Γιώργος Πέππας | Για την Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης του 2016

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα

Γιώργος Πέππας | Για την Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης του 2016

Mια έκθεση με σαφώς λιγότερο κόσμο από πέρυσι.  Στην είσοδο κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τους εκθέτες από τους επισκέπτες –πέρυσι είχαν χρησιμοποιηθεί καρτελάκια. Οπότε δεν είμαι σίγουρος ποιο είναι το ποσοστό των εκθετών, στον τελικό αριθμό των επισκεπτών που ανακοινώθηκε -που μπαινοβγαίναν για να καπνίσουν ή που πήγαν να πάρουν ένα καφέ.

Υπήρχε ένας χώρος κυνικά αφιερωμένος στους πρόσφυγες, στολισμένος με χάρτινες βάρκες –προπομπός ίσως κάποιας νέας λύσης που ετοιμάζει η κυβέρνηση, υλοποιώντας προφανώς κάποιο ακόμη αριστερό πλάνο, ακατανόητο σε εμάς. Κάποια στιγμή μάλιστα –που ακόμη μετανιώνω που δεν μπόρεσα να την καταγράψω–  οι Κινέζοι που είχαν έρθει, μάλλον ως αντιπροσωπεία, μετά την ταλαιπωρία του ταξιδιού βρήκαν τις βάρκες να ξεκουραστούν· κοιμόντουσαν μέσα τους, στο έδαφος ή κάπου ανάμεσα. Μεταμορφώθηκαν έτσι σε ζωντανά εκθέματα και επιτέλεσαν την καλύτερη δράση της έκθεσης. Έστω εν αγνοία τους. Και η λέξη “Διεθνής” εξίσου χάρτινη, ντυμένη για να υποδεχτεί την Ρωσία ως τιμώμενη χώρα. Με το χαρτί πάντα ανακυκλωμένο.

Παραστάθηκαν φυσικά όλοι οι πνεύμονες της σύγχρονης λογοτεχνίας: Δημαρχονομάρχες, Πν(ρ)ευματικοί ηγέτες και φυσικά οι διαβασμένοι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης –εκείνοι που ξενυχτούν για να μελετήσουν 7.500 σελίδες και να τις ψηφήσουν υπεύθυνα την επόμενη ημέρα. Ύψιστη τιμή να στέκεται κανείς ανάμεσά τους. Τα Μ.Μ.Ε. φρόντισαν να καλύψουν αυτές τις ξεχωριστές εμφανίσεις. Και μόνον αυτές. Ευτυχής εξαίρεση η ΕΡΤ3, που με συνεντεύξεις κ εκπομπές, είχε ενεργό ρόλο στον χώρο. Ακόμη όμως και η ΕΡΤ3 φιλοξένησε μονάχα τρεις εκδότες, εκ των οποίων ο ένας ξεχωριστός εκδότης από την Θεσσαλονίκη, που ήταν παλιότερα ιδιοκτήτης άλλων εκδόσεων και δυο ραδιοφωνικών σταθμών, ο οποίος τα έκλεισε όλα σε μια νύχτα, άφησε απλήρωτους τους εργαζομένους και εξαφανίστηκε στη Ρουμανία, για να επιστρέψει τα τρία τελευταία χρόνια και να ξανανοίξει εκδοτικό οίκο, έχοντας σαν ίνδαλμα ίσως τον Κοσκωτά. Μπορεί να φιλοξενήθηκε στην ΕΡΤ3 ως πρότυπο εκδότη. Δεν το γνωρίζω. Στην έκθεση φυσικά υπήρχαν και άλλα παραδείγματα όπως ένας ιστορικός οίκος των Αθηνών που φέσωσε, έκλεισε και άνοιξε ηρωικά ξανά.

Το καλύτερο κομμάτι όμως ήταν μια συνάθροιση κάποιων σε έναν εξώστη. Το να βρεις τρόπο για να φτάσεις εκεί, ολόκληρη περιπέτεια· καμία σήμανση, καμία ανακοίνωση, καμία ελπίδα για κάποιον που ήρθε στην έκθεση να τους ανακαλύψει. Μια ανεπαρκής πινακίδα να γράφει “Προς Εξώστη”, δείχνοντας στο πουθενά. Εκεί σε ένα περίπου (όπως όλα σε εκείνον τον χώρο) ημικύκλιο, αντιμετωπίζονταν με όρους πρωινάδικης ανταπόκρισης από κέντρο λογοτεχνικής απεξάρτησης με κλεμμένο ηχητικό εξοπλισμό. (τηλε)παρουσιαστής ο αναγνωρισμένος ποιητής (ερωτηματικά τοποθετήστε μόνοι σας κατά βούληση) Βασίλης Αμανατίδης. Διότι περί λογοτεχνίας η εκδήλωση. Και μάλιστα αφιερωμένη στις νέες και τους νέους λογοτέχνες. Για να μπορέσουν να τους γνωρίσουν οι αναγνώστες. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που ήταν τοποθετημένη σε εκείνον τον εξώστη, μην τυχόν τους εντοπίσει κανείς. Ο (τηλε)παρουσιαστής να ενορχηστρώνει βαθυστόχαστες συζητήσεις του τύπου:

-Β.Α. Πόσο έκανες να γράψεις τη συλλογή;

-Ποιητής-τρια: 8 μήνες

-Β.Α. :Θα περιμένω την επόμενη. Θα περιμένω την επόμενη. Θα περιμένω την επόμενη.

Μικρόφωνα πέφταν και τσακίζονταν, οι ηχητικές επιλογές πότε λειτουργούσαν πότε όχι, πάντα στην τύχη. Και φυσικά μόνο για αυτοκατανάλωση. Οι νέες και οι νέοι λογοτέχνες που παρουσιάστηκαν όλοι τους αξιόλογοι. Ποιος όμως τους επέλεξε; Γιατί 17 ή 18 ή 23 ή 4; Ποιος πραγματικά έχει συνολική εικόνα των νέων λογοτεχνών; Δεν πιστεύω ο κύριος Αμανατίδης, ο οποίος δεν έδειξε ούτε την ευθιξία να διαβάσει τα βιβλία και τις συλλογές των όσων θα (τηλε)παρουσίαζε. Ίσως για αυτό να περιορίστηκε σε κοινοτοπίες. Το άδικο λοιπόν διπλό, ένα για τις νέες και τους νέους λογοτέχνες που ποτέ δεν προσκαλέστηκαν, και ένα για όσους και όσες ταλαιπωρήθηκαν να έρθουν να υπερασπιστούν το έργο τους. Κανένας ακροατής και κανένας σεβασμός από τον άνθρωπο που επιλέχθηκε να τους παρουσιάσει.

Στον αντίποδα, η διοργάνωση του Φεστιβάλ Μετάφρασης, οι αρκετοί νέοι και νέες που ήρθαν στην έκθεση, συχνά έχοντας στο νου τους από πριν το βιβλίο που ήθελαν να πάρουν. Και η παιδική-εφηβική γωνιά συνέχεια ζωντανή, με αρκετές εμπνευσμένες δράσεις.  Μια προσωπική εκτίμηση είναι πως ο κόσμος που ήρθε στην έκθεση μπορεί να ήταν λιγότερος, αλλά ήταν πιο αποφασισμένος να ψάξει και να αγοράσει ένα βιβλίο.

Το πώς αγνοήθηκε ο Μανδραγόρας -και όλοι οι νέοι ποιητές και ποιήτριες των εκδόσεών του- από τη διοργάνωση δεν θα το σχολιάσω εδώ. Και φυσικά δεν ήταν και το μόνο περιοδικό που αγνοήθηκε.

Οι κριτικές για την έκθεση ποικίλες. Ένας παιγνιώδης λίβελος, μια στερεότυπη σχολική έκθεση και κάποιες στρογγυλεμένες συνεντεύξεις (με εξαίρεση εκείνη της κ. Κουλούρη).

Τα γράφω όλα αυτά για να μη νομίζετε πως κοιτάμε αλλού. Πως δεν βλέπουμε. Πως δεν μιλάμε. Απλώς ό,τι έζησα σας μεταφέρω· μόνη μου πρόθεση κάτι το ελάχιστο: να Φυτεύω το δίκαιο θηρίο/ στα ρουθούνια του κόσμου[1].

Γιώργος Πέππας

 

 

[1] Γιάννης Στίγκας- Ένα είδος ομπρέλας, Μανδραγόρας τχ29, σ.23

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία