Έκτακτο Δελτίο
Σε άλλα νέα
άνδρας βγήκε απ’το μπαλκόνι και περπάτησε
κατακόρυφα στον εξωτερικό τοίχο
φτάνοντας στην ταράτσα έπεσε στο κενό
κι όπου να’ναι θα προσγειωθεί.
Κορίτσι έκανε γενέθλια στη λεωφόρο
φιλώντας για δώρο τους περαστικούς
δείτε σε λίγο τι κίνητρο είχε
τι λέει η αστυνομία για την τελευταία του γιορτή.
Ηλικιωμένος αναθυμόταν τα μικράτα του
ένα νανούρισμα ανησυχαστικό έβγαινε απ’το στήθος του
τον αποκοίμισε στο σκαμνί
βρέθηκε απ’τον θυρωρό σε αποσύνθεση.
Και λίγο πριν την αυγή
στη συμβολή Αφαίρεσης και Ωκεανού
ένας φανοστάτης κουράστηκε
να βαστάζει τις ξαστεριές των αδέσποτων και των μεθυσμένων
κι ανέβηκε να κοιμηθεί δυο χιλιοστά δίπλα απ’το φεγγάρι.
Σε άλλα νέα
στον διπλανό πλανήτη
ο ουρανός έπεσε την ώρα που ο άνδρας έτρωγε ψωμί
η πείνα του διαμελίστηκε κι έβαψε τους τοίχους
όλης της πόλης.
Γυναίκα μάζεψε από τα χαλάσματα
ένα-ένα, σαν αποκόμματα ενδόμυχου ημερολογίου,
παιδικά παιχνίδια και πολλά φιλιά στα μάγουλα
ξέθαβε ώρες σκόρπια σκοτωμένα θραύσματα
λάμψεων κι ιριδισμών.
Ο γέρος πήδηξε το φράχτη
ήπιε νερό στη βρύση που λουζόταν παιδί
η δεύτερη γουλιά του ’λυσε τα γόνατα
και γιόμισ’ αίματα τη γούρνα.
Αργότερα, πριν το σούρουπο
η πόλη βγήκε στους δρόμους
χιλιάδες πόδια έδειραν την άσφαλτο
γρύλισαν άγνωστα ονόματα
αλαλαγμοί τοξεύτηκαν ψηλότερ’ απ’ τον ήλιο
κι έπεσαν στις αυλές των στυγερών.
Εδώ διακόπτουμε το ηλεκτρικό δελτίο
για εξαχρειωμένες κρατούμενες συνειδήσεις.
Αν σας σοκάρουμε
δεν ήτανεπίτηδες, σαν θεραπεία.
Τώρα ανοίξετε τα παράθυρα και εν ανάγκη
γκρεμίστε τα ταβάνια σας
αν θέλετε τα σύννεφα να σας φυλάξουν.
Αν πάλι μείνετε μέσα,
ακούσετε τους γρύλους και φοβηθείτε
-εκρηκτικά κροταλίσματα αφήνουν στίγματα σε δωμάτια και σκιές
σαν ξυραφόσυρμα μπήγονται στη σάρκα, τέμνουν βαθιά και αδιόρατα-
αν φοβηθείτε αγαπητοί,
δίκιο θα’χετε να φοβάστε.
Οι γρύλοι θα σας βρουν παντού,
κοιμώμενους, υπνωτισμένους, ξάγρυπνους.
Καληνύχτα σας.
Ένστιχτη μνήμη
Πίσω απ’τις φυλλωσιές πλατάνων, ελιών και καβακιών
παραμονεύει μοναχό παιδί, με περιεργάζεται
φοβάται ένας τον άλλο μην γνωρίσει
στο δέρμα του προσώπου
γύρω απ’τα μάτια, στα μάγουλα, τα χείλη
στίγματα για τις θέσεις των αστερισμών
ασημένιες χαρακιές οι φωτεινότερες τροχιές τους.
Άραγε απ’ έξω εξετάζοντας τον εαυτό μου
τις φυσικές κινήσεις, τη γερτή περπατησιά
τις περιπετειώδεις αντιφάσεις του μετώπου
των βλεφάρων, των ματιών
ή μήπως μέσα από τη σηραγγώδη μου όραση
βγάζει πιο νόημα η ύπαρξή μου;
Γιατί η ζωή σαν πίεση από έξω
γιατί το τέλειωμα αναμένω ν’ αναπνεύσω
άφοβα, ανέγνοιαστα για πληρωμή και επιπτώσεις;
Γιατί δεν ξεκινώ;
Να περπατώ τις ώρες και τις μέρες σε ανοιχτούς ορίζοντες
να τρέχω ως τα μεγάλα δέντρα
έπειτα συνεχίζονταςστον λόφο
το εξωκλήσι, το ποτάμι
πιάνοντας στις παλάμες μου τον ήλιο
της πέστροφας τον πηγαιμό
του χείμαρρου τον θούριο
που όπως ενώνεται χαϊδεύει την πλαγιά στο κατευόδι
στο στόμα την ταΐζει κερασανθούς και καμπανούλες
είκοσι μέτρα από την αχλαδιά
όπου η μουσική ευγνωμονεί τον αυλητή
τον ερωτεύεται όπως τη λευτερώνει
από τη σάρκινη και δρύινη ειρκτή της
και τ’ αγριεμένο αμπέλι χαίρεται τους σπίνους τρυγητές
να το διασώζουνε απ’το γλυκό του βάρος.
Κι όταν κουράζομαι πυκνό πράσινο χόρτο να φυτρώνει
μόνο για να ξαπλώσω ένα λεπτό
ή απλούστερα να εκχέομαι στον ζέφυρο
χιλιόμετρα πιο πέρα που με παίρνει
σηκώνει με στα σύννεφα
ενώπλησιάζει εκτυφλωτική
χοροπηδώντας από το ένα στ’άλλο χρυσό φάσμα
μετέωρο σκάζει δίπλα μου
η λαχτάρα
στο πέταγμά μου το άστρο να αδράξω
που, να, το πίνω και το κρύβω στην κοιλιά
για μια στιγμή πριν απ’το στόμα
το εκπνεύσω σαν γιαρέ
στη γέφυρα της μέρας
που οι ηλιακτίνες άσπρα νήπια διατρυπούν
ακόντια πέφτουν στα νερά που διαμαντίζουν
ενώ η Σελήνη τινάζει το σεντόνι
κι η λίμνη σαν συνέχεια της ποδιάς της
βιγλίζοντας μακριά τα μεσαιωνικά χαλάσματα
πιο μακριά τις Άνδεις και την Ατακάμα.
Γιατί όσο ζω δεν ξεκινώ;
Κι αν κάποιον περιμένω
δεν έρχεσαι μαζί
απ’τις προφάσεις να με σώσεις;
Κρυμμένοι υπονομευτές
Ολόγυρα στο στρατόπεδο φυλούν σκοπιά
λεύκες ψηλές και βλοσυρές
με αστραπιαία χτυπήματα των κλαδιών
σκοτώνουνε ψαρόνια, γαλιάντρες, χελιδόνια
μαστιγώνουν τον αέρα, όλα τα διώχνουν, τα τρομοκρατούν
μην πατηθεί τ’ άχραντο ξύλο
μην γραπωθεί και δραπετεύσει
το βλέμμα των αιχμάλωτων.
Μα τότε από πού
-σα να’ρχονται από παντού
μες στο σελάγισμα που διατρυπά τις φυλλωσιές-
μα τότε από πού
-σα να φυτρώνουνε μαζί με τα παλιόχορτα
και να σκορπίζονται μεταμφιεσμένα σε γύρη –
μα τότε από πού
-απαγορεύστε τον προαυλισμό
κατεπειγόντως-
μα τότε από πού
τα τόσα κελαηδίσματα;
νυχτερινή ζωή
Πλεγμένος στο υφάδι της νύχτας
Επιπλέω ανάσκελα στο ασπρόμαυρο ρευστό
κι ίσα το στόμα ξεχωρίζει
Δέντρο χλωρό
ριζώνω στην κοσμική σιωπή
γεννώ βιαστικά τα κλαριά μου και τ’απλώνω
προς το φως πεινώντας.
Κι είναι ένα φως καχεκτικό
θραύσματα στους φωτεινούς σηματοδότες και τους φανούς των πλοίων
κρυμμένο στα σύννεφα, απόμακρο
αλλοιωμένο σαν ανάμνησητων απολεσθέντων
Το’χειχωμένο στην τσέπη του παλτού του
ένας χοντρός άντρας που δεν δείχνει ποτέ την οδοντοστοιχία.
Έτσι από φως νηστικός
εκπαιδεύομαι να φωτοσυνθέτω
τα εναγώνια γέλια των παιδιών στα κέντρα
τον ζωοφόρο παλμό στα νυσταγμέν’ αδέσποτα
την έντρομη ανία μπουκωμένων μεσοαστών στα ρεστοράν πολυτελείας
τον αδιέξοδο κάματο των σερβιτόρων
και βέβαια, πάντα και συστηματικά,
την λαδωμένη αντανάκλαση του Θερμαϊκού
-κυλά τόσο αργά προς μια κατάληξη οικεία και αποτρόπαιη.
Το φως το αισθάνομαι μόνο στις ρίζες
κοχλάζει
σαν ελεούσα λάβα θα σκάσει από τους υπονόμους.
***
Ο Βασίλης Μορέλλας γεννήθηκε το 1983 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει σχεδόν συνεχόμενα ως σήμερα. Εκτός από την αστρονομία και την επιστήμη της φύσης γενικότερα, τον ενδιαφέρει η κοινωνική αδικία, μέσα από, έξω από και πάνω στα σύνορα. Από το λύκειο και με ένα μεγάλο διάλειμμα πρακτικής ενασχόλησης με τον πολιτικό ακτιβισμό και τις προδοσίες του, οι στίχοι αποτελούν βασική περίσπαση από την αναδυόμενη βαρβαρότητα. Μια άλλη είναι η δουλειά του: εργάζεται ως φυσικός στη δημόσια εκπαίδευση από το 2007.