Δοκίμιο
Γνωρίζουμε σήμερα πως η πλειονότητα των αρχαίων κλασικών τραγωδιών λάμβαναν την θεματολογία τους από την δικιά τους ιστορική παράδοση. Ως δεξαμενή των θεμάτων τους στάθηκαν βασιλικοί, αριστοκρατικοί οίκοι όπως για παράδειγμα των Ατρειδών ή των Λαβδακιδών ή ακόμα και θέματα από την θεογονία και κοσμογονία. Βέβαια εκτός απ’ τους Πέρσες του Αισχύλου καμιά άλλη τραγωδία δεν είχε μιαν αμιγώς ιστορική –σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια– πηγή άντλησης της πρώτης ύλης της. Παρ’ όλα αυτά ήρωες όπως ο Οδυσσέας, ο Αγαμέμνονας, ο Κρέοντας, η Ιφιγένεια είναι πρόσωπα ιστορικά για την αρχαιοελληνική κλασσική αντίληψη και όχι μυθολογικά. Ο Αριστοτέλης λοιπόν σπεύδει να διακρίνει στην Ποιητική του την έννοια της ιστορικότητας από την τέχνη της τραγωδίας. Η τραγωδία αποτελεί μίμηση όχι όσων έχουν συμβεί αλλά όσων είναι δυνατόν και επόμενο να συμβούν στον καθένα με βάση τις πράξεις του και τις συνθήκες στις οποίες αυτές διαδραματίζονται. Αυτός είναι και ο ορισμός που έρχεται –κατά την δικιά μου αναγνωστική ματιά– να συναντήσει τον πυρήνα της καβαφικής ποίησης.
Για το περί Ποιητικής η Ποίηση φαντάζει και είναι φιλοσοφικότερη της Ιστορίας. Αυτό μάλιστα είναι και το πλέον αδιαπραγμάτευτο στοιχείο της ταυτότητας της, αφήνοντας όλα τα άλλα –π. χ έμμετρος λόγος– σε δεύτερη μοίρα. Στο ένατο κεφάλαιο ο ίδιος ο Αριστοτέλης μας λέει πως ο ποιητής πρέπει να ‘ναι πρώτα ποιητής μύθων παρά μέτρου, ότι αν είναι σωστός μιμητής του μύθου δύναται και να τον ποιήσει –όσο πιο κοντά στη μίμηση τόσο πιο ελεύθερος– και να χρησιμοποιήσει μέχρι και φανταστικά ή άγνωστα πρόσωπα δίχως να αποτυγχάνει στην πρόκληση της οικείας προς την τραγωδία ηδονής. Σε κάτι άλλο θα πρέπει όμως να παραμένει αδιασάλευτα πιστός: στην καρδιά του μύθου, την δράση. Επιπλέον το δημιούργημά του πρέπει αφενός να κατασκευάζεται και αφετέρου να εκτυλίσσεται με γνώμονα και άξονα την λογική και πιθανή αναγκαιότητα των αλληλοδιαδεχόμενων γεγονότων. Έτσι θα εξασφαλιστεί το όλον του μύθου, με λίγα λόγια η ενότητα του, που θα έχει αρχή, μέση και τέλος. Το αριστοτελικό «εικός» και «αναγκαίον» είναι αυτά που περιγράφουν ακριβώς την εσωτερική αναγκαιότητα που τροφοδοτεί κάθε κύτταρο της πράξης που υπόκειται στην μίμηση. Όσο πιο ορθά και έντεχνα αυτό αποτυπωθεί στο ποιητικό έργο, τόσο περισσότερο θα εξασφαλιστεί η ενότητά του, άρα τόσο ωραιότερο θα ‘ναι – μιας και η ωραιότητα, σύμφωνα με τα αριστοτελικά κριτήρια, έγκειται στην τάξη και το μέγεθος του ποιητικού έργου.
Υπ’ αυτήν την έννοια ο μύθος, ο οποίος έχει στον πυρήνα του μια, πλήρη και ολόκληρη πράξη που έχει συγκεκριμένο μέγεθος, αποτελεί ένα αυτοδύναμο όλον από επί μέρους γεγονότα, μια αυθύπαρκτη ύπαρξη που ζει υποδόρια μέσα στο παραδιδόμενο παρελθόν και που υπάρχει για να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας για την μιμητική τέχνη της ποίησης, ώστε να ζωντανέψει μπροστά στα μάτια των θεατών. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως η λογική συνοχή και η εσωτερική ισορροπία που υπάρχουν ήδη στους παραδιδόμενους μύθους αποτελούν και την ποιητικότητα τους, τον τραγικό μύθο στην προμιμητική του κατάσταση. Αυτή είναι και η πρώτη ύλη την οποία καλείται ο ποιητής να απομονώσει, να σμιλέψει δίνοντας της μέγεθος, να επεξεργαστεί την συνοχή της «χωροθετώντας» τα επί μέρους συστατικά της στα όρια της αρχής, της μέσης και του τέλους. Κυρίως όμως καλείται να πλέξει τα γεγονότα στο «γαϊτανάκι» μιας βαθιάς αιτιοκρατικότητας που διέπεται από την πιθανή ή την αναγκαία ακολουθία των πραγμάτων, ώστε να παρουσιάσει αλληλοενεργούμενες και αλληλοδιαδεχόμενες πράξεις που φανερώνουν τα αριστοτελικά «καθόλου»: όσα δηλαδή οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κάνει ή να δεχτεί σύμφωνα με το εικός και το αναγκαίο. Την ίδια στιγμή όμως ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως είναι απαραίτητη η ενεργητική επέμβαση του δημιουργού ώστε να επιλέξει, να διαμορφώσει και να απελευθερώσει από κάθε τι περιττό την προμιμητική πραγματικότητα. Με λίγα λόγια οφείλει να δράσει η δική του ποιητική φύση, ώστε να βρει από την εμπειρία ή τον μύθο αυτό, το οποίο μπορεί να μετουσιωθεί σε ποιητική ζωή. Αυτή η αριστοτελική μίμηση, η κάθε άλλο παρά δουλική, μπορεί να δώσει το πλέον αξιόλογο ποιητικό αποτέλεσμα. Κι ο Καβάφης, αιώνες μετά, φαίνεται πως το γνωρίζει: «Η περιγραφική ποίησις –ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις) της φύσεως, ίσως είναι ασφαλής. Αλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα»(1) .
Συγκεκριμένα ο Καβάφης στρέφει το βλέμμα εκεί όπου κανείς στην εποχή του δεν έκανε: στο παρελθόν των ιστορικών μεταιχμίων, στις περιόδους των μεγάλων μεταβάσεων, σε εποχές όπου η decadance αλλοτινών μεγαλείων γεννούσε αδιέξοδα και σιωπές για κάποιους, εφαλτήρια για χρυσές μέρες για κάποιους άλλους. Δράσεις προσώπων από τέτοιες περιόδους (ελληνιστικά χρόνια, πρωτοβυζαντινα ή υστεροβυζαντινά) ήταν η πηγή και η αιτία της ποιητικής δημιουργίας και όχι απλό δομικό υλικό τέχνης, ενεργοποιώντας έτσι πεδία, που για την λυρικότροπη ποίηση του μεγαλοιδεατικού καιρού του, φαίνονταν ανενεργά. Το όλο σκεπτικό της καβαφικής σύλληψης περί δημιουργικής διαδικασίας –όπως αυτό φαίνεται μέσω του έργου του –μας δίνει το ερέθισμα να αναρωτηθούμε πόσο κοντά στην αριστοτελική μίμηση είναι η διαδικασία της καβαφικής ποιητικής δημιουργίας.
Η φράση του Καβάφη «ο χρόνος είμεθα εμείς οι ίδιοι» (2) φανερώνει την υπαρξιακή σχέση που ο ίδιος έχει με τον χρόνο. Στο κέντρο αυτής της καβαφικής αναπλαστικής προσέγγισης στον χρόνο είναι η δράση, οι πράξεις και οι ενέργειες των ποιητικών υποκειμένων. Άλλες φορές άμεσα μα κυρίως έμμεσα, αυτές ανασαίνουν, αυτές καθορίζουν κάθε γωνιά των ποιημάτων του. Τα αποτελέσματα, και οι συνέπειες που αφήνουν οι δράσεις των ηρώων παρόντων και μη, κατακλύζουν τους καβαφικούς στίχους, προσδίδοντας τους την αίσθηση ενός «απόηχου», ενός κενού στο οποίο καλούνται πλέον να ζήσουν. Την ίδια στιγμή ο καβαφικός θίασος των διαφόρων ηρώων και αντιηρώων δεν επιτρέπει προσωπικά ψυχογραφήματα και επιφανειακές σκιαγραφήσεις. Διατηρείται πάντα μια απόσταση ασφαλείας απέναντι στο ποιητικώς αναπαριστώμενο που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να βγάλει τα πόδια του απ’ την γη. Η ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, πλούσια στη μεστότητά της, σύνθετη στην απλότητά της, δίνει στην καβαφική ποιητική γραφή χαρακτήρα απλού παρατηρητή που ακόμα κι όταν σχολιάζει, αφήνει τον κύριο λόγο στον αναγνώστη, το αχειραγώγητο υποκείμενο, το οποίο καλείται να μοιραστεί την καβαφική οπτική της αλήθειας. O Τέλλος Άγρας , αφού ενδελεχώς επισημαίνει τα δραματικά χαρακτηριστικά της καβαφικής ποίησης σε μορφολογικό επίπεδο, –επικεντρώνοντας σε τρία σημεία: τον ίαμβο, τον λογικό σχηματισμό της στιχουργικής του μορφής, και την έντονη χρήση ρημάτων– καταλήγει στο να πει πως, αν πρέπει κάπως να διαβαστεί ο Καβάφης, τότε αυτό θα πρέπει να γίνει με όρους δράματος και δει του μετευριπιδιακού, του πλέον ρεαλιστικού. (3) Ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (κεφάλαιο xxv, παράγραφος 6) μεταφέρει πως ο Σοφοκλής υποστήριζε πως ο ίδιος παριστά τους ανθρώπους όπως πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης όπως είναι. Υπ’ αυτή την έννοια ο Άγρας μάλλον είχε δίκιο μιας και ο Καβάφης παρουσιάζει τους ανθρώπους όχι απλώς όπως είναι, αλλά και όπως βαθύτερα είναι, κατάσταση που αρνούνται να παραδεχτούν ή επιμελώς αποκρύβουν (πίσω από την ψευδαίσθηση, ή την ασυνείδητη γνώση). Παρουσιάζει ήρωες που παλεύουν να κερδίσουν μια ζωή εντός μιας εκ προοιμίου ηττημένης και αυτό είναι που τους καθιστά ανδρείκελα της ειρωνείας της ζωής. Αυτό το γεγονός βαθύτερα και υποδόρια προκαλεί σε μας τους σύγχρονους το αριστοτελικό «συμπάσχειν» και μας κινεί τα αισθήματα του φόβου και του ελέους καθότι, αν μη τι άλλο, μια τέτοια κατάσταση βρίσκεται στον πυρήνα της συλλογικής συνείδησης των εαυτών μας και του κόσμου. Αυτή την οπτική, -δηλαδή της ειρωνείας ως ζωτική αρχή και αλήθεια της πραγματικότητας- ο Καβάφης την καλλιέργησε με μαεστρία. Όμως αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι η σαφής προίκα που έχει ο Καβάφης από την αριστοτελική Ποιητική: την ορθολογική διαχείριση και μορφοποίηση του ποιητικού μύθου, και πώς η δράση με την παρουσία ή τον απόηχό της καθορίζει τον ποιητικό χώρο στα λεγόμενα «ιστορικά» του ποιήματα –όρο που καθόλου δεν συμμερίζομαι. Στην καβαφική δραματική ποίηση τονίζονται και μεγεθύνονται με τρόπο απόλυτα διακριτικό και ταυτόχρονα αδυσώπητο τα χάσματα μεταξύ: προαίρεσης και πράξης, υποκειμένου και δράσης, ενέργειας και συνέπειας, επιδιωκόμενου και αποτελέσματος.
Αν μη τι άλλο η μετρημένη και αιτιοκρατικά χωροθετημένη μορφή των καβαφικών ποιημάτων, η ενδελεχής διατριβή του ποιητή στην έννοια της πτώσης και του πάθους –όχι του ψυχικού αλλά του πάθους ως παθήματος- , προσδίδουν στους Μύθους του αλεξανδρινού ποιητή μια αντιμετώπιση την οποία και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα ενέκρινε, μιας και το αποτέλεσμα είναι αυτό θα έπρεπε να είναι: η δια του ελέους και του φόβου καθαρτήρια ηδονή που συντελείται στο εσωτερικό τοπίο του αναγνώστη.
1 Βασίλης Δημητράκος (επ), Για το πιστό και του καθήκοντος παιδί της Τέχνης, Παιανία 2003, σ. 18
2 Στρατή Τσίρκα, Ο Πολιτικός Καβάφης,, Αθήνα 1984, σ. 259,
3 Τέλλος Άγρας “ Γραμματολογικά και άλλα”, στο: Μ. Πιερής (επ)Εισαγωγή Στην Ποίηση Του Καβάφη , Ηράκλειο 2001,σ. 140
Νικόλας Ευαντινός
Share this Post