδιές τις πλάτες, το πελώριο χαμόγελο και τα μάτια τα γεμάτα φωτιές. φωτιά κι εκείνος για τα κορίτσια της γενιάς. κι η μάνα με τ’ ασημένια μαλλιά τον έθαψε με τα χρυσά μετάλλια. οι ήρωες θάβονται μόνο με χρυσό.

αγκάλιασες στον παράδεισο την Σαρίνα Ησμαϊλζαντέχ, τον άγγελο με τα δεκάξι φτερά που γέμιζε το σπίτι ελπίδες κι όνειρα. χιόνια που λιώσαν σφαίρες πυρωμένες. ξεκίνησε από το καράτζ με ζωγραφιές και βιβλία, παιδί της εποχής, γεμάτη ενέργεια.

δ’
κραυγές απόγνωσης κι εκρήξεις σε στήθια απεγνωσμένα.
ελληνίδες που σηκώνουν το κεφάλι στο βιαστή, ιρανές που χορεύουν σε φωτιές με προσάναμμα μαλλιά οργής και πένθους.
κοπέλες που ζήσαν τη φρίκη στα σκέλια, κορίτσια π’ ανοίγουν δρόμους σε σκιές ελευθερίας.
είδαν το μαχαίρι να κοκκινίζει από εκείνους που χάνουν τον έλεγχο στο κορμί.

αγέρωχα βυθίζονται τα μάτια σε σελήνη διχασμένη, καθώς το αίμα βυθίζεται στη σιωπή.
στη ρωγμή της τελευταίας ανάσας κρύβονται τα τελευταία όνειρα, σκορπίζουν πλάι σε κορμιά διαμελισμένα.
αίμα στο πρώτο πρώτο κλάμα. αίμα και στο τελευταίο.

έκλαψαν για πρώτη φορά στη χώρα την αρχαία. πλημμύρισαν με δάκρυα τις λίμνες παρισάν και ούρμια. μεγάλωσαν σαν τίγρεις στη ζούγκλα της θεοκρατίας και σπέρνουν φως σε πατρίδα βυθισμένη στο σκοτάδι.

τ’ όνομά τους μπουκέτο λουλούδια που χαρίζουν αγόρια σε λιοντάρια, πριν ανοίξουν πυρ.
τελικά αυτός ο τόπος γεννά ήρωες σαν έλληνες. περήφανες μάνες και πατεράδες που μεγαλώνουν ηρωίδες ως ιρανές.


ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ

στην Ανατολή, τον Άρη, τον Θοδωρή και τον Παντελή

μισοτελειωμένα ποιήματα η ζωή μας στο συρτάρι ενός γραφείου, γεμάτη μνήμες και φαντάσματα που μας εγκαταλείπουν.
κυκλοφορώ με την ιδέα του πρόωρου θανάτου. συμβιβάστηκα μαζί του ως πιθανότητα. τον κρύβω βαθιά στην τσέπη, σαν τις παιδικές μνήμες.
αφήνω μόνο πίσω λίγους φθόγγους, ως απόδειξη ότι κάποτε κάποιοι προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε από τον Κυνισμό. δεκαετίες αργότερα θα μείνουν οι παθητικές σκιές των ιδεών που περιγράφουν οι στίχοι μας.

χαμένοι σε έναν κόσμο κέρδους, βλέπουμε τον θάνατο στο πρόσωπο των θυμάτων των χρηματιστηρίων, σε παπούτσια κοριτσιών που χάθηκαν σε γυναικοκτονίες, σε ρούχα που μουλιάζουν στις ακτές. κι ακόμα ψάχνουμε λέξεις και σχήματα ρητορικά να εκφράσουμε την οργή.

γι’ αυτό θέλω να ξαναμάθω να μιλάω ωμά. να φέρω στην επιφάνεια ξανά τον παιδικό θυμό για την αδικία. θέλω να μιλήσω για το μίσος.
γράφω με τη γεύση της αηδίας στο στόμα και την αίσθηση π’ αφήνει ο πυρετός του εθνικισμού.

α’
γεννήθηκα σε μια πόλη νεκρών. άγγελοι εξόριστοι με ψυχή ευαίσθητη.
τρομαγμένοι στέκονται μονάχοι σα μαύρα πρόβατα αναζητώντας μιαν αγκαλιά.
κι οι νοικοκυραίοι ταΐζουν με σκουπίδια τα παιδιά τους,
κρύβοντας το φίδι στο σαλόνι μπροστά από γυάλινα κουτιά.
ξέρασε η ιστορία, ξεχείλισε ο οχετός -πνιγήκαμε στους εθνικιστές.
σκελετοί με σάρκες λιωμένες δίπλα σε βόθρους αχνίζουν.
οχλοβοή από παράτες, σημαίες και τύμπανα σκεπάζει τα ίχνη των ανισοτήτων. λόγια όμορφα πίσω από άρβυλα, προπέτασμα εμπάθειας.

ο εθνικισμός
δεν είναι ιδεολογία για το έθνος, μόνο ύμνος κατά του Ανθρώπου.
φορά λέξεις κατεψυγμένες – στολίζεται με τα κοσμήματα της απόγνωσης για να κρύψει την εχθρότητα
σε έναν εθνικιστή δεν προσπαθείς πότε να εξηγήσεις ότι το μίσος κάνει κακό. χρειάζεται μόνο να τραβήξεις το καζανάκι1.

β’
οι εθνικιστές
πάντα θα φοβούνται τη συνύπαρξη.
δειλοί
κρύβονται στο σκοτάδι του Σαββάτου. την Κυριακή πετάνε πέτρες στο pride. την Τρίτη στο σχολείο κουκουλοφόροι με μαχαίρια και καδρόνια χτυπάνε αντιφασίστες μαθητές. κραυγές που στάζουν αίμα, ψαλιδίζουν το χάρτινο σώμα της συμβίωσης.

κομπλεξικά ανθρωπάκια,
σκιάζεστε απ’ το είδωλο στον καθρέφτη,
τρομάζετε μπροστά στη σκιά του φτωχού. τρέμετε μη γίνετε σαν εκείνον.
όταν μιλάτε για πατρίδα,
πάντα στοχεύετε τον καημένο.
αγοράζετε όπλα για πολέμους φανταστικούς, μα κάθε μέρα στο χρηματιστήριο της προπαγάνδας ξεπουλάτε μετοχές σε επιχειρήσεις ξένες.

γ’
σε κάθε βήμα του εθνικισμού φυτρώνουν μνήματα.
πουλάτε πατρίδα στον ανόητο κι εκείνος αγοράζει εχθρούς -τάφους για να φυτέψει κόκκαλα ιδεών νοτισμένα στη ναφθαλίνη.

βαλσαμώσανε το έθνος πάνω στις φωτιές της ομοιογένειας και του στρατού.
αντί να τιμήσετε την πατρίδα με στεφάνια από ελιές σε μνημεία για τον Άγνωστο Εργάτη, επιλέξατε τον Στρατιώτη.
καμαρώνετε για άθλους στους οποίους ποτέ δεν συμμετείχατε. χαμογελάτε για τα φώτα ενός σπουδαίου πολιτισμού -ποτέ δεν τον γνωρίσατε- υπερηφανεύεστε για τη μεγάλη γλώσσα -μα ποτέ δεν τη διαβάσατε.
δεν μάθατε καν τη μητρική σας.
μόνο την πορδή κρατήσατε των αρχαίων και σκορπάτε την μπόχα της.

δ’
επικαλείστε το έθνος, όπως ο ποιητής τη μούσα, ακόμα κι όταν ξέρει ότι αυτή θυσιάστηκε στον βωμό του μεταφυσικού. μα αν η ποίηση οδηγεί στη συνειδητοποίηση των αντιθέσεων, εσείς τις πνίγετε στο αφιόνι.

συνυπάρχουμε με τα κατακάθια της πατρίδας2. μα κάθε μέρα που αντιμετωπίζουμε τον εθνικισμό ως λόγο αντισυστημικό, βουλιάζουμε στην κινούμενη άμμο της σήψης.
κάθε φορά που ένας κιβδηλοποιός
μιλά για πατρίδα, στάχτες με θόρυβο απεχθή σκεπάζουν τη συμφιλίωση.

χαφιέδες,
δείχνετε με το δάχτυλο τον εσωτερικό εχθρό στο πρόσωπο κάθε ταλαιπωρημένου. σας ενοχλεί ο αφυδατωμένος ξυπόλητος με τα υγρά ρούχα και τα βρώμικα ποδάρια.
χορτάτοι
μιλάτε για τη δόξα του έθνους, να μη φανεί ότι ακρίβυνε το ψωμί.
σε μια κοινωνία σε εθνικιστικό παροξυσμό δεν καλύπτουμε τους καθρέφτες με άσπρα πανιά.
υψώνουμε σημαίες πένθους
απέναντι στην αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας.
γιατί όταν τα εγκλήματα στο όνομα του έθνους συσσωρεύονται, γίνονται αόρατα3.

ε’
προσάναμμα
του φασισμού η φτώχεια -η πείνα,
φλόγα
που συνειδήσεις λαμπαδιάζει.
και η υποβαθμισμένη παιδεία το πνεύμα οπλίζει με μίσος και φόβο.

ψάχνετε στον πυθμένα εύκολες απαντήσεις. θυμωμένες συνειδήσεις ζητούν αυτοεπιβεβαίωση. μασόνοι, εβραίοι, τσιπάκια, ομοφυλόφιλοι, πολιτική ορθότητα και γυναικεία αξιοπρέπεια, όλα στη φαρέτρα μυθικών συνομωσιών.
μάθατε να μισείτε ανθρώπους που ποτέ δεν θα γνωρίσετε. στις αρτηρίες σας ρέει απ-ανθρωπιά. χαλασμένη μηχανή μιας ακατανόητης ανάγκης για κοινή ταυτότητα.
ο εθνικισμός
σέρνεται στα σκατά των διχασμών. απόσταγμα του ρατσισμού, κατασκευάζει ταυτότητες γεμάτες στερεότυπα.
βρίσκετε άσυλο
σε δομές υποδοχής έωλων θεωριών. ρημαγμένες ιδέες βουλώνουν ρόζους μισογκρεμισμένων ονείρων.

στ’
όταν δύει ο πολιτισμός, ακόμα και οι ρατσιστές αποκτάτε μεγάλες σκιές.
όταν ο Ποιητής
στοχάζεται πάνω από το σώμα της κοινωνίας,
εσείς
εκφωνείτε πανηγυρικούς πάνω από το πτώμα της ιστορίας.
όταν ο Ποιητής
ψάχνει λέξεις καθαρές -χαμηλώνει την τρεμουλιαστή φωνή μπροστά στη δύναμη της γλώσσας,
οι εθνικιστές
αναζητάτε την καθαρότητα της φυλής θυσιάζοντας τον ανυπεράσπιστο.
μα ο Ποιητής ακόμα προσπαθεί να αφουγκραστεί στη μοναξιά του σκοταδιού τα κλάμα των νεκρών.

_____________
1Ο Ντάριο Φο για τον φασισμό.
2Καρλ Κράους (1874-1936), Αυστριακός κριτικός συγγραφέας και ποιητής που άσκησε σημαντική μεγάλη επιρροή στη γερμανόφωνη λογοτεχνία.
3Μπέρτολτ Μπρεχτ.


ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

στον Τριαντάφυλλο Κωτόπουλο

μπροστά στις αρχές σας θα θυσιάσω τον τελευταίο μου στίχο.
θα δαμάσω την τιποτένια έξαψη της δημιουργίας, φωνάζοντας όταν μου ζητάτε να σιωπήσω, ανόητοι λαθροθήρες της αυταπάτης.

α’
νομίζετε ότι βγήκατε από τη μιζέρια σας και ζητάτε να σας σεβόμαστε.
να ορκιστώ δεν γίνεται, μήτε να υπακούσω στην παρακμή της τέχνης σας.
τα σάβανα του εύκολου λόγου θέλω να κάψω και με τις φλόγες του θα εξαγνίσω τον δρόμο του Ποιητή.

σε κοπάδια άβουλων αναγνωστών δεν θα γίνω αρχηγός, μόνο λύκος π’ αψηφά τα σκυλιά ενός πολιτισμού χωρίς ουσία.
βουτηγμένοι στα περιττώματα της ακαλλιέργειας απαιτείτε να γράφουμε αρεστά, να ικανοποιούμε αξίες αποστεγνωμένες γεμάτες στερεότυπα.

μωροί,
πνίγεστε σε λέξεις που ξεφτιλίσατε.
μπροστά σε πλήθος σαστισμένο τ’ άσειστα μάρμαρα θα κλωτσώ, δείχνοντας τη δειλή ψυχή καλλιτεχνών που πνίγονται απ’ τη θνητή σκόνη της φιλοδοξίας και υπομένουν ακόμα σαν υποζύγια τις αποφάσεις της αγοράς.

β’
τυφλά απόβλητα,
μολύνετε το μυαλό όσων τολμούν να αμφιβάλλουν. μεθυσμένοι από εγωπάθεια απολαμβάνετε τα βοθρολύματα που ονομάζουν τέχνη
δέχεστε τα σκουπίδια της αισθητικής ως άποψη και πολιτισμό.

λακέδες της κατανάλωσης,
μάς πνίγετε με φωτογραφίες πλάι σε καλλιτέχνες για να αποκτήσετε αίγλη στον βάλτο της εγωπάθειας.
η τέχνη δεν είναι ρόλος. είναι στάχτες που χωνεύουν τα κόκαλα των συμβάσεων, σεισμός που καθαρίζει τις λάσπες των λέξεων σβήνοντας τα σύνορα των ιδεών και τις γραμμές των περιορισμών.

στην εγκατάλειψη του περιθωρίου λάμπει το αύριο, τσιμεντένιο και θηριώδες, με κερατά αποκρουστικά,
στα σκοτάδια της σήψης αναζητά η τέχνη τη μαχόμενη ουσία των λέξεων.

γ’
ο Ποιητής
δεν είναι στρατιώτης να δίνει αναφορά, είναι αντιρρησίας συνείδησης
ακονίζει τα φτερά της τέχνης, στέκεται στο φως της ιστορίας με την ορμή του ανέμου στα νεκρόρουχα της αστικής τέχνης, μετρά τα αγκάθια της γλώσσας και ερμηνεύει τον κόσμο.
άοκνος τρέφεται με τη φωτιά της αμφισβήτησης, πυρομανής αυτοπυρπολείται στο πρώτο φως της μέρας ακυρώνοντας την ύπαρξή του.

σκαφτιάς
φτιαρίζει κάρβουνα για να κάψει τα σωθικά της ηθικής, φωτίζει την προσευχή του παιδιού όταν απολαμβάνει ένα γλειφιτζούρι, φυλακίζεται εκούσια σε γκρεμισμένα ναυπηγεία που πουλάνε σάρκες αμφισβήτησης,
όταν ο γαμημένος ο απεργοσπάστης βολεύεται στο δικό του αίμα, ελπίζοντας σε μια ατομική σύμβαση.

δ’
ο Ποιητής
διεκδικεί διέξοδο από τον ίλιγγο της αφάνειας.
επιχειρεί τη δική του απελπισμένη ηρωική έξοδο σπέρνοντας γιοφύρια.
οικοδομεί την αμφισβήτηση πάνω στον αστικό τρόμο, θρηνώντας κάθε μέρα συντρόφους. εργάτης της αβύσσου φέρνει τη χαμένη ισορροπία στον βούρκο.

δεν είναι γραφειοκράτης να υπακούει σε νόμους.
δεν πολεμά σκοτεινά πάθη, ούτε νηφάλια στέκεται ουδέτερος. αγκαλιάζει τις Σειρήνες και φτάνει στην αμαρτία. οδηγεί τον δρόμο στην υποτροπή της Πόρνης να αγκαλιάσει το πρωτόγονο αγκομαχητό της δημιουργίας.

αντάρτης της αισθητικής
υλοτομεί τις αντιστάσεις του νου, σκορπά φλόγες στην υποκρισία και στις αυταπάτες του τίποτα.
θερίζει από την αναρχία τον καρπό και προσφέρει ένα πρόσωπο στο χάος για να κυνηγούν όσοι αναζητούν εύκολους στόχους. γιατί ο καλλιτέχνης θα παραμένει πάντα ο εύκολος στόχος.
μύστης της ελεύθερης σκέψης γίνεται η εμπροσθοφυλακή που στήνεται στον γκρεμό της μοιρολατρίας για τον εκφυλισμό της τέχνης, υψώνει το ακρωτηριασμένο χέρι της γλώσσας απέναντι από τη χίμαιρα της αυτονομίας του καλλιτέχνη.
φάρος φωτίζει την αιθαλομίχλη της επανάπαυσης και της βεβαιότητας.

ε’
ο Ποιητής
έχει επίγνωση της δύναμης του λόγου και της αλαζονείας της γλώσσας να γεννά ιδέες.
η τέχνη τους δεν αμφισβητεί. πουλά κορμιά γυμνά, εξευτελίζει τον έρωτα σε πορνογραφικά ρεπορτάζ, ρουφά τη χυδαιότητα σα λιωμένο παγωτό που καλύπτει το σπυρί στο αυτιστικό σώμα της μαζικής κουλτούρας.
σε πραγματικότητα πλαστή εκθειάζει ψυχές ανάπηρες και γλώσσες τυποποιημένες που δεν αμφισβητούν, αλλά μόνο σιωπούν κι αποδέχονται το εύκολο.

η τέχνη τους σάς μετατρέπει σε ξεχαρβαλωμένες μαριονέτες που χορεύουν με το πιστόλι στο χέρι,
καταντήσαμε μηχανές που δουλεύουν και αγοράζουν απορρίμματα, τρεφόμαστε με σάρκες πνευματικής ανέχειας και λύματα τηλεοπτικά.

αυτή τη βαρβαρότητα σχίζει η σαΐτα του Ποιητή στον αργαλειό της ανάγκης.
τα έργα τους δεν ξεκινούν από ένα ιδανικό. δεν έχουν παρόρμηση και πάθος. αποτελούν μόνο επαναχρησιμοποιημένα υλικά ανακύκλωσης που φονεύουν το αισθητικό.

ς’
όσο όμως η αστική μη-τέχνη βρίσκεται σε πόλεμο με την εποχή της, άλλο τόσο ο Ποιητής θα σχίζει με κραυγές τις συμβάσεις της μωρολογίας.
θα φορά το άρωμα της ανατροπής μπροστά στην ηγεμονία της ακαλλιέργειας και προκλητικά θα αποκαλύπτει το σάπιο κορμί του κομφορμισμού. ανυπότακτος δαίμονας θα πολεμά για να δώσει καλλιτεχνικό όραμα στην ταυτότητα της δημιουργίας.

το κάλλος, ηλίθιοι, είναι υπόθεση ιδεολογίας που ανοίγει τον δρόμο στην ντροπαλή έναρξη της άνοιξης με μια αγκαλιά λέξεων για τις υποταγμένες συνειδήσεις. θεραπεύει τη μακαριότητα της εμπορικής κενότητας και την αυτοεπιβεβαίωση των ενστίκτων σας.
η αληθινή ποίηση είναι παράσιτο που δεν συμμορφώνεται με τα αποδεκτά σας πρότυπα, παραβιάζει τις αντιλήψεις για το ωραίο και το σωστό, αλλάζει τον προσανατολισμό των λέξεων, ακόμα κι αν αισθάνεστε άβολα, ακόμα κι αν με βλέπετε ως παρέκκλιση.

αλκοολικός σε αποτοξίνωση από τον φετιχισμό του ορθολογισμού,
θα γεύομαι την ηδονή του πόνου που χαρίζουν οι αυταπάτες του περιθωρίου, κατεδαφίζοντας τη λογική σκέψη και τους ηθικούς προβληματισμούς σας.

Δήμος Χλωπτσιούδης
[email protected]