ΑΝΤΙ-ΛΟΓΙΕΣ | Το πουλί

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

 

       Γύρω στις τρεις το πρωί ακούστηκε μια παρατεταμένη φωνή γκιώνη και ύστερα ένα κελάιδισμα κοφτό, κελαριστό. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή ν’ αλλάξει τόνο όμως αυτό συνεχιζόταν ολόιδιο σαν ηχογραφημένο. Δεν έμοιαζε ν’ αναπαράγεται μηχανικά, πιο πολύ σαν αληθινή φωνή πουλιού ακουγόταν.  

       Έμεινα ξάγρυπνη ως το χάραμα, εισπράττοντας το παράπονό του· ήταν εγκάρδιο σαν την ανάγκη του να ζήσει σ’ ένα δικό του κόσμο, ίσως κάπου μακριά στη χώρα των πουλιών. Δυσκολευόμουν ν’ αναπνεύσω την πρωινή ψύχρα. Σε κάθε εισπνοή ο αέρας έμπαινε βαρύς μέσα μου κι έβγαινε σφυρίζοντας με κάθε εκπνοή, λες και συντονιζόταν με το κάλεσμα, που με είχε συνεπάρει. Κάποια στιγμή οι δύο ήχοι ταίριαξαν μεταξύ τους, κούμπωσε αρμονικά ο ένας με τον άλλο και δημιουργώντας μία κοινή διανυσματική δόνηση μουσικής συμπορεύτηκαν για κάμποσα δευτερόλεπτα. Έκτοτε θα πρέπει το πουλί ν’ άλλαζε κλαδιά στα δέντρα τής πλατείας γιατί η ένταση της φωνής του αυξομειωνόταν κάθε τόσο ανάλογα με τη θέση και την κατεύθυνση του. Όταν το κελάιδισμα σταμάτησε, η πρωινή δροσιά είχε κατακαθίσει πάνω μου και ένα απότομο αεράκι έξυνε το γυμνό μου δέρμα. Κρύωνα παρόλο που κόμποι ιδρώτα ανάβλυζαν από τους πόρους μου και διέτρεξαν το κορμί μου. Δεν είχα προβλέψει αυτή την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας. Μόλις είχε μπει το φθινόπωρο. Ξημέρωνε Κυριακή· αν ξεμπέρδευα νωρίς από ένα μνημόσυνο, που έτρεχε με την αγωνία να μην το προλάβει η ζέστη που ερχόταν καλπάζοντας, σύμφωνα με τις μετεωρολογικές προβλέψεις, ίσως προλάβαινα ένα από τα τελευταία μπάνια της χρονιάς.

        Στην εκκλησία, η μυρωδιά του λιβανιού πότιζε τα ρούχα μου και με ζάλιζε. Ένοιωθα την υγρασία να με νοτίζει και να κολλάω στο ξύλο τού στασιδιού. Όμως, όσο η έξω θερμοκρασία ανέβαζε γράδα, δεν αποφάσιζα να βγω στο προαύλιο. Εκείνος μπήκε με τη μητέρα του και στάθηκαν δίπλα μου. Ήταν γύρω στα οκτώ και αυτή γερασμένη. Τον κρατούσε κολλημένο πάνω της, οι αγκώνες της αγκάλιαζαν τους ώμους του και τα δάχτυλά της πλέκονταν μπροστά από την κοιλιά του. Μάταια προσπαθούσε να ελέγξει κάθε αντανακλαστική κίνησή του. Κουνιόταν ρυθμικά μαζί του, ρίχνοντας το βάρος του σώματός της πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο· έμοιαζαν λες και ακολουθούσαν μια ανάκουστη μουσική. Πότε πότε εκείνος έγερνε μπροστά με όλη του τη δύναμη και προτείνοντας τις παλάμες του προσπαθούσε ν’ ακουμπήσει το μαρμάρινο δάπεδο. Οι μακριές μπούκλες των μαλλιών του σχεδόν το άγγιζαν. Για να τον απασχολήσω του πρόσφερα το κερί που κρατούσα για αποχαιρετισμό προς τον εκλιπόντα. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να το βάζει στο στόμα του, να το μασάει και ύστερα να το φτύνει· σε μερικά δευτερόλεπτα μου παρέδωσε το φυτίλι του.  

        Όσο εγώ προσπαθούσα να διαχειριστώ την αμηχανία μου εκείνος απεγκλωβίστηκε από τη μητέρα του και ξάπλωσε στο κάθισμα των διπλανών στασιδιών. Ύστερα, ακολουθώντας τις ίδιες ρυθμικές κινήσεις σύρθηκε κοντά μου και έβαλε το χέρι του στην παλάμη μου. Έκλεισα τη χούφτα μου απαλά, πιέζοντας ελαφρά μία μία τις ρόγες των δακτύλων του. Για κάποια δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητος, μετρώντας με ακατάληπτους λαρυγγισμούς το κάθε μου σφίξιμο. Βαρέθηκε γρήγορα και τραβώντας απότομα το χέρι του άφησε την παλάμη του να συρθεί πάνω στον καρπό μου σαν κίνηση οικειότητας. Ύστερα, πιάστηκε από τα πλαϊνά τού στασιδιού και πατώντας στο κάθισμα σηκώθηκε όρθιος, χαϊδεύοντας τις τοιχογραφίες. Ήταν ένα αμήχανο φευγαλέο χάδι που κράτησε ελάχιστα, μέχρι να αρχίσει να σκαρφαλώνει ξυπόλυτος τα πλαϊνά ξύλινα στηρίγματα των στασιδιών, ώσπου ισορρόπησε σε ένα από αυτά και κούρνιασε πάνω του. Αγκάλιασε με τα χέρια του τα λυγισμένα του γόνατα σαν το πουλί που μαζεύει τα φτερά του για να προφυλαχτεί από τη βροχή. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του ακριβώς την ώρα που έβγαλε εκείνη παρατεταμένη φωνή του γκιώνη και ύστερα το κοφτό κελάιδισμα, που αυξομειωνόταν κελαριστό σαν του πουλιού, που τα χαράματα άλλαζε θέσεις στα δέντρα της πλατείας.

        Όταν σήκωσε τα χέρια του και ετοιμάστηκε να πετάξει, δεν είχα την καμία αμφιβολία πως ήταν το ίδιο πουλί που άκουσα τα χαράματα. Μόνο που δεν είμαι σίγουρη αν όλο αυτό είχε σχέση με το πνεύμα του εκλιπόντος.

 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου