σαν τα παιδιά αναζητώ κι εγώ μιαν ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και τον εφιάλτη.
κυνηγός, κι ορισμένες φορές συλλέκτης, ιδεών κατασκευάζω περάσματα για να διασχίσω τους διψασμένους χειμάρρους της γλώσσας, να κόψω χρυσάνθεμα νεογέννητα, πριν ωριμάσουν στη λάσπη χαλασμένων εποχών.
ζούμε το νέο αφήγημα σε επανάληψη υπό κατάρρευση.
αναζητούμε χρόνο. ανακατεύουμε τον καφέ στο μπρίκι, εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα ολόγραμμα τραγωδίας γεμάτο κλειστοφοβικούς χαρακτήρες.
Ι
ερχόμαστε απροετοίμαστοι για το χάραγμα π’ αφήνει ο χρόνος στα μάγουλα.
γεννηθήκαμε από τύχη, σε μια διαστολή του σύμπαντος. το άπειρο χαμογέλασε όταν το πρώτο κλάμα δραπέτευσε από το παράθυρο. ταξίδεψε στον κόσμο αναζητώντας μιαν αιτία και στον δρόμο αντάμωσε τον πρώτο θρήνο.
ζωή και θάνατος συνυπάρχουν στην ίδια διαστολή. το αχανές μετρά όμως αλλιώς τον χρόνο. μονομάχοι σ’ άνιση μάχη με τους αιώνες μάθαμε να μετράμε τον χρόνο
με δείκτες τα σύννεφα και τις αναμνήσεις,
ακόμα κι όταν οι ήττες
τρέχουν
με ακρίβεια δευτερολέπτου.
θυμόμαστε το πρώτο φιλί, προσπαθώντας να κατανοήσουμε το νόημα της ζωής, αναθεωρούμε μέσα από τις αποτυχίες. με τη γεύση του βύσσινου στα χείλη, ρουφάμε όσα λεπτά απελευθερώθηκαν απ’ το ραγισμένο γυαλί του απείρου.
καθώς οι ώρες προχωρούν κουτσαίνοντας στην ανηφόρα της αιωνιότητας
με μια απατηλή ευφράδεια υψώνουμε ηλιαχτίδες ελπίδας, αναζητώντας άφεση.
μπολιάζουμε την παγωνιά της άνοιξης με τα άνθη που φύτρωσαν στα μάτια του Προμηθέα. σκάβουμε μες στη φωτιά να βρούμε την πρώτη εκείνη ελπίδα που σήκωσε τον άνθρωπο σε δύο πόδια.
κι από εκείνες τις σπίθες ανθίζουν ερωτήσεις μεταφυσικές
– πού πάνε οι μνήμες όταν χαθούν στο σκοτάδι; –
κάθε απόγευμα πέφτουν κι εμείς σκύβουμε
να τις μαζέψουμε και να τις μυρίσουμε,
όπως τα λουλούδια της φωτιάς που σπέρνουν νέοι με οράματα.
ΙΙ
όταν οι λεπτοδείκτες ερωτεύονται την τυραννία της αγωνίας, γεννιούνται θύελλες που παρασέρνουν τα παραπήγματα που νομίσαμε ιδέες και όνειρα.
ξεθάβονται τότε οι αναμνήσεις από τον περιφραγμένο χώρο,
σκορπούν το μύρο μιας πορείας τετελεσμένης
με θυμίαμα αορίστου.
μα η ματαιοδοξία της ηλικίας συνομιλεί με τους λεκέδες των ακυρώσεων.
στις αποσκευές μας κουβαλάμε μάταιες διαμαρτυρίες
και κομματάκια από το απέραντο που κρύβει μέσα του ένα τόσο δα ρολογάκι.
τελικά όλα γύρω μας είναι σύμβολα. τους δίνουμε μορφή στη δική μας διάσταση, για να κατανοήσουν τα μετέωρα που αρνούνται να προσγειωθούν.
γοητευμένοι από είδωλα σε βρώμικα παράθυρα, ψάχνουμε στις θολές αντανακλάσεις εύκολες απαντήσεις.
θυμωμένες συνειδήσεις που αναζητούν τη δική τους αυτοεπιβεβαίωση,
καμπουριασμένες από το βάρος του χρόνου. ανήμπορες να ξεκουραστούν σε κάποιο προορισμό, κυνηγούν ασπρόμαυρες σκιές και φαντασιώσεις ακρωτηριασμένες.
και κάπου εκεί συνειδητοποιούμε πως
χάσαμε την αξιοπρέπεια πίσω από ευτελή συναισθήματα. λόγ-ι-α φαντάσματα περιφέρονται γύρω από μια αλυσίδα θανάτων.
παραμονεύουν στο ημίφως μιας βιομηχανίας παραγωγής ευπώλητων ενοχών.
μα όταν τα ρολόγια δείχνουν τους ανέμους που θα ’ρθουν και τα σκουριασμένα λοφία της θάλασσας αφρίζουν,
άρρωστες φωνές αναδύονται από τα ναυαγισμένα κυκλάμινα με κρότο και καπνό.
ΙΙΙ
μια εκρηκτική αρμονία, που επιζητεί σφοδρή εκτόνωση, σε χειραγωγεί επιδέξια τις υπαρξιακές κατεδαφίσεις και τα προσωπικά πάθη αναζητώντας εύκολες αποφάσεις για δύσκολα θέματα.
οι λέξεις ζουν τη δική τους εξορία.
έχουν τον δικό τους τρόπο να ερωτεύονται.
γδύνονται μπροστά στον καθρέφτη και καρφώνοντας ιδέες στο ταβάνι ντύνονται στο κόκκινο.
ίσκιοι που μισοφαίνονται πίσω από αντανακλάσεις οδυνηρών εμπειριών.
εφιαλτικές εδώ κι εκεί παραστάσεις φθοράς και θανάτου, πληρωμή ενός πάθους που μας προσπέρασε.
και τότε
ένα κλάμα αργό και σιωπηλό
λιώνει σε ψηφίδες
φθαρμένες
απ’ το περπάτημα τόσων αμαρτιών.
το πάθος που καταλαγιάζει, όμως, είναι τυπικό παράδειγμα άγχους.
μοιάζει με γυμνό γυναικείο κορμί, πάνω στο οποίο τρέχουν κοπάδια άγριων αλόγων και φυτρώνουν δάση που φωτίζονται από τον πόθο. χωρίς να σταματά στην οδύνη των αισθήσεων, μεταφυσικά αποκτά τη μορφή μηχανής ενός εξημερωμένου εγωισμού στον οποίο κρύβουμε τα σκουριασμένα φιλιά της προδοσίας.
ΙV
άδεια πουλιά η ζωή, ντύνει τα φοβισμένα δέντρα της αγωνίας για το μεροκάματο.
κύματα ορμητικών ποταμών παρασέρνουν τον κόπο μας στη δίνη της πλεονεξίας
για να μας φέρουν ξανά αντιμέτωπους με το ρημαγμένο παρελθόν
και την ασύμμετρη απειλή ενός μακάβριου αύριο.
τις νύχτες που τα πνεύματα των πατεράδων περιπλανιούνται στους μισογκρεμισμένους δρόμους της νιότης,
οι ώρες ταξιδεύουν στο στόμα του Άδη, εκεί που ο άγριος άνεμος,
σαν παραμιλητό της νύχτας,
σημαδεύει με πηχτή φωνή τον φόβο της γυναίκας
και χαϊδεύει τις μνήμες που κρέμονται
από τις βρώμικες σάρκες του Λαζάρου.
κι η Εκάτη με μάτια γεμάτα φωτιές σπέρνει ψυχές φθινοπωρινές στον χείμαρρο που ταξιδεύει προς τα δόντια της λύκαινας.
κι εμείς περπατώντας στην ακροθαλασσιά νιώθουμε να βήματά μας να βαραίνουν από τις τύψεις.
αλκοολικοί της λήθης
ξοδεύουμε το κορμί μας με μπόλικες δόσεις συνθημάτων.
ελπίζουμε πως αν ντύσουμε τα σύννεφα με τα ρούχα της πεταλούδας, θα αλλάξουμε τον κόσμο.
σε χάρτες φανταστικούς αναζητούμε την πρωτεύουσα της ουτοπίας για να χαρούμε το φως της ηρεμίας, αντίδοτο στα μαύρα σύννεφα που κατακρεουργούν ό,τι ενοχλεί.
μόνοι οργώνουμε τον χρόνο με τις ενοχές μας -απάτριδες μονάδες των αστεριών- για να σπείρουμε νέα ατοπήματα πάνω στα ληγμένα κορμιά κοριτσιών και αγοριών. έχουμε μεταγγίσει όλα τα όνειρα στο όνομα της αναδιανομής του μέλλοντος. και η σιωπή, πάντα συνένοχος, σκεπάζει τα κενά.
μα τα νιάτα είναι άγρια ζώα στη σαβάνα που γεύονται το αίμα της θυσίας στον βωμό του χρόνου, αφήνοντας πίσω τους άσαρκα τα κόκκαλα από χίμαιρες που γέμισαν ρυτίδες.
V
δεν έχει μνήμη το νερό. τρέχει συνεχώς ξεπλένοντας τα πολλά ονόματα του πελάγου. μόνο όταν στερέψει η πηγή, θυμάται την εποχή που με πυγμή ανέβαζε βράχους στο βουνό.
στην άμμο της αβεβαιότητας σκάει το άνθος της ποίησης. σαν τατουάζ σε γέρικο δέρμα
θυμίζει τις τρελές της νιότης και με γλώσσα γεμάτη αιχμές προκαλεί αιμορραγία στις βεβαιότητες.
η πνευματικότητα δεν κρύβεται στον ουρανό. πηγάζει από τη γη και τον αγώνα των ανθρώπων να ζήσουν περισσότερο,
λύκοι περαστικοί που προσπαθούν να μπουν στην αγέλη των αιώνιων άστρων και της αστραπής.
πίσω από την αβάσταχτη ανάγκη του ποιητή να μιλήσει για την πάλη του ανθρώπου για επιβίωση,
κρύβεται πάντα το μαρτυρικό φορτίο του πόνου.
διαρρέει τότε η γλώσσα από την κατάρρευση του στίχου σαν φως που ξεγλιστρά και ξαπλώνει στο πεζοδρόμιο.
κι εκείνος,
ανθοστολισμένος τραγουδά μπροστά στ’ αφρισμένο πέλαγο,
όταν σημαίνει εσπερινός.
στέκει ωχρός με βλέμμα βυθισμένο στην αγωνία των σπασμών,
γράφει στίχους για την ομίχλη και το σκοτάδι.
παλιάτσος που πολλαπλασιάζει τα ψωμιά με ακρωτηριασμένη φωνή,
προκαλεί τον άρχοντα που διανέμει νέες υποσχέσεις. μα το κοινό θέλει μόνο να τον σταυρώσει. “χορτάσαμε ψωμί, θέλουμε κι άλλες υποσχέσεις”.
αυτό που χάσαμε τελικά είναι η σπλαχνικότητα. την ώρα που ψάχναμε τον εχθρό, ο Κυνισμός νικούσε. συμμετέχουμε στον όχλο με πυρσούς και δικράνια για να κρύψουμε τον φόβο μας.
το μόνο που θέλουμε μερικές φορές, είναι να ξεπλύνουμε το αίμα από πάνω μας, ρουφώντας από τη χαραμάδα, π’ άνοιξε ο χρόνος, όση ζωή μάς μένει.